Μέχρι πριν από λίγα χρόνια είχα βαρεθεί να βλέπω και ν’ ακούω αφιερώματα νέων ανθρώπων στο παλιό ελαφρό τραγούδι με μία μουσειακή ερμηνευτικά αντίληψη. Προσέγγιζαν το ρεπερτόριο αυτό «τενορίστικα» ή «σοπρανίστικα» μέσα από έναν άκαιρο λυρισμό και έναν ψευδεπίγραφο ρομαντισμό, καθιστώντας το παλαιότερο απ’ ό,τι είναι.

 

Από τη δεκαετία του 1930 και μετά οι καλλιτέχνες που υπηρέτησαν το ελληνικό ελαφρό τραγούδι το έκαναν με τέτοιο τρόπο ώστε να το φέρουν σε επαφή με όσο γίνεται περισσότερο κόσμο, πέρα από αυτόν που το παρακολουθούσε στις μεγάλες αίθουσες και στις παραστάσεις της επιθεώρησης ή της οπερέτας. Έτσι άρχισαν να τραγουδούν πιο απλά και φυσικά και λιγότερο επιτηδευμένα, ακολουθώντας πάντα τις μουσικές φόρμες και τη θεματολογία του συγκεκριμένου είδους.

 

Ωστόσο, σε μια μερίδα του κόσμου υπάρχει η εσφαλμένη εντύπωση ότι, επειδή το ελαφρό τραγούδι απευθύνεται περισσότερο σε ένα μεγαλύτερης ηλικίας κοινό, πρέπει να το παρουσιάζουμε με ανάλογο «παλιομοδίτικο» τρόπο. Λες και αυτοί οι καλλιτέχνες που το πρωτοερμήνευσαν ή το «ηλικιωμένο» κοινό που τους άκουγε δεν υπήρξαν κάποτε νέοι. Λες και δε γλέντησαν, δεν ερωτεύτηκαν, δε συγκινήθηκαν με τα τραγούδια αυτά στη νιότη τους.

 

Εδώ λοιπόν μπαίνει η αλήθεια του κάθε τραγουδιού και των συντελεστών του. Αν είχαν δηλαδή τη δύναμη να αφήσουν πίσω τους διαχρονικές δημιουργίες που να μη συγκινούν μόνο αυτούς που τις έζησαν, αλλά και αυτούς που, όχι μέσα από τις 78 ή τις 45 στροφές αλλά π.χ. μέσα από το διαδίκτυο πια, θα τις ανακαλύψουν.

 

Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια το σκηνικό δείχνει να αλλάζει και οι νεότεροι που είναι αποφασισμένοι να ψάξουν και να μελετήσουν με σοβαρότητα το ελαφρό τραγούδι δείχνουν να το κάνουν θεωρώντας το κομμάτι του ελληνικού τραγουδιού (παρά τις πολλές ξενόφερτες επιδράσεις του) και το εξετάζουν υπό το πρίσμα της εποχής του μεν, απογυμνωμένο όμως από τα αναγκαία για τότε ερμηνευτικά «φτιασίδια» του. Αυτό ισχύει και για πολλούς ερμηνευτές που είναι εκείνοι που θα κληθούν να «περάσουν» το παλιότερο τραγούδι – και όχι μόνο το ελαφρό – στις επόμενες γενιές. Ένας από αυτούς είναι και ο Δώρος Δημοσθένους.

 

Έχω δει αρκετές φορές τον Δώρο Δημοσθένους στη σκηνή, συνήθως όμως ως καλεσμένο ή ως συμμετέχοντα σε συναυλίες με άλλους καλλιτέχνες. Δε θυμάμαι να τον έχω δει τα τελευταία χρόνια σε δική του παράσταση. Λίγες βδομάδες πριν το Πάσχα τον είδα στον «Ιανό» σε μια βραδιά αποκλειστικά με παλιά τραγούδια, ελληνικά και ξένα, τα περισσότερα από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Μέσα στη γενική μόδα (?) του swingείναι αρκετά τα νέα παιδιά που πλησιάζουν αυτό το «άκαυτο» και εύκολο προς jazzyδιασκευές ρεπερτόριο. Ο Δώρος Δημοσθένους, με τους συνεργάτες του, συνδύασε πολύ όμορφα κάποια τραγούδια που «σφράγισαν» με τη φωνή τους ο Elvis Presley, ο Perry Como ή ο Τώνης Μαρούδας (σε μελωδίες κυρίως του Γιώργου Μουζάκη), με αναφορές στον Μάνο Χατζιδάκι, στον Λουκιανό Κηλαηδόνη, στους Beatles, αλλά και στο σμυρνέικο τραγούδι, ενταγμένο φυσικά στο μουσικό πνεύμα των υπολοίπων.

 

Στην παράσταση αυτή ο Δώρος Δημοσθένους ήταν ένας γνήσιος διασκεδαστής. Εξωστρεφής και επικοινωνιακός, αλλά και χαμηλών τόνων εκεί που έπρεπε. Ένας αυθεντικός croonerπου, πέρα από την καλή φωνή, διαθέτει και τη γνώση του να καταλαβαίνει τι τραγουδάει και να το μεταδίδει με τον κατάλληλο τρόπο στο κοινό του. Δεν είναι τυχαίες οι συνεργασίες του όλα αυτά τα χρόνια δίπλα σε μεγάλους συνθέτες ή σε σημαντικούς τραγουδιστές, δοκιμάζοντας πολλές φορές εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους ακούσματα. Αυτό άλλωστε αποτυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο και στις επιλογές του προσωπικού του δίσκου “One for the road”.

 

Μια βδομάδα αργότερα, στον ίδιο χώρο, ο Δώρος Δημοσθένους συμμετείχε σε μουσική παράσταση αφιερωμένη στη συνεργασία του Μίκη Θεοδωράκη με τον Μάνο Ελευθερίου. Εδώ ίσως «κουμπώνει» αυτό που λέγαμε λίγο παραπάνω. Οι νεότεροι καλλιτέχνες που είναι φωνητικά ευέλικτοι και αποκτούν εμπειρία με τα χρόνια υπηρετώντας διαφορετικά μουσικά είδη είναι ίσως οι καλύτεροι φορείς του χθες στο σήμερα. Αρκεί φυσικά να μην είναι αποκομμένοι από τη σημερινή μουσική πραγματικότητα και να μην κάνουν εκπτώσεις υποτιμώντας το τραγούδι. Δεν είναι απλό πράγμα η επανεκτέλεση. Δεν είναι εύκολο να περάσεις τη δική σου άποψη πάνω σε ένα σταμπαρισμένο από το χρόνο και από την ιστορία τραγούδι. Ο φόβος από τη μια ή η υπεροψία από την άλλη δεν είναι οι ιδανικοί τρόποι προσέγγισης. Η γνώση των συνθηκών ή της εποχής που το «γέννησαν» και η αναζήτηση της ουσίας του κάθε τραγουδιού δείχνουν να είναι οι πιο ασφαλείς δρόμοι που θα γεφυρώσουν το τότε με το τώρα.

 

Καταλαβαίνω ότι οι περισσότεροι τραγουδιστές θέλουν να αφήσουν το στίγμα τους στο χώρο της μουσικής με καινούργια σημαντικά τραγούδια που γράφτηκαν για τη φωνή τους ή που είχαν την τύχη να τα ερμηνεύσουν πρώτοι, παρά με επανεκτελέσεις. Καμία αντίρρηση. Το ένα όμως δεν αποκλείει το άλλο. Είναι πολύ ωραίο να αφήνεις ιστορία πίσω σου. Εξίσου ωραίο όμως είναι και να μεταλαμπαδεύεις αυτή που βρήκες.