Θα αρχίσω λίγο ανορθόδοξα για κριτική παρουσίαση δίσκου. Εχω ξεχωρίσει εδώ και λίγα χρόνια - και επιβεβαιώνω αυτή μου την άποψη όλο και περισσότερο – την Ελένη Φωτάκη ως μιαν από τις σημαντικές νέες στιχουργικές «φωνές». Η Ελένη Φωτάκη ζει και γράφει στην Ελλάδα της κρίσης της τελευταίας δεκαετίας. Αυτήν αποτυπώνει με μια γραφή καθόλου ακραία και «ακροβατική» όπως παλιότερα της Νικολακοπούλου, επιφανειακά απόλυτα ήρεμη και κυριαρχημένη η οποία όμως φλέγεται από ένα βαθύτερο εσωτερικό πάθος και όχι μόνο.

 

Αν δε η θεματολογία της είναι ακόμα περισσότερο από την, ήδη στην πλειοψηφία της ερωτική, της τελευταίας, οι στίχοι της δηλαδή είναι αποκλειστικά τέτοιοι, αποκαλύπτεται σιγά – σιγά ότι ο έρωτας πολύ συχνά δεν είναι για εκείνη αντικείμενο αλλά μέσο. Χρησιμοποιεί τον έρωτα για να δείξει πόσο μας έχουν αλλοιώσει – ή και διαφθείρει, ακόμα και διαστρέψει – σαν πρόσωπα αλλά και κοινωνία, στην πολιτική και δημόσια ζωή μας, την καθημερινότητα μας, τις κάθε είδους σχέσεις μας αλλά και εσωτερικά, ως προσωπικότητες και εντέλει φυσικά και συναισθηματικά, τα χρόνια αυτής της κρίσης που ξεκίνησε σαν μόνον οικονομική για να καταλήξει πολύπλευρη, ουσιαστικά συνολική. Εγχείρημα καθόλου εύκολο το οποίο όμως η στιχουργός φέρει σε πέρας και όλο και πιο επιτυχημένα.

 

Αποδεικνύεται όμως ότι ούτε η εισαγωγή μου ήταν τόσο ανορθόδοξη ούτε είναι συγκυριακό το ότι το όνομα της Ε. Φωτάκη, αντίθετα με ότι συνηθίζεται και δίχως αυτό να δικαιολογείται ούτε καν από την αλφαβητική σειρά, αναγράφεται πρώτο από αυτά των τριών συντελεστών του CD! Γιατί η απαρχή, μάλλον οι βάσεις του δίσκου τέθηκαν όταν η ερμηνεύτρια του, η Χριστίνα Μαξούρη, άκουσε το προτελευταίο album της Ελεωνόρας Ζουγανέλη, το «Μ’ Αγαπούσες Κι Άνθιζε» του ’15, στο οποίο την  μουσική είχε γράψει ο Μίνωας Μάτσας και τους στίχους της πλειοψηφίας των τραγουδιών (μερικών τους υπέγραφε ο συνθέτης) η Ελένη  Φωτάκη. Εντυπωσιάστηκε τόσο από τους τελευταίους ώστε φρόντισε να έρθει σε επαφή μαζί της, να την γνωρίσει και τελικά να της προτείνει να συνεργαστούν.

 

 

Θεωρώ ότι δεν είναι καθόλου συμπτωματική η ομοιότητα του τίτλου που δόθηκε στην ενότητα των στίχων της η οποία επιλέχθηκε με εκείνον ενός εμβληματικού δίσκου του διδύμου Κραουνάκη – Νικολακοπούλου, του «Μαμά Γερνάω» του ’88 με ερμηνεύτρια την Τάνια Τσανακλίδου. Αν σε αυτή την περίπτωση η επίκληση στην μητέρα ήταν για να συμφιλιωθεί ο άνθρωπος με τον μεγαλύτερο διαρκή αγώνα του, αυτόν με το πέρασμα του χρόνου, την φθορά και το τέλος που νομοτελειακά επιφέρει, τριάντα ακριβώς χρόνια μετά εγώ τουλάχιστον διαβάζω στο «Το Άσπρο Μαμά Νοσταλγώ» μιαν έκκληση στη μητέρα για να βοηθήσει στην επαναφορά στην παιδική ηλικία. Μιαν εποχή δηλαδή αθωότητας και κυρίως όχι έκπτωσης των πάντων όπως είναι το να είσαι ενήλικος σήμερα, όταν ακόμα και ο έρωτας έχει μετατραπεί από πηγή χαράς και ευτυχίας σε πρόβλημα που τις πιο πολλές φορές φέρνει λύπη, κάποιες ακόμα και δυστυχία.

 

Ο Άγγελος Τριανταφύλλου κλήθηκε στη συνέχεια να μελοποιήσει αυτούς τους στίχους και το έκανε υποδειγματικά, ακολουθώντας όχι μόνο το νόημα αλλά και το πνεύμα τους. Αν και δηλαδή είναι φανερό ότι τα περισσότερα τραγούδια έχουν γραφτεί ως πιανιστικές μπαλάντες όταν η γραφή της Φωτάκη παρέπεμπε στην λαϊκή σοφία – ή και τον θρήνο – των παραδοσιακών τραγουδιών μας δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει ανάλογα ενορχηστρωτικά στοιχεία και αντίστοιχα, όταν οι στίχοι διαπνέονταν από την δύσκολη, μοναχική, βαριά ή αμφότερα, ατμόσφαιρα την οποία συνήθως έχουν πια οι νύχτες μας τα πνευστά του γίνονταν αβίαστα jazz.

 

Όσο για την κεντρική φυσιογνωμία του δίσκου η οποία ήταν και ο καταλύτης για την δημιουργία του; Υπάρχει ένας κανόνας (τον οποίο οι ελάχιστες εξαιρέσεις του φυσικά επιβεβαιώνουν) για τους/τις ηθοποιούς που επιδίδονται παράλληλα και στο τραγούδι. Εχοντας μεν σωστές, δηλαδή καλλιεργημένες αλλά όχι και τόσο προικισμένες φωνές αναπληρώνουν αυτή την έλλειψη πατώντας στην υποκριτική παιδεία και εμπειρία τους. Είτε δηλαδή το συνειδητοποιούν είτε όχι, είτε ακόμα το παραδέχονται ή όχι, στην πραγματικότητα, με την βοήθεια της μουσικής, εισέρχονται «εντός» των στίχων και τους υποδύονται, ακριβώς σαν κάθε τραγούδι να είναι ένας μικρός έμμετρος... θεατρικός μονόλογος.

 

 

Η Χριστίνα Μαξούρη δεν ξεφεύγει βέβαια από αυτόν τον κανόνα και το αποδεικνύουν οι κυριότερες προσωπικές μουσικές δραστηριότητες της πριν από τον εν λόγω πρώτο δίσκο της. Το πάρα πολύ επιτυχημένο, στην Ελλάδα αλλά και ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, «Δανεικά Παπούτσια» επί της ουσίας δεν ήταν παρά ένα one woman show όπου με θαυμαστή μάλιστα οικονομία εκφραστικών και σκηνικών μέσων «υποδυόταν» ερμηνεύοντας τα a capella μια σειρά εκλεκτών τραγουδιών από σχεδόν όλο το φάσμα της ελληνικής μουσικής. Ανάλογη αλλά απλώς σε διαφορετικό μουσικό «καμβά» ήταν και η παράσταση «20+1 Λαϊκά Μεταπολεμικά Τραγούδια με Μπαρόκ Σύνολο» που παρουσίασε πέρυσι στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Αυτό κάνει και στο δισκογραφικό ντεμπούτο της καθώς όμως τα τραγούδια αυτή τη φορά γράφτηκαν ειδικά για εκείνη και πάνω στη φωνή της προφανώς τα «υποδύεται» καλύτερα από οποιαδήποτε άλλα. Αν προσθέσουμε και την επαρκέστατη φωνή της το ερμηνευτικό αποτέλεσμα, πάντα για τις πολύ συγκεκριμένες συνθήκες του album, είναι πολύ απλά άριστο.

 

Αν λοιπόν περιμένετε από τους δίσκους να σας κάνουν να αναφωνείτε με θαυμασμό «πω πω, τι φωνάρα» το «Το Άσπρο Μαμά Νοσταλγώ» δεν είναι για εσάς. Αν όμως θέλετε CD με πολύ αξιόλογη πρώτη ύλη, καλοφτιαγμένα και θαυμάσια παιγμένα και ερμηνευμένα τραγούδια, που θα σας ψυχαγωγήσουν αλλά και θα σας προβληματίσουν, θα σας κάνουν να μελαγχολήσετε αλλά κάποιες στιγμές και να χαμογελάσετε, με μια κουβέντα θα σας μεταφέρουν ένα μικρό κομμάτι αληθινής ζωής όπως την βιώνουμε οι περισσότεροι σήμερα σε αυτή την χώρα, πολύ λίγες άλλες επιλογές σας από τις εφετινές κυκλοφορίες θα είναι τόσο ιδανικές όσο αυτή.