Η «Ταράτσα του Φοίβου» είναι ένας ζωντανός οργανισμός που για δεύτερη χρονιά στο Γκάζι, δρα ως μια παράσταση η οποία προσπαθεί να αποτελέσει λαϊκό θέαμα μέσω ενός συγκερασμού των τεχνών, των εποχών και των γενεών. Μην έχοντας παρακολουθήσει τις περσινές παραστάσεις ώστε να μπορώ να δω την εξέλιξη αυτής της πρότασης, θα σταθώ στο πρόγραμμα του προηγούμενου διημέρου στο οποίο προσκεκλημένες ήταν η Μαργαρίτα Ζορμπαλά και η Μαρία Παπαγεωργίου και στο stand up comedy ο Θωμάς Ζάμπρας.

Το σκηνικό εφέτος παραπέμπει σε ένα κινηματογραφικό πλατό με τις ανάλογες λαμπερές πινακίδες Neon, το οποίο όμως δεν εμφανίζει κάποιον λειτουργικό ρόλο στην παράσταση, πέραν της αρχικής  παρουσίασης των συνεργατών- μουσικών από τον  Φοίβο Δεληβοριά με τις  αναγωγές τους σε κινηματογραφικά πρόσωπα και ταινίες.  Μέσω δηλαδή αυτών των σύντομων ιστοριών που ξέρει να πλάθει περίτεχνα ο Δεληβοριάς δημιουργώντας μια δική του πραγματικότητα στην οποία τα πρόσωπα και τα γεγονότα του παρελθόντος συμπλέκονται με το σήμερα και όλοι μαζί αποτελούν έναν άχρονο θίασο. 

 

Υποκειμενικά -και λανθασμένα- περίμενα/θα ήθελα  να δω αυτή τη συνθήκη υλοποιημένη κατά ένα δεληβοριακό τρόπο και στο βασικό -σταθερό corpus της παράστασης- αξιοποιώντας το τάλαντο και τη διαφορετικότητα των συνεργατών του προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, στα πρότυπα ίσως μιας  προσαρμοσμένης σύγχρονης «Commedia dell’arte», όπου θα είχε ένα βασικό σενάριο,  ρόλους, αυτοσχεδιασμούς, οπτικά κόλπα, επίκαιρη σάτιρα κτλ. παράλληλα με το τραγούδι.

 

Αυτό όμως που λαμβάνει χώρα στην Ταράτσα,  παραπέμπει –όπως εξαρχής είχε ανακοινωθεί ως στόχος- σε έναν καλλιτεχνικό όμιλο όπου λειτουργεί στη συνθήκη των παλαιών Αναψυκτηρίων. Ένα ασπόνδυλο μουσικοθεατρικό θέαμα που ενεργοποιεί τους μηχανισμούς παραγωγής γέλιου μέσω στυλιζαρισμένων τρόπων, όπως της μίμησης προσώπων από τον χώρο του εμπορικού τραγουδιού περασμένων δεκαετιών από τον  Θανάση Αλευρά, σε μια προσπάθεια, παράλληλα με το κείμενο,  σατιρικής στηλίτευσης της εποχής στεκόμενος όμως σε ένα πρώτο επιφανειακό στάδιο.

 
Αντίθετα το νούμερο του «Ηπειρώτη» -από την παράσταση «Ήρωες»- που επαναφέρει ο Αλευράς, μολονότι δεν έχει την πρωτοτυπία που ίσως θα χρειαζόταν στο πλαίσιο μιας νέας παράστασης, διαθέτει το βάθος και τον προβληματισμό του κειμένου σε συνδυασμό με την εξαιρετική σκηνική απόδοση, ώστε να λειτουργήσει ως μια προέκταση της ψυχαγωγίας και όχι μόνο διασκεδαστικά, όπως έκαναν οι διασκευές με ελληνικό στίχο διάσημων ξένων τραγουδιών (π.χ, «Sex bomb», «Macarena», «"Eye Of The Tiger»).
 
Μια αντίστοιχη ουσιαστική κριτική με το μανδύα της σάτιρας και όχι απλή παρωδία, επιτυγχάνεται με την εμφάνισή του Αλευρά ως Νότης Σφακιανάκης όπου τα μηνύματα φεύγουν προς πάσα κατεύθυνση έχοντας ως μέσο το σχόλιο εκ των ενόντων, δηλαδή, το ίδιο το τραγούδι.
Το ανάλογο  συμβαίνει και με τις μιμήσεις του Δεληβοριά (και του Αλευρά) σε πρόσωπα του ελληνικού τραγουδιού όπου ο αυτοσαρκασμός και ο σαρκασμός του γίνονται μέσο δημόσιας ελευθερόστομης αυτοκριτικής και κριτικής όχι κουνώντας κάποιο δάκτυλο, αλλά με ένα ευφυές περιπαικτικό τρόπο που σέβεται αλλά δεν χαρίζεται, όπως η αληθινή σάτιρα όταν ευδοκιμεί σε ουσιαστικές επιθεωρησιακές συνθήκες.
 
Η παρουσία του βουβού ταχυδακτυλουργού Alex de Paris λειτούργησε ως ένα ακόμα κομμάτι αυτού του θεάματος χωρίς αξιομνημόνευτες όμως στιγμές όπως και ο ταλαντούχος πλην ακόμα αδούλευτος νέος stand up κωμικός Θωμάς Ζάμπρας. Η Νεφέλη Φασουλή από την άλλη πλευρά σε όλες τις στιγμές διέθετε ως φωνή και σκηνική παρουσία αυτά ακριβώς που χρειάζονταν οι ρόλοι της.
 
Ο Φοίβος Δεληβοριάς στα λίγα δικά του τραγούδια ήταν περισσότερο συγκρατημένος από ό,τι στις προσωπικές του παραστάσεις, -έτσι κι αλλιώς δεν ήταν αυτός ο στόχος- ως άλλος όμως «κομπέρ» αυτής της βραδιάς υπήρξε όπως πάντα ευγενής, στιβαρός και προπάντων χωρίς ίχνος πρωταγωνιστή. Περισσότερο δε, θα έλεγα, φάνηκε να απολαμβάνει ως παρατηρητής αυτής της παράστασης το όνειρο- όραμά του να υλοποιείται. Έτσι και αλλιώς άτυπα και τυπικά αποτελεί σήμερα ένα από τους πιο ενεργητικούς κρίκους της αλυσίδας που λέγεται ελληνικό τραγούδι.  
 
Οι δυο προσκεκλημένες του διημέρου ήταν δυο διαφορετικών εποχών έχοντας όμως μια κοινή αισθητική. Αυτή της συγκίνησης. Η ιδέα της συνύπαρξης της ακριβοθώρητης Μαργαρίτας Ζορμπαλά με την ανερχόμενη Μαρία Παπαγεωργίου ανήκει φυσικά στον Δεληβοριά.
Η Ζορμπαλά εμφανίστηκε στην αθηναϊκή σκηνή μετά την πολύχρονη απουσία της με όλη αυτή την αισθαντικότητα, τη θεατρικότητα και τον ερωτισμό που τη χαρακτηρίζουν σε αναλλοίωτο βαθμό. Είναι ευχής έργον να βλέπουν οι νεότεροι ακροατές και καλλιτέχνες, τον τρόπο που μια προγενέστερη με θητεία σε μεγάλους συνθέτες διαχειρίζεται τη φωνή, τις συλλαβές, τις κινήσεις της, τον τρόπο που αιχμαλωτίζει το κοινό μέσω μιας φυσικής απλότητας και ταυτόχρονα δουλεμένης τεχνικής. Η Μαρία Παπαγεωργίου, από τις σημαντικότερες σύγχρονες καλλιτέχνιδες, χτίζει την παρουσία της χρονιά τη χρονιά (και όχι post to post...) διαθέτοντας την αύρα ενός καλλιτεχνικού αερικού και μια φωνή με προσωπικότητα. 
 
Συνοψίζοντας, η «Ταράτσα του Φοίβου» φέρνει ξανά στο προσκήνιο την έννοια του μπουλουκιού -προπάντων πάνω και πίσω από τη σκηνή- ενοποιώντας και (αλληλο)γνωρίζοντας διαφορετικούς καλλιτέχνες σε μια άκρως διαχωριστική και διασπαστική εποχή.
 
Κι αυτή κατά τη γνώμη μου θα είναι και η βασικότερη μελλοντική της παρακαταθήκη.