Το μουσικοθεατρικό έργο «Διδυμάνες» για το οποίο η Δήμητρα Τρυπάνη δεν σύνθεσε απλά τη μουσική αλλά και δημιούργησε το concept του είχε ήδη από την σύλληψη του έναν πολύ ισχυρό εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Έτσι παρουσιάστηκε καταρχήν στο Φεστιβάλ Παξών το ’16 και την επόμενη χρονιά στην Κέρκυρα από φωνητικό και ενόργανο σύνολο του τμήματος μουσικών σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, στο οποίο η Δήμητρα Τρυπάνη διδάσκει σύνθεση. Έτσι παρουσιάστηκε για τρίτη φορά στην Αθήνα, ενταγμένο μάλιστα στις εκπαιδευτικές εκδηλώσεις της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, με ελεύθερη είσοδο.
Έναυσμα για το «Διδυμάνες» είναι η αληθινή ιστορία δύο γυναικών που συνέβη στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα στο χωριό Μαγαζιά των Παξών. Δεν θα υπεισέλθω στις λεπτομέρειες της αλλά θα πω μόνον ότι στο επίκεντρο της βρίσκεται το ότι πάνω ακόμα και από τα τραυματισμένα και ματαιωμένα συναισθήματα ή και τον πόνο βρίσκεται η ίδια η ανθρωπιά και ό,τι πηγάζει από αυτήν που, σε συνδυασμό με την κοινή λογική, μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να επουλώσουν τις πληγές τους και να συνεχίσουν με ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.
Την θεατρική προσαρμογή του διηγήματος του Σπύρου Μπογδάνου που καταγράφει αυτή την ιστορία έκανε η Φάιη Λύχνου, πρόεδρος των Φίλων Των Παξών, μιας μη κερδοσκοπικής εταιρείας, η οποία από το ’15 έχει αναλάβει την παραγωγή του Φεστιβάλ Παξών και γενικότερα των πολιτιστικών δρώμενων στον πανέμορφο νησί του βορείου Ιονίου. Πάνω στο κείμενο της δόμησε η Δήμητρα Τρυπάνη το «Διδυμάνες» που, παρά τον καταρχήν εκπαιδευτικό σκοπό του, προσφέρει πολλά και στον ενήλικο θεατή και επέχει μια διαφορετική μεν αλλά και σημαντική θέση στην εργογραφία της δημιουργού.
Με την εξαίρεση των καθαρά αφηγηματικών μερών μίας ερασιτέχνιδας ηθοποιού και εναλλάξ τεσσάρων εκ των γυναικείων μελών του – καθήμενου όπως άλλωστε και οι ηθοποιοί - φωνητικού συνόλου (που υποδύονται αντίστοιχα την μεγαλύτερη σε ηλικία και την νεότερη από τις ηρωίδες της ιστορίας) τον κεντρικό ρόλο αναμφίβολα έχει το πολυμελές φωνητικό σύνολο στην ολότητα του. Λειτουργεί ως χορός αρχαίας τραγωδίας, σχολιάζοντας δηλαδή την αφήγηση αλλά μερικές φορές μετέχει και εκείνο σε αυτή, γίνεται τμήμα της. Η Δήμητρα Τρυπάνη το αξιοποιεί τόσο με την μορφή του τραγουδιού όσο και, αν και ομολογουμένως λιγότερο, με αυτή της απαγγελίας.
Στην δεύτερη περίπτωση η εκφορά του λόγου διατρέχει μια πολύ μεγάλη γκάμα, από ψιθύρους – κάποιες στιγμές μάλιστα σε διαφορετικές τονικότητες και χρόνους – μέχρι σύντομες κραυγές. Πολύ περισσότερο όμως φυσικά ενδιαφέρον παρουσιάζει το χορωδιακό σκέλος το οποίο άλλωστε αποτελεί και το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας του έργου. Η συνθέτιδα χρησιμοποιεί σε αυτό με δημιουργικό και σε μερικές στιγμές άκρως ευρηματικό τρόπο ένα ευρύτατο φάσμα της πολυφωνικής μουσικής παράδοσης. Στο μεγαλύτερο μέρος του αυτό προέρχεται από την ανάλογη της βορείου Ελλάδας, της Ηπείρου μα και της Μακεδονίας αλλά φυσικά και από εκείνη των Επτανήσων ενώ, διαμέσου της τελευταίας, η Δ. Τρυπάνη δεν διστάζει να ενσωματώσει και πολλά στοιχεία της δυτικής μουσικής, από την κλασική αλλά ακόμα και την προ-Αναγεννησιακή περίοδο της και τέλος σε κάποια σημεία εντοπίζονται ίχνη της προσωδιακής εκφοράς και μετρικής των χορικών των τραγωδιών (αξίζει να θυμηθούμε εδώ ότι η συνθέτιδα είναι επίσης και φιλόλογος άρα κατέχει το τελευταίο πεδίο και από την γλωσσική πλευρά του). Όλα αυτά με περίτεχνες αρμονίες καθώς η ταυτοφωνία αποτελεί την εξαίρεση και όχι ως είθισται τον κανόνα της γραφής του έργου.
Την υποκριτική και φωνητική ερμηνεία σε ορισμένα σημεία συνοδεύουν χτυπήματα των ποδιών, των χεριών αλλά και η χρήση του υπολοίπου σώματος των μελών του συνόλου ως κρουστού οργάνου, πρακτική η οποία προσδίδει υλική βιοματικότητα στα δρώμενα. Η με σοφή αίσθηση του μέτρου – όχι του μουσικού! – και σχεδόν τελετουργική χρήση των αληθινών κρουστών προσθέτει δραματικότητα. Τέλος τα πολύ σύντομα ιντερμέδια του εξαμελούς πλην κρουστών ενόργανου συνόλου (τέσσερα βιολιά, βιολοντσέλο και τσέμπαλο που οι εκτελεστές τους είναι επίσης και μέλη του φωνητικού συνόλου) υπογραμμίζουν την ένταση στις κορυφαίες στιγμές της αφήγησης και ταυτόχρονα την εκτονώνουν με ιδανικό τρόπο λειτουργώντας ως «γέφυρες» μεταξύ των φωνητικών μερών.
Από τον τίτλο του ήδη είναι φανερό ότι το «Διδυμάνες» είναι καθαρά γυναικείο έργο. Είναι η ιστορία δύο γυναικών γραμμένη για την περίσταση από επίσης γυναίκα, δομημένη σε δρώμενο από μιαν άλλη και με την πλειοψηφία των μελών του συνόλου να είναι γυναίκες (υποθέτω ότι οι λίγοι άνδρες υπάρχουν μόνο για λόγους ηχοχρωματικού πλούτου) και ως εκ τούτου δεν είναι παράξενο ότι αρκετές από τις γυναίκες που βρίσκονταν στο κοινό έδειχναν ουκ ολίγον συγκινημένες μετά το τέλος της παράστασης. Ελάχιστοι εκλεκτοί δημιουργοί όμως καταφέρνουν πάντα να εμβαθύνουν στην φιλοσοφική σημασία των θεμάτων τους, ακόμα δηλαδή και όταν εκκινούν από ένα δευτερογενές στοιχείο της ανθρώπινης φύσης - όπως το φύλο σε αυτήν την περίπτωση - να επικεντρώνονται εντέλει στην ίδια και μόνον και άρα να απευθύνονται δυνητικά σε όλους τους ανθρώπους μην αποκλείοντας κανέναν.
Η Δήμητρα Τρυπάνη έχει ήδη αποδείξει ότι είναι μία από αυτούς και είμαι σίγουρος ότι θα το κάνει και πολλές ακόμα φορές στο μέλλον.