Αυτό που ακούσαμε στην sold out παράσταση δεν ήταν φυσικά η σύνοψη της σημερινής jazz στην ολότητα της αλλά σίγουρα ενός πολύ μεγάλου μέρους της. Δεν ήταν μάλιστα καθόλου ευτυχής συγκυρία αλλά αντίθετα απολύτως αναμενόμενο ότι η σύνοψη αυτή ήταν η άριστη δυνατή, σε κορυφαίο επίπεδο όχι μόνον αισθητικής αλλά και ουσίας. Δεν ήταν συγκυρία γιατί ο σαρανταεπτάχρονος Αμερικανός Brad Mehldau θεωρείται αντίστοιχα από πάρα πολλούς ο κορυφαίος jazz πιανίστας σήμερα. Ακόμα όμως και αν αυτός ο χαρακτηρισμός ς είναι υπερβολικός το τεράστιο όχι μόνο ταλέντο αλλά και μέγεθος του τον τοποθετούν αυτόματα ανάμεσα στους τρεις καλύτερους jazz εκτελεστές του οργάνου του αλλά και τον καθιστούν έναν από τους εκλεκτότερους και πλέον σημαντικούς μουσικούς του ιδιώματος στην εποχή μας!

 

 

Brad Mehldau σημαίνει κάποιος που εισήχθη με υποτροφία στην κυριολεκτικά Μεγάλη Της Jazz Σχολή, το Berklee College της Βοστόνης αλλά δεν αρκέστηκε σε αυτό το επίζηλο από τους jazz μουσικούς όλων των εθνικοτήτων πτυχίο μα συνέχισε με σπουδές σύγχρονης μουσικής στη Νέα Υόρκη. Έναν μουσικό που όχι απλά διασκευάζει αλλά στην κυριολεξία μετασχηματίζει σε jazz με την μεγαλύτερη ευκολία του κόσμου οτιδήποτε του τραβήξει την προσοχή και του αρέσει έστω και λίγο, από σχεδόν όλη την ιστορία του rock, από τους Beatles και γενικότερα την δεκαετία του ’60 μέχρι τους... Radiohead αλλά ακόμα και κάποια αξιοπρεπή σύγχρονα pop hits.

 

 

Αν όμως για οποιονδήποτε άλλο οι πάρα πολλές αυτές διασκευές θα ήταν αρκετές για να αποτελέσουν το σύνολο του ρεπερτορίου του εκείνος με την ίδια ακριβώς ευκολία συνθέτει εξίσου πολλά δικά του κομμάτια. Αυτά, εκτός φυσικά από τις jazz καταβολές του, περιλαμβάνουν απολύτως αφομοιωμένα στοιχεία όχι μόνον από το rock και την ποπ που τόσο αγαπά αλλά ακόμα και επιλεγμένα από την κλασική μουσική. Τέλος, αν και είναι περιζήτητος ως συνεργάτης και έχει συμπράξει με ουκ ολίγα από τα σπουδαιότερα ονόματα της jazz του καιρού μας, στην προσωπική δουλειά του, δισκογραφικά και στις ζωντανές εμφανίσεις, αυτό που προτιμά και τον εκφράζει πάνω από όλα είναι ένα από πλέον κλασικά σχήματα της jazz, το πιάνο τρίο. Πάντα στην αυθεντική εκδοχή του, ποτέ δίχως τον ελάχιστο συμβιβασμό έστω ενός τέταρτου οργάνου ή πολύ περισσότερο φωνής καθώς η φόρμα του ακόμα και jazz τραγουδιού είναι κάτι πολύ διαφορετικό και από εκείνο που κάνει ο ίδιος.

 

 

Με το σταθερό εδώ και πολλά χρόνια τρίο του ήρθε βέβαια και στη ΣΙΩ για να μας παίξουν μερικά κομμάτια από τους πρόσφατους δίσκους τους συν δύο – τρία νέα και ακυκλοφόρητα. Από την στιγμή που κάθεται μπροστά στο πιάνο είναι φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με κάποιον που η μουσική στην κυριολεξία ρέει από μέσα του, από τα βάθη του είναι του μέχρι τις άκρες των δακτύλων του οι οποίες απλά δίνουν σχήμα και ήχο σε κάτι άυλο μεν που όμως ήδη υπάρχει. Απόλυτα πιστός στην θεωρία του ότι στην jazz σύνθεση και αυτοσχεδιασμός είναι οι δύο όψεις του αυτού νομίσματος και, αφού φυσικά κατακτήσει την απαραίτητη τεχνική, το ταλέντο του μουσικού φαίνεται από το ποιο από τα δύο θα αφήσει να κυριαρχεί και σε ποιο ποσοστό σε κάθε περίπτωση και δεδομένη στιγμή. Θεωρία την οποία εφαρμόζει συνεχώς και απαρέγκλιτα, συγκριτικά μάλιστα σολάροντας ο ίδιος λιγότερο από τους υπόλοιπους. Μελωδικός στο απόλυτο έπακρο, όχι μόνο μένοντας συνεχώς εντός των ορίων της τονικότητας αλλά και δίχως ούτε καν να αγγίξει κάποια από τις μεθόδους, πόσο μάλλον την τεχνοτροπία της free jazz και μη ξεφεύγοντας από