Ο Ορέστης Καλαμπαλίκης είναι διεθνώς διακεκριμένος σολίστ της κλασικής κιθάρας που το ’05 πήγε για μεταπτυχιακές σπουδές στο Ανώτατο Εθνικό Κονσερβατόριο Μουσικής Και Χορού του Παρισιού και έκτοτε εγκαταστάθηκε μόνιμα στην γαλλική πρωτεύουσα. Εκεί έγινε φίλος και τακτικός συνεργάτης της ερμηνεύτριας Κυβέλης Καστοριάδη. Το ευρύτερο – όχι δηλαδή αυτό της κλασικής μουσικής και, πιο συγκεκριμένα, της κλασικής κιθάρας – κοινό στη χώρα μας τον έμαθε όταν μαζί με την τελευταία συνδημιούργησαν τον δεύτερο δίσκο της «Songs For A Blue Cloud» που κυκλοφόρησε πέρυσι (όπως και ο πρώτος της) από την Μικρή Άρκτο. Μαζί επέλεξαν τα τραγούδια που θα διασκεύαζαν στο album, ο Ορέστης Καλαμπαλίκης έκανε τις ενορχηστρωτικές προσαρμογές τους και φυσικά η κιθάρα του ήταν η μοναδική συνοδεία της φωνής της Κυβέλης Καστοριάδη, τόσο στην ηχογράφηση όσο και στις αρκετές συναυλίες με το υλικό του δίσκου που πραγματοποιήθηκαν στη συνέχεια σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας.

 

Το τελευταίο διάστημα μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στην γενέτειρα του Αθήνα και το Παρίσι και, εκτός των άλλων, γράφει επίσης μουσική για θεατρικές παραστάσεις. Γιατί ένας εξαίρετος μουσικός – και όχι απλά σπουδαίος εκτελεστής του οργάνου του – όπως ο Καλαμπαλίκης δεν μπορούσε φυσικά να αυτοπεριορίζεται εσαεί στον ρόλο του accompagnateur, έστω και μιας καλής ερμηνεύτριας και εξίσου καλής φίλης του. Εύλογο και φυσιολογικό λοιπόν ότι πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε το πρώτο προσωπικό του πλέον CD, επίσης στην Μικρή Άρκτο και εγκαινιάζοντας μια νέα σειρά της με ορχηστρικές εργασίες Ελλήνων δημιουργών. Υπό τον λίγο παράξενο τίτλο «Blues For A Woodpecker» (θα επισημάνω εδώ την επανάληψη, αν και με διαφορετική σημασία και νόημα, της λέξης blue που υπήρχε και στον τίτλο του δίσκου της Κ. Καστοριάδη ο οποίος ήταν κατά κύριο λόγο δική του ιδέα, κάτι που, πιθανότατα χωρίς καν να το συνειδητοποιεί ο ίδιος, αποκαλύπτει αρκετά για την ψυχοσύνθεση του) σε αυτό παρουσιάζει μερικές μεταγραφές μάλλον παρά διασκευές συνθέσεων άλλων και φυσικά μια σειρά δικών του.

 

 

Το ότι από εκτελεστικής πλευράς ο δίσκος είναι περισσότερο από άριστος δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς ιδιαίτερα έμπειρος ακροατής για να το αντιληφθεί, θα πω απλά ότι οι τόσες διακρίσεις του Καλαμπαλίκη είναι απολύτως δικαιολογημένες. Ομως όσο σαγηνευτικό και αν είναι το ηχόχρωμα της και όσο και αν προσφέρεται ιδιαίτερα για μελωδικό υλικό η κιθάρα γενικότερα και ιδιαίτερα η κλασική εν προκειμένω ως σολιστικό όργανο τείνει να γίνεται λίγο μονότονη – για να αποφύγω την λέξη κουραστική – μετά από ένα όχι πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Ακόμα και κορυφαίοι εκτελεστές της όπως ο Καλαμπαλίκης δεν μπορούν να το αποφύγουν αυτό και ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί λέγεται «κατάλληλη επιλογή ρεπερτορίου».

 

 

Οι δικές του συνθέσεις – με αποκορύφωμα μάλλον το ομότιτλο κομμάτι – είναι αρκούντως ενδιαφέρουσες και διαθέτουν αξιοσημείωτη ποικιλία στο ύφος τους. Οι μετεγγραφές του όμως είναι άλλη υπόθεση καθώς, αν και αποκαλύπτουν το μεγάλο εύρος των ακουσμάτων, πιθανά και των επιρροών του, δεν πείθουν πάντα για την αναγκαιότητα της ύπαρξης τους. Και αν αυτό δεν ισχύει τόσο για ένα κλασικό ρεμπέτικο όπως το «Γυφτοπούλα» του Γιώργου Μπάτη το οποίο ο Καλαμπαλίκης το προσεγγίζει με έναν πολύ αφαιρετικό – και, παράδοξα ή μη, με έστω και μακρινούς απόηχους από το ακουστικό blues – τρόπο δεν μπορεί να μην αναρωτηθείς ποιος ήταν ο λόγος για κιθαριστικές αποδόσεις δύο συνθέσεων του Ρόμπερτ Σούμαν. Δεν είναι φυσικά κακές, δεν αφαιρούν τίποτα αλλά από την άλλη ούτε προσθέτουν το παραμικρό – ούτε καν μια δραστικά διαφορετική διάσταση – στο μεγαλείο της λιτότατης γραφής του σημαντικότατου Γερμανού εκπροσώπου του ρομαντισμού.

 

 

Αυτός είναι και ο λόγος που η τόσο επιμελημένη, αισθητικά και όχι μόνον, αυτή κυκλοφορία καταλήγει να είναι ένας όμορφος μεν αλλά όχι και όσο θα μπορούσε ενδιαφέρων οργανικός (instrumental δηλαδή και όχι ορχηστρικός, αφού είναι μόνο με ένα όργανο, ας το σημειώσουμε αυτό) δίσκος. Προσωπικά θα ήθελα την επόμενη φορά ο Καλαμπαλίκης αφενός να αποφύγει εντελώς τις όποιες μετεγγραφές/διασκευές και αφετέρου να αρχίσει να λειτουργεί περισσότερο ως συνθέτης που το κύριο εκφραστικό μέσο του είναι η κλασική κιθάρα και όχι σαν κιθαρίστας που συνθέτει.

 

 

Το μεγάλο ταλέντο του και οι ανάλογα πολλές ικανότητες του σίγουρο του επιτρέπουν να το κάνει και αυτό θα του επιτρέψει να ξεφύγει από το τυποποιημένο concept του σόλο κιθαρίστα. Θα μπορούσε, για να φέρω το απλούστερο παράδειγμα, να συνθέσει κάποια κομμάτια για περισσότερες από μία κιθάρες τις οποίες, τουλάχιστον στο στούντιο, θα τις έπαιζε ο ίδιος, όπως έχουν κάνει άλλοι σολίστ της κλασικής κιθάρας που είναι επίσης και συνθέτες.

 

 

Κάτι μου λέει ότι για έναν βιρτουόζο σαν τον Ορέστη Καλαμπαλίκη και με την ωριμότητα την οποία έχει κατακτήσει στα τριάντα επτά πλέον χρόνια του αυτό που θα προέκυπτε τότε δεν θα ήταν απλά ενδιαφέρον αλλά ακόμα και συναρπαστικό.