Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους τραγουδοποιούς και βασικός θεμελιωτής του γαλλικού chanson réaliste. Έζησε εξήντα χρόνια (1921-1981) και μια αιωνιότητα. Οι στίχοι του -για τους οποίους ξεχώρισε- σαν μικρά διηγήματα, οι ήρωές του ανώνυμοι και με «κακή φήμη»... Κέρδισαν, όμως, την επωνυμία τους μέσα από τη δημοφιλία των τραγουδιών του αλλά τη γνησιότητα του βίου τους. Αναρχικός της μη βίας, ευγενικά αθυρόστομος, υποστηρικτής της ατομικής ηθικής, ένας ουσιαστικός αντικομφορμιστής και προστάτης των απανταχού ανυπεράσπιστων τάξεων, «μια αθώα καρδιά μες το τεράστιο σώμα του». 

Το ελληνικό κοινό γνώρισε και αγάπησε τους Γάλλους τροβαδούρους - τραγουδιστές της δεκαετίας του '50 και '60 (Μουστακί, Μπρελ, Αζναβούρ κ.ά.), και οι Έλληνες καλλιτέχνες τούς αφομοίωσαν δημιουργικά, αρχής γενομένης από τον Διονύση Σαββόπουλο. Τα τραγούδια πριν το «Φορτηγό» και όλο το «Φορτηγό» κινούνται στο πνεύμα, τεχνικά και αισθητικά, νοηματικά και ιδεολογικά (και) του Μπρασένς. Άλλωστε συμβαδίζουν οι δυο τους και χρονικά, αρχές δεκαετίας '60. Ιστορίες αγαθών γυναικών («Η «Ζωζώ» του Σαββόπουλου, η «BraveMargot» του Μπρασένς), ο συμβολισμός των ζώων («Η μαιμού»- Σαββόπουλος/ «LeGorille»/ Μπρασένς) και η κριτική αναπόληση του παρελθόντος («Μην το πεις/ οι παλιοί μας φίλοι για πάντα φύγαν»- Σαββόπουλος/ «Μα πού ναι οι κηδείες οι παλιές; [...]/ Πια δεν υπάρχουν, παν, πια ξεπεράστηκαν [..]/ Φύγαν για τα καλά- Μπρασένς). Οι μελωδίες και στους δυο τραγουδοποιούς σαν ένα μουσικό χαλί πάνω στο οποίο πλέκουν τις ιστορίες τους, κρατώντας την κιθάρα όρθιοι ή με το ένα πόδι πάνω στο σκαμνί και γελώντας κάτω από το παχύ μουστάκι τους... Στην πορεία ασφαλώς ο Νιόνιος εξελίχθηκε μουσικά περισσότερο από τον Μπρασενς και μεταμορφώθηκε οβιδιακά ως πολίτης -εν αντιθέσει με τον αγαθό γίγαντα- όμως οι ιστορίες του συνέχισαν να λειτουργούν ως μεγενθυμένος φακός της καθημερινότητάς μας, όπως και οι ιστορίες του τροβαδούρου από τη Σετ της Γαλλίας.

 

Ο τραγουδοποιός, επίσης, Βασίλης Νικολαΐδης, ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε το 1981 στους Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας, που διοργάνωσε ο Μάνος Χατζιδάκις με τα βραβευμένα εκεί τραγούδια του «Οδός Σανταρόζα» και «Δωμάτιο Χρωματιστό», τόσο μουσικά όσο και φυσιογνωμικά (!) συγγενεύει με τον Μπρασένς. Η κιθάρα στα χέρια να δίνει το ρυθμό για τις καθημερινές -φαινομενικά απλές αλλά ουσιαστικές- σατιρικές του ιστορίες, το ίδιο περιπαικτικό βλέμμα, η μαύρη πίπα και το παχύ μουστάκι...Ο Μάκης Γκαρτζόπουλος στο άρθρο του «κι όμως η γη ακόμα γύριζε σαν δίσκος από βινυλιο» παρουσιάζοντας τον σπουδαίο πλην όχι τόσο γνωστό αυτόν τραγουδοποιό, γράφει μεταξύ των άλλων: «...παρακολουθεί τις περιπέτειες του ναύτη Νικολαΐδη που για να ξεφύγει από τη Ναυτονομία κρύβεται σε έναν οίκο ανοχής και σώζεται την τελευταία στιγμή από μια πόρνη (!), συναντάει σαν σε όραμα την «Κίρκη στη νταλίκα» μέσα σε ένα άκρως σουρεαλιστικό τοπίο με φόντο κάποιο χιλιόμετρο της εθνικής, και ως άλλος Αίσωπος διηγείται για την «Κατσίκα» του κου Σεγκέν που ελευθερώθηκε τρώγοντας το σκοινί που την κρατούσε αιχμάλωτη. Ο κόσμος του Νικολαΐδη είναι γεμάτος εκπλήξεις, διάφανος, ανατρεπτικός. Ένας κόσμος που από τη μία πατάει στην πεζή καθημερινότητα σχολιάζοντάς την με τρόπο καυστικό, και απ’ την άλλη πετάει στην περιοχή του ονείρου και της φαντασίας με όχημα την ευαισθησία και την οξυδερκή ματιά του δημιουργού του.» [Περισσότερα εδώ]. Η συγγένεια με την τέχνη του Μπρασένς εκλεκτή...



