Δεν πρόκειται απλά για την τελευταία προσθήκη στην δισκογραφία του Σταμάτη Κραουνάκη και γι’ αυτό είναι χρήσιμο να πούμε εν συντομία το πως και γιατί προέκυψε. Μετά την πρώτη επιτυχημένη συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης την σεζόν ’16 – ’17 ο Σταμάτης Κραουνάκης αποφάσισε να επιστρέψει στο κτίριο της Φρυνίχου με μια νέα παράσταση.

 

Την έμπνευση αυτή τη φορά την βρήκε σε μια διάλεξη του μέγιστου Ισπανού ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα σε φοιτητές στη Νότια Αμερική για το Duende που την είχε μεταφράσει στα ελληνικά η φίλη του ποιήτρια Ολυμπία Καράγιωργα η οποία του είχε κάνει δώρο το βιβλίο πάρα πολλά χρόνια πριν.

 

Την διάλεξη αυτή αποφάσισε λοιπόν να «θεατρικοποιήσει» – ή «σωματοποιήσει», κατά τον ίδιο - ο Σ. Κραουνάκης αναλαμβάνοντας μάλιστα και τον ρόλο του αφηγητή, δηλαδή του Λόρκα. Θέλοντας να συμπληρώσει την πρόζα με ένα μουσικό μέρος σκέφτηκε εντελώς αυθόρμητα κάποια τραγούδια που είχε γράψει πολύ νέος σε ποίηση Λόρκα (σε μετάφραση ενός φίλου του ποιητή, του αείμνηστου Ανδρέα Αγγελάκη) και τα οποία ούτως ή άλλως είχε αρχίσει να ξανακοιτά με σκοπό την ηχογράφηση και την κυκλοφορία τους.

 

Τα τραγούδια αυτά ξαναδουλεύτηκαν, σε ορισμένες περιπτώσεις όχι απλά εξαρχής μα εκ βάθρων, μαζί με τους συνεργάτες του στην παράσταση και από κοινού με την πρόζα/κείμενο της διάλεξης του Λόρκα αποτέλεσαν την - επίσης πολύ επιτυχημένη – μουσικοθεατρική παράσταση «Duende – To πνεύμα της Γης» που ανέβηκε τον Ιανουάριο στο Θέατρο Τέχνης.

 

Τα δέκα αυτά τραγούδια κυκλοφόρησαν πριν λίγο καιρό σε μιαν εξαιρετικά καλαίσθητη έκδοση η οποία, εκτός του CD, περιλαμβάνει και ένα βιβλίο με κείμενα του Λόρκα, του Κραουνάκη και αρκετών άλλων για τον ποιητή, την παράσταση αλλά και την διαρκή και αλληλεπιδραστική σχέση του Κραουνάκη με το θέατρο.

 

Ουσιαστικά όμως επίκεντρο τόσο των κειμένων όσο και της παράστασης δεν είναι παρά ο τίτλος της διάλεξης του Λόρκα και κατά προέκταση και της τελευταίας, δηλαδή Duende, αυτή η περιβόητη και επί της ουσίας αμετάφραστη σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα ισπανική λέξη.

 

Τι ακριβώς είναι το Duende; Μια από τις «επίσημες» αποδόσεις του είναι το να προσελκύει ή και να γοητεύει κάποιος άλλους – για οποιονδήποτε θετικό σκοπό – με την προσωπική χάρη ή και ένα συγκεκριμένο χάρισμα/ταλέντο του. Κατά την προσωπική μου θεώρηση Duende είναι η απόλυτη και άνευ ορίων μέθεξη διαμέσου της δημιουργικότητας, οι ελάχιστες μαγικές στιγμές που ο δημιουργός και το έργο του γίνονται ένα, ταυτίζονται και ως ενιαίο σύνολο πλέον ενώνονται με τον ακροατή/θεατή/δέκτη. Αν το λέγαμε και θέωση δεν θα είχε πολύ μεγάλη διαφορά...

 

Εχοντας λοιπόν βρει διαμέσου της οδού που λέγεται Λόρκα το δικό του Duende για αυτή την περίσταση o Σ. Κραουνάκης ηχογράφησε τα τραγούδια όχι μόνον με τους ίδιους συντελεστές αλλά και όπως ακριβώς ακούγονταν στην παράσταση. Δύο θαυμάσιοι ερμηνευτές, ο Κώστας Μπουγιώτης και ο Χρήστος Γεροντίδης (που επίσης συν-σκηνοθέτησε την παράσταση μαζί με τον Σ. Κραουνάκη), τις περισσότερες φορές ντουέτο και από μία σόλο καθένας τους και αρκετές με τον δημιουργό περισσότερο να τους συμπληρώνει παρά να συμβάλλει «πρωταγωνιστιικά» μη θέλοντας να τους επισκιάσει ούτε στο ελάχιστο  και επίσης δύο μουσικοί, ο πιανίστας Βασίλης Ντρουμπογιάννης και ο βιολοντσελίστας Γιώργος Ταμιωλάκης, να τους συνοδεύουν. 

 

Αν παρατηρήσει κανείς συνθετικά τα τραγούδια θα διαπιστώσει ότι, τόσο μελωδικά όσο και αρμονικά, έχουν λιγότερα ίσως ελληνικά στοιχεία από οποιονδήποτε προηγούμενο δίσκο του συνθέτη (με εξαίρεση ίσως το μάλλον ξεχασμένο οργανικό album «Aloumina» του 2000).

 

Στη θέση τους κυριαρχούν άλλα από την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, πρώτιστα της Ιβηρικής χερσονήσου, όχι μόνο δηλαδή το φλογερό ισπανικό flamenco αλλά και το στοχαστικό πορτογαλικό fado (ποιος είπε ότι η μεγάλη Amália Rodrigues δεν ήταν έμπλεη Duende, όπως ίσως θα έλεγε και ο Σταμάτης...) και, σε σαφώς μικρότερο βαθμό, της ακμής του γαλλικού τραγουδιού στα μέσα του εικοστού αιώνα – προσωπικά ακούω σε μερικά σημεία τον έμφυτο αισθησιασμό της Edith Piaf – ενώ η ιταλική μουσική απουσιάζει σχεδόν εντελώς, τουλάχιστον με την μορφή της χαρωπής καντσονέτας, με μόνον κάποιους απόηχους της μελαγχολικής χαρμολύπης της καντάδας, όπως την γνωρίζουμε στην Ελλάδα από την επτανησιακή παράδοση, να διακρίνονται ελάχιστες φορές.

 

Όλα αυτά στο μεγαλύτερο ποσοστό τους εκφράζονται και αρθρώνονται μέσα από τις δύο και σε λίγες περιπτώσεις τρεις φωνές. Γιατί μπορεί κατά τα άλλα το CD να μην έχει καμία σχέση με την υπόλοιπη δισκογραφία του Κραουνάκη αλλά η ενορχηστρωτική λιτότητα που ξεκίνησε με το soundtrack του για την ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Αυτή Η Νύχτα Μένει», συνεχίστηκε ολοένα και πιο έντονη στους δίσκους του με την Σπείρα Σπείρα και ήταν ορατή ακόμα και στο πιο τυπικά «Κραουνακικό» «Stamdoc. 14 – Η Λειτουργία Των Πόλεων» του ’14 εδώ κάνει την παρουσία της πιο αισθητή από ποτέ. Η μουσική συνοδεία των τραγουδιών στην πλειοψηφία της είναι αφαιρετικά στο έπακρο σχεδιάσματα, ειδικά τα μέρη του πιάνου ενώ το αμιγώς ισπανικό Duende ταμπεραμέντο αφήνεται στο – διόλου συγκυριακά κατά κύριο λόγο pizzicati και όχι με δοξάρι – βιολοντσέλο. Εξαίρετοι πάντως αμφότεροι οι εκτελεστές, αυτό πρέπει να σημειωθεί.

 

Εν κατακλείδι δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Σ. Κραουνάκης άρχισε να μελοποιεί Λόρκα σε πολύ νεαρή ηλικία. Μετά από την ακρόαση αυτού του CD πιστεύω πλέον ακράδαντα ότι, αν στις πιο ευτυχείς στιγμές της συνεργασίας του με την Λίνα Νικολακοπούλου βρήκε στους στίχους της ακριβώς την θεώρηση της υπαρκτής πραγματικότητας που είχε και ο ίδιος, στην ποίηση του Λόρκα ανακάλυψε την βαθύτερη εσωτερική αλήθεια του, όχι απλά την κοσμοθεωρία του αλλά την βάση της φιλοσοφικής του συγκρότησης. Είναι απολύτως φυσιολογικό μεγαλώνοντας να έρχεται όλο και εγγύτερα σε αυτήν, άρα και στην ποίηση του Λόρκα η οποία του «μιλάει» όλο και πιο συχνά οπότε και τον εμπνέει όλο και περισσότερο.

 

Αυτό σημαίνει ότι, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, δεν είναι ο εμπορικός Σ. Κραουνάκης των θριαμβευτικών «Λεωφόρων» που εμπεριείχε εν σπέρματι τον τωρινό αλλά ακριβώς το αντίστροφο. Είναι ο Σταμάτης Κραουνάκης της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας που παρέμεινε ζωντανός - αν και στο «περιθώριο» - την εποχή των υλικών απολαύσεων και της μεγάλης διασκέδασης, γιατί όχι και του ξεφαντώματος και επανέρχεται τώρα στο προσκήνιο για να διεκδικήσει (αυτό ακριβώς καταδεικνύει και η ολοένα μεγαλύτερη λιτότητα των εκφραστικών μέσων του...)  το ουσιώδες, σημαντικότερο και πλέον αναγκαίο για την ανθρώπινη ύπαρξη. Την λύτρωση η οποία προηγείται της «σωτηρίας της ψυχής» της Νικολακοπούλου και δεν μπορεί παρά να ξεκινά από την εφ΄ όλης της ύλης και με κάθε έννοια ελευθερία. Vaya con Lorca!