Πολύ λίγες φορές ο τίτλος ενός δίσκου όχι μόνον είναι τόσο ταιριαστός με το περιεχόμενο του αλλά και πραγματικά το περιγράφει. Όντως «κάτι παράξενο» συμβαίνει σε αυτό το CD αρχίζοντας από την διάρκεια του, πέντε τραγούδια συν δύο ορχηστρικά θέματα τα οποία συνολικά δεν υπερβαίνουν τα είκοσι λεπτά. Αν ήμασταν ακόμα στην εποχή του βινυλίου θα λέγαμε ότι είναι ένα EP, το extended play ήταν το ενδιάμεσο του επτάιντσου single και του δωδεκάιντσου LP, δηλαδή του πλήρους album.

 

Τα παράξενα συνεχίζονται με το ότι έχουμε έναν συνθέτη, τον Μιχάλη Καλογεράκη, να συνεχίζει μεν την γνωστή μέθοδο εργασίας του, την μελοποίηση ποιημάτων (σε αυτή την περίπτωση από ένα των Μιχάλη Γκανά, Αριστέας Παπαλεξάνδρου, Αχιλλέα Παράσχου, Νίκου Σαραντάκου και – ναι, του κορυφαίου συνθέτη - Μάνου Χατζιδάκι) αλλά όχι με τον σταθερό μέχρι τώρα ερμηνευτή του. Το γεγονός αυτό δεν θα ήταν βέβαια και τόσο παράξενο αν ο εν λόγω ερμηνευτής δεν ήταν ο δίδυμος αδελφός του Παντελής την φωνή του οποίου συνοδεύει τις περισσότερες φορές και η δική του, ως δίδυμο και όχι απλούς συνεργάτες τους γνωρίσαμε στον πολύ καλό πρώτο δίσκο τους «Προσωπικό» (2016) ο οποίος είχε κυκλοφορήσει επίσης από την Μικρή Άρκτο του Παρασκευά Καρασούλου.

 

Το τρίτο παράξενο είναι ότι έχουμε επίσης έναν τραγουδοποιό μα και ερμηνευτή, τον Απόστολο Κίτσο, που στην περίπτωση αυτή αναλαμβάνει να ερμηνεύσει συνθέσεις κάποιου άλλου. Αυτό είναι και το πλέον εύκολα εξηγήσιμο, οι δύο νεαροί μουσικοί γνωρίστηκαν στην Τέταρτη Ακρόαση της Μικρής Άρκτου στην οποία συμμετείχαν αμφότεροι, έγιναν φίλοι και μέσα από την παρέα τους προέκυψαν αυθόρμητα τα λίγα τραγούδια που με την προσθήκη δύο αναλόγου ύφους ορχηστρικών αποτελούν αυτό το CD.

 

Το τελευταίο και μεγαλύτερο παράξενο όμως είναι ότι ο Απόστολος Κίτσος δεν είναι μόνον ο ερμηνευτής αλλά και ο.... ενορχηστρωτής του δίσκου! Ο Μιχάλης Καλογεράκης δηλαδή τον εμπιστεύτηκε διπλά, όχι μόνον του έδωσε αυτά τα τραγούδια του αλλά και του τα παρέδωσε ενορχηστρωτικά, ακόμα και δύο ορχηστρικές συνθέσεις του. Εν κατακλείδι λοιπόν έχουμε δύο τραγουδοποιούς που ο ένας τους είναι και εξαίρετος  ερμηνευτής να λειτουργούν κυριολεκτικά ως συν-δημιουργοί μιας δισκογραφικής εργασίας. Δεν πρόκειται για απλή συνεργασία αλλά για αληθινή σύμπραξη από αυτές που θα μπορούσαν να συμβούν μόνο στην εποχή μας, στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα, γιατί πολύ απλά τις έχει τόσο μεγάλη ανάγκη. Θα έλεγα μάλιστα ότι είναι από τα κυριότερα αιτήματα της και για αυτό παρατηρούμε ότι ανάλογες συμβαίνουν όλο και συχνότερα διεθνώς και, από ό,τι φαίνεται, ευτυχώς αυτό αρχίζει να ισχύει και για την Ελλάδα.

 

Επί της ουσίας αυτό που έχουμε εδώ είναι δύο ομοτέχνους οι οποίοι όχι απλά παρακάμπτουν αλλά υπερβαίνουν τα αντίστοιχα εγώ τους που, στο παρελθόν αλλά φυσικά και σήμερα ακόμα, πολλές φορές...ταμπουρώνονταν πίσω από «παγιωμένες» ιδιότητες. Ο λόγος για τον οποίο το πράττουν αυτό είναι πάρα πολύ απλός, το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Ο έστω και με την θετικότερη έννοια εγωισμός δεν υποχωρεί αλλά στην κυριολεξία εξαφανίζεται (κάτι το οποίο υπογραμμίζει και η σεμνότατη από κάθε πλευρά, σχεδόν...διακριτική, συμμετοχή της πάντα θαυμάσιας Έλλης Πασπαλά  στο «Ερωτικό (Καληνύχτα)» στο οποίο οι στίχοι είναι του Μάνου Χατζιδάκι) και το αποτέλεσμα τους δικαιώνει και με το παραπάνω.

 

Γιατί αυτό που προκύπτει από την διαδικασία αυτής της σειράς «παράξενων» είναι μια αποφασιστική, κάποτε ακόμα και δραστική (οι σχεδόν jazz αποχρώσεις της ενορχήστρωσης στο «Λουξεμβούργο») ανανέωση της φόρμας η οποία συμβαδίζει με την συνειδητή προσπάθεια για μιαν αντίστοιχη έλλογη, προσεκτική, με μέτρο και νηφαλιότητα ανανέωση του περιεχομένου μιας ακρογωνιαίας μορφής του ελληνικού τραγουδιού, της μελοποίησης ποιημάτων. Το «Κάτι Παράξενο» δείχνε τις δυνατότητες τέτοιων απολύτως ισοτίμων συμπράξεων, ανοίγοντας ελπίζω τον δρόμο για πολλές περισσότερες στο μέλλον και προφανώς αφήνει πάρα πολλές υποσχέσεις για την εξέλιξη της συγκεκριμένης και τους ακόμα πιο ώριμους και εύγευστους καρπούς που πιστεύω ότι θα δώσει στη συνέχεια.