Η Αρλέτα είναι μια ακόμα τραγουδοποιός που συνειδητά ή ασυνείδητα (η ευαισθησία και η εκφορά της τέχνης (βλ. μπουάτ) και της πολιτικής τη δεκαετία του '60 ήταν μια μεγάλη βρυσομάνα για κάθε καλλιτέχνη ανεξαρτήτως γεωγραφικής περιοχής) συγγενεύει με τον Μπρασένς. Αφηγηματική τραγουδοποιία, λέξεις που σκίζουν σαν ξυράφι, σκωπτικός λόγος και οξύ χιούμορ, καταφύγιο των απανταχού περιφρονημένων τραγικών ηρώων: «Ήτανε ο τρελός του χωριού/ Ο τρελός που όλοι τον κερνούσαν/ Καρπαζιές και ούζο/ Του χωριού ο τρελός/ Μια λυπητερά με κλειστή φωνή τραγουδούσε/ Μια για συντροφιά στις μεγάλες νύχτες τραγουδούσε/ Κάτω απ’ τις ελιές το δικό του σπίτι/ Για περβόλια κι αφρούς/ Θάλασσες και αύρες/ Για ανοιχτά πανιά/ Που δεν είχε δει ποτέ τραγουδούσε»-Αρλέτα/ «Δεν το λέω για να παινευτώ/ μα με σχολιάζουν στο χωριό/ ό, τι κι αν κάνω, μα κι αν αδρανώ/ για ποιον με παίρνουν, αγνοώ!/ Τι κι αν δεν αδίκησα ποτέ κανένα/ τους αρέσει να τα βάζουνε με μένα/ Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι/ ξέρουν η «ορθότητα» τι λέει/ Θα ’ναι που οι νοικοκυραίοι/ είναι μια στάλα Φαρισαίοι/ Κουτσομπολεύουν όλοι εκτός/ απ΄τους τους δίχως γλώσσα»-Μπρασένς, «Κακή φήμη» (La mauvaise réputation). «Προχθές αργά στο μπαρ το ναυάγιο/ βρέθηκα να τα πίνω μ΄ έναν άγιο/ καθότανε στο διπλανό σκαμπό/ και κοινωνούσε με ουίσκι και νερό/ καθότανε στο διπλανό σκαμπό/ στο τέλος πλήρωσε και το λογαριασμό-Αρλέτα/ «Φανατικέ αντικληρικέ/ Παπαδοφάγε βουλιμικέ/ Η ομολογία αυτή μου στοιχίζει/ αλλά θα σου πω πως οι παπάδες/ δεν είναι όλοι κενοί φαφλατάδες/ και ο δικός μας, θα δεις, ξεχωρίζει»- Μπρασένς, «Η λειτουργία για τον κρεμασμένο» (La messe au pendu).

 

Ο Νικόλας Άσιμος είναι, όμως, κατά τη γνώμη μου, ο πιο κοντινός συγγενής του Μπρασένς καθώς τόσο μορφολογικά -παραμυθικές αλληγορίες, συνειδητή «βωμολοχική » γλώσσα αλλά και ικανότητα λεξιπλασίας κ.ά. - αλλά κυρίως νοηματικά – χλευασμός των συμφεροντολόγων και των υποκριτών, κοινωνική σάτιρα, ανυποταξία, μοναχικότητα, υπέρμετρη ευαισθησία- έχει πλείστα τραγούδια που συγγενεύουν με του Μπρασένς ακόμα και αν δεν γίνεται αυτό σκοπίμως ή ενσυνείδητα. Άλλωστε, όπως είπαμε, οι ευαίσθητες κεραίες των καλλιτεχνών συγγενεύουν εξ αποστάσεως, αοράτως, υπογείως και υπεργείως. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το τραγούδι του Άσιμου, «Σχιζοφρενοβλαβίωση»:«Είμαι παλιάνθρωπος/ Είμαι υπάνθρωπος/ Αντικοινωνικός /Και άρρωστη σχιζοφρενοβλαβίωση/ Με κατατάξατε / Σε ταξινόμηση/ Για λοβοτόμηση/ Και επαναδιάρθρωση των σκέψεων [..] «Κυρίως όταν σας μιλώ/ για τ’ ανυπόταχτο εγώ/ πως είμαι όντο φωτεινό/ γελάτε.» με το τραγούδι «Ο παλιάνθρωπος» (Lamauvaiseherbe) του Μπρασένς: «Είμαι ένας παλιάνθρωπος/ Γεννναίοι άνθρωποι/ Δεν είμαι εγώ από αυτούς που αναμασάνε/ Και δεν είμαι εγώ από αυτούς που μπαίνουν στο σωρό [..] φυτρώνω ελεύθερα μέσα σε κήπους εγκαταλελειμμένους».

 

Ο Φοίβος Δεληβοριάς, με δηλωμένη την αγάπη του για τον Μπρασένς αποτελεί κι αυτός έναν από τους νεότερους Έλληνες συγγενείς του. Δεν είναι μόνο το γεγονός οτι «Η γυναίκα του Πατώκου» κατάγεται -ως έμπνευση και όχι ως μετάφραση ή διασκευή- από το «Lafemmed' Hector» -«Η γυναίκα του Έκτορα» του Μπρασενς. Είναι τα τραγουδιστικά σενάρια που συμπυκνώνει μέσα στις συνθέσεις του με τη διαφορά οτι οι ήρωες των τραγουδιών του κινούνται μέσα στο αστικό περιβάλλον και είναι λιγότερο «φθαρμένοι» άνθρωποι. Ο ίδιος σε συνέντευξή του έχει δηλώσει και ταυτόχρονα περιγράψει θαυμάσια την κοινή τεχνοτροπία τους: «Θυμάμαι, όταν πήγα στον Χατζιδάκι πρώτη φορά τα τραγούδια μου, με ρώτησε αν γνώριζα τον Μπρασένς. Του απάντησα αρνητικά και μου είπε πως την επόμενη φορά που θα τον συναντούσα θα έπρεπε να έχω μάθει τα πάντα γι' αυτόν. Κι έτσι εν τέλει έγραψα τραγούδια πάνω στις αδεξιότητες του σώματός μου...[..]«Θέλω να πω ότι τα τραγούδια των τροβαδούρων δεν είναι για τραγουδιστές. Είναι ατσούμπαλα με τον τρόπο τους. Κινούνται σ' ένα χώρο που και μουσικά και στη φωνή κουτσαίνει κάπως. Οι ρυθμοί π.χ. του Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ δεν είναι όπως εκείνοι του Τσελεντάνο ή της Μίνα. Επομένως και να ήθελα να δώσω τραγούδια σ' έναν άλλο, θα πρόδιδα και αυτόν αλλά και τον εαυτό μου». [..] «Οι τραγουδοποιοί είναι οι ποιητές της κυριολεξίας. Δηλαδή αυτοί που ξεκινούν από τις πιο ταπεινές λέξεις. Ο Μπρασένς έλεγε πως ήξερε απ' έξω όλο τον Ουγκό και όλο τον Ζεράρ ντε Νερβάλ. Δεν έγραφε όμως έτσι. Εγραφε για έναν μπάτσο στη γειτονιά του που κυνηγούσε έναν κλέφτη, για μια βοσκοπούλα που βύζαινε το γατάκι. Οι τραγουδοποιοί είναι τ' ανίψια των ποιητών». (Πηγή εδώ)

 

Ο Χρήστος Θηβαίος αν και ιταλοθρεμμένος, χρωστά την πρώτη του μεγάλη επιτυχία με τους Συνήθεις Υπόπτους στον Μπρασένς και τον κοσμοτραγουδισμένο «Γορίλλα» του. Η τραγουδοποιία του Θηβαίου δεν θα έλεγα οτι παρουσιάζει τη θεματολογική και υφολογική συνάφεια -όπως των προαναφερθέντων- με τον Μπρασένς. Είναι πιο λυρική και ποιητική μολονότι διαθέτει μια αφηγηματική τεχνοτροπία και έναν έμμεσο κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό. Μεμονωμένα ασφαλώς τραγούδια του π.χ. από τους δίσκους του «Μόνο νερό στη ρίζα» και «Πέτρινοι κήποι» προσιδιάζουν με τις «αγωνίες» του Μπρασένς. Για την ιστορία να πούμε πως στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου (ΕΔΩ) υπάρχει υπογεγραμμένο από τον ίδιο ένα πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα στις πολλές απόπειρες μετάφρασης σε αρκετές γλώσσεις, του τραγουδιού «LeGorille», του Γάλλου τραγουδοποιού. Αντιγράφουμε εδώ μοναχά ένα μέρος του:

«Όπως θα δείτε, η μετάφραση του Θηβαίου παίρνει πολύ περισσότερες ελευθερίες απ’ ό,τι οι μεταφράσεις του Βαρβέρη και του Μπόγδη, και μάλιστα έχει λιγότερες στροφές από το πρωτότυπο. Πιο χαρακτηριστική διαφορά είναι ότι η τρίτη στροφή του Θηβαίου αντιστοιχεί στην τρίτη και στην τέταρτη στροφή του Μπρασένς των οποίων αποδίδει συμπυκνωμένο το περιεχόμενο. Το αίνιγμα εξηγείται επειδή, όπως φαίνεται, ο Θηβαίος δεν μετέφρασε κατευθείαν από τον Μπρασένς αλλά, ιταλοσπουδαγμένος καθώς είναι, χρησιμοποίησε σαν πρωτότυπο την ιταλική μετάφραση του Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ (βλ. παρακάτω) την οποία παρακολουθεί πιστά. Πράγματι, αν δείτε εδώ την ιταλική μετάφραση του ντε Αντρέ θα προσέξετε ότι και σ’ αυτή την απόδοση η τρίτη στροφή συμπυκνώνει το περιεχόμενο της τρίτης και της τέταρτης στροφής του γαλλικού. Επιπλέον, περιέχει ορισμένους στίχους που δεν υπάρχουν στον Μπρασένς και που τους πήρε ο Θηβαίος στη δική του μετάφραση, π.χ. το «που χρόνια τώρα τον είχε σκλάβο» του Θηβαίου δεν υπάρχει στον Μπρασένς αλλά υπάρχει στο “di cui ancora viveva schiavo” του ιταλικού τραγουδιού. Η εκδοχή του Θηβαίου, όπως ακούγεται στο δίσκο, έχει μία ακόμα στροφή λιγότερη από το πρωτότυπο· η έβδομη (από τις εννιά συνολικά) στροφή του γαλλικού λείπει από το δισκογραφημένο τραγούδι του Θηβαίου. Ωστόσο, σε ζωντανές εκτελέσεις ο Θηβαίος έχει τραγουδήσει κι αυτή τη στροφή.»


Ο Θόδωρος Αναστασίου, από το δισκογραφικό ξεκίνημά του το 1986 με το δίσκο «Ντεμοντέ», μέχρι σήμερα παρουσιάζει μια τραγουδοποιία η οποία, επίσης, θα λέγαμε, οτι είναι ως ένα βαθμό, συγγενική. Για αυτό και δεν είναι τυχαίο οτι το 1998 κυκλοφόρησε το δίσκο του «Μικρή ζωή» μέσα στο οποίο υπήρχε το τραγούδι «Οι μαλάκες» το οποίο είναι το ποίημα του Μπρασένς (μέρους του οποίου μελοποίησε και ο ίδιος ο δημιουργός του) «Le temps ne fait rien à l’affaire» σε πολύ επιτυχημένη προσαρμοσμένη μετάφραση και αυτόνομη μελοποίηση από τον Αναστασίου: Σαν είναι νέοι και σκάνε μύτη, από τις φάκες, από το σπίτι/ βρίζουν, καπνίζουν και βλαστημάνε, στα καφενεία κωλοβαράνε/ Φρέσκοι μαλάκες, νέοι κι ωραίοι, ζητάνε δόξα, γυρεύουν κλέη/ γέροι μαλάκες, ανοίξτε δρόμο, τώρα οι νέοι, έχουν το λόγο/ Όμως εγώ που ισορροπώ κι είμαι στη μέση/ έχω ένα μήνυμα λίγο σκληρό, που δεν θ’ αρέσει:/ Δεν παίζει ο χρόνος κανένα ρόλο, για τον μαλάκα που κάνει σόλο/ είτε 20άρης, είτε 80άρης, ένας μαλάκας είναι μαλάκας».

  


Ο Δημήτρης Μπόγδης, τέλος, που ζει μόνιμα στη Γαλλία έχει μεταφράσει επιτυχημένα σε ομοιοκαταληξία και ερμηνεύσει πολλά τραγούδια ως ερμηνευτής του Μπρασένς και σε δίσκο εκτός εμπορίου. Ο ίδιος μάλιστα υπήρξε εμπνευστής και οργανωτής του αφιερώματος προς τιμή του Μπρασένς που έγινε τον Οκτώβριο του 2006 στο δημαρχείο της 9ης συνοικίας στο Παρίσι.

Ασφαλώς όμως και οι Έλληνες «συγγενείς» του Μπρασενς δεν τελειώνουν εδώ. Πολλοί ακόμα τραγουδοποιοί, παλαιότεροι και νεότεροι, όπως οι Κατσιμιχαίοι, ο Γκαιφύλλιας, ο Μηλιώκας, ο Εμμανουηλίδης, ο Μπαλάφας, η Μαρκέλλου κ.ά. άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, άλλος πιο έντεχνα και άλλος λιγότερο επεξεργασμένα, άλλος με πιο ευφάνταστη θεματολογία και άλλος με πιο περιορισμένη και τέλος άλλος με στενότερη ή μη συνάφεια τέχνης-ζωής, διαθέτουν στα τραγούδια τους κάτι από την αφηγηματική τεχνοτροπία του Μπρασένς στο μέτρο, όπως είπαμε, του καθενός.

 

Στο χώρο του βιβλίου, τέλος, στα 1983, από τις εκδόσεις Ύψιλον, ο ποιητής και κριτικός θεάτρου, Γιάννης Βαρβέρης, είχε επιχειρήσει στο «Ο γορίλας και άλλα ποιήματα» να μεταφράσει τους στίχους του Μπρασένς χωρίζοντάς το σε δύο μέρη: έχοντας ως βάση τη μουσική του τραγουδοποιού και πιο ελεύθερα –πάντα όμως με ρίμα-. Η φιλόλογος Τούλα Καρώνη, επίσης, έχοντας ως οδηγό της τη διατριβή-λεξικό «PARLEZ-VOYSLEBRASSENS» του βέλγου δημοσιογράφου Jean-Louis Garitta Gabriel Garcia Marquez, Nobel Prize for Literature 1981 ( «Le Βorddel’ eau», 2007) κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δρόμων, το 2009 το βιβλίο «Ζορζ Μπρασενς, ο ποιητής τραγουδοποιός» στο οποίο εκτός από την ελεύθερη και σε αρκετά σημεία -προβληματική- μετάφραση/ απόδοση τριάντα πέντε πολύ γνωστών τραγουδιών του Μπρασένς, επιχειρεί συνοπτικά να περιγράψει και το έργο του παραθέτοντας τα βιογραφικά του στοιχεία και αναλύοντας σε ένα πρώτο βαθμό τα θέματα, τη γλώσσα, και τους ήρωες των τραγουδιών του. Μεταφρασμένα, τέλος, τραγούδια-ποιήματα του Μπρασένς μπορεί κανείς να βρει και σε μια προσεγμένη εργασία του Βασίλη Νόττα στο ιστολόγιό του «Το Ιστολογοφόρο» (από το οποίο αναδημοσιεύτηκαν στο παρόν άρθρο και ορισμένες από τις μεταφράσεις των στίχων που παρουσίαστηκαν εδώ, όπως και της Καρώνη) (ΕΔΩ)

 

Κλείνω με ένα απόσπασμα από το άρθρο της Αγγελικής Στουπάκη, δημοσιευμένο στην εφ. Καθημερινή, πριν τρία χρόνια, με αφορμή τα 90 χρόνια από τη γέννηση και τα 30 χρόνια από το θάνατο του Μπρασένς και τη διοργάνωση μιας μεγάλης έκθεσης προς τιμήν του στη Cite de la musique, στο Παρίσι, με τίτλο «Brassens ou la libert»:

«Τα μασημένα λόγια δεν έχουν γεύση», γράφει σε μια από τις σελίδες του «ημερολογίου» του, που παρουσιάζονται στην έκθεση, για να σημειώσει όμως παρακάτω: «Τα καλυμμένα λόγια, σαν τις ντυμένες γυναίκες, είναι πιο ερεθιστικά, όταν τα λες όλα είναι σα να μη λες τίποτα». Στο τετράδιο αυτό, είχε γράψει και ορισμένες σκέψεις για την εξέγερση του Μάη του '68. «Πώς μπορούν να υποθέτουν πως δεν είμαι σύμφωνος με τους φοιτητές και τους εργάτες; Ομως, να κάνω δημαγωγία και να βγω να το φωνάξω στους πέντε ανέμους, αυτό όχι». Η δημόσια έκφραση των πολιτικών του απόψεων ήταν εντελώς αταίριαστη με την ιδιοσυγκρασία του, ποτέ δεν αξιοποίησε τη δημοτικότητά του για να προβάλει άμεσα τις ιδεολογικές του προτιμήσεις.