Ο Γιώργος Απέργης είναι ένας Έλληνας συνθέτης που από το 1963, σε ηλικία δέκα οκτώ ετών δηλαδή, ζει στο Παρίσι όπου αρχικά σπούδασε μουσική και στη συνέχεια εργάζεται, κυρίως εντός του οργανισμού του IRCAM, του κέντρου μελέτης και έρευνας της μουσικής και ειδικά των πλέον πρωτοποριακών τάσεων της του οποίου ιδρυτής ήταν ο μέγας –για τη συμβολή του στη musique concrete και όχι μόνο– Πιέρ Μπουλέζ. Δραστηριοποιείται σε μία μεγάλη γκάμα ειδών και στιλ της σύγχρονης μουσικής, από οργανικά έργα για μεγαλύτερα ή μικρότερα σύνολα και όπερες μέχρι μουσικοθεατρικές δημιουργίες όπως το «Luna Park» που αποτέλεσε το φινάλε του Update Festival στην Στέγη Γραμμάτων Και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση την Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου.

Προσωπικά δεν θεωρώ την συγκεκριμένη παράσταση το ιδανικό κλείσιμο του Update Festival ακριβώς για τον πολύ απλό λόγο ότι το «Luna Park» είναι ένα μουσικοθεατρικό δρώμενο –με αρκετά στοιχεία οπτικοακουστικής installation– το οποίο βρίσκεται πολύ πιο κοντά στο θέατρο παρά στη μουσική. Το σκηνικό / εξέλιξη του είναι επίσης εξαιρετικά απλό, τέσσερις καμπίνες /«κλουβιά» μέσα σε καθένα από τα οποία βρίσκεται και από ένα πρόσωπο, αριστερά μία γυναίκα και δεξιά ένας άντρας που παίζουν από ένα βαρύτονο πνευστό (ή υποτίθεται ότι το κάνουν καθώς πιθανότατα οι ήχοι από αυτά είναι προηχογραφημένοι) και στο κέντρο αντίστοιχα άλλη μια γυναίκα και ένας άντρας, έχω πολύ βάσιμες αμφιβολίες αν ειδικά οι δύο τελευταίοι από τους τέσσερις performers όχι μόνο δεν λειτουργούν ως εκτελεστές μουσικής αλλά και έχουν ιδιαίτερα μεγάλη σχέση μαζί της, πρόκειται μάλλον για ηθοποιούς που  στην καλύτερη περίπτωση –της κοπέλας– μπορούν και να τραγουδήσουν και να χορέψουν αρκετά ικανοποιητικά.

 

Το εύρημα στο οποίο βασίζεται το «Luna Park» είναι ένα και μοναδικό. Τα τέσσερα αυτά πρόσωπα/αρχέτυπα/κοινωνικά στερεότυπα επιδίδονται σε ισάριθμους σχεδόν παραληρηματικούς μονολόγους (προφανώς στα γαλλικά και λίγες φορές και στα αγγλικά) οι οποίοι κάποιες φορές, συγκυριακά και απολύτως συμπτωματικά, «τέμνονται» δίνοντας την ψευδαίσθηση συγκροτημένης συζήτησης πριν επιστρέψουν ακαριαία στην κατάσταση του ά-λογου, άνευ νοήματος και ουσιαστικού περιεχομένου και αυτιστικού μονολόγου. 

 

Αυτό συμβαίνει ενώ οι performers δεν έχουν καμία σωματική επαφή και ούτε καν την δυνατότητα να δουν και να ακούσουν αλλήλους, όλη η μεταξύ τους «επικοινωνία» γίνεται με ένα κλειστό σύστημα μικροφώνων, ακουστικών, ηχείων, καμερών και οθονών, ένα μέρος από αυτά που βλέπουν στις τελευταίες μπορεί να δει και το κοινό στις μεγαλύτερες οθόνες που είναι στερεωμένες στις καμπίνες τους αναμειγμένο με άλλο οπτικό υλικό –με θέμα τους ίδιους «χαρακτήρες» ή και όχι– το οποίο δίνει την εντύπωση τυχαίου αλλά κάθε άλλο παρά τέτοιο είναι.

 

Η πρόθεση λοιπόν του δημιουργού είναι όχι απλά ξεκάθαρη μα κυριολεκτικά διαφανής, αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να δείξει την έλλειψη επικοινωνίας που χαρακτηρίζει την σύγχρονη αστική ζωή, την συνακόλουθη απομόνωση και αποξένωση του ανθρώπου και εντέλει την αλλοτρίωση του από τον πολιτισμό της ύλης και της εξελιγμένης τεχνολογίας που ο ίδιος έφτιαξε για να καταστήσει στη συνέχεια αντικείμενο λατρείας και υποκατάστατο της αληθινής ζωής.

 

Κάτι τέτοιο είναι βέβαια απολύτως αναμενόμενο, ίσως και απλά λογικό, για ένα γνήσιο τέκνο της εφ' όλης της ύλης αμφισβήτησης της δεκαετίας του ’60 και μάλιστα στην Γαλλία της διανόησης αλλά και του ουτοπικού Μάη του ’68 όπως είναι ο εξηνταεννιάχρονος σήμερα Γιώργος Απέργης τον οποίο εξακολουθεί να απασχολεί πάρα πολύ αυτό το καίριας σημασίας και αναμφίβολα πάντα επίκαιρο ζήτημα. Από την άλλη όμως πρόκειται για ένα θέμα που έχει συζητηθεί και παρουσιαστεί πάρα πολλές φορές και είναι ομολογουμένως πολύ δύσκολο να διατηρήσει κανείς το ενδιαφέρον του κοινού αν δεν έχει να του προσθέσει κάτι παραπάνω ή έστω να το παρουσιάσει με έστω και λίγο δραστικά διαφοροποιημένο τρόπο.

 

Δυστυχώς όμως κανένα από αυτά τα δύο δεν συμβαίνει στην περίπτωση του «Luna Park». Eίναι ένα δρώμενο στατικό και μη εξελίξιμο το οποίο μετά από λίγο πέφτει στην παγίδα της αυτοεπανάληψης και αν κάτι το εμποδίζει από το να γίνει κουραστικό είναι η σύντομη (μόλις μια ώρα) διάρκεια του. Και αν αυτά ισχύουν για το σκηνικό/νοηματικό του σκέλος. Tο μουσικό είναι ακόμα πιο υποβαθμισμένο, στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο από έναν αδιάκοπο υπόκωφο ηλεκτρονικό βόμβο, αρκούντως ρυθμικό ευτυχώς, ο οποίος όμως μετά από κάποια στιγμή γίνεται τμήμα του συνολικού ηχητικού «περιβάλλοντος» του έργου και σχεδόν ξεχνάς ότι υπάρχει.

 

Τελικά –και κατά τραγική ειρωνεία, αν σκεφτεί κανείς ένα από τα λιγοστά μηνύματα που θέλει να δώσει η σύλληψη και το κείμενο του Απέργη– αυτό που ίσως προσδίδει ένα ενδιαφέρον στο «Luna Park» είναι η καθαρά τεχνική, οπτική και ηχητική, διάσταση του με κυριότερο από τους κυριολεκτικά «αφανείς ήρωες» της υλοποίησης της τον υπεύθυνο  ηλεκτρονικού ηχητικού σχεδιασμού Grégory Beller, ένα μουσικό και συνθέτη της ομάδας του IRCAM που έχει επίσης κάνει πανεπιστημιακές σπουδές πληροφορικής. Είναι όμως ένα μικρό και εντοπισμένο ενδιαφέρον το οποίο εξαντλείται γρήγορα και επιπλέον το «Luna Park» δεν μας γνώρισε σχεδόν καθόλου τον όντως σπουδαίο συνθέτη Γιώργο Απέργη, για αυτό θα περιμένουμε να παρακολουθήσουμε ζωντανά και στην Ελλάδα κάποια από τα αμιγώς μουσικά έργα του και ελπίζω ότι κάποτε θα μας δοθεί η ευκαιρία να το κάνουμε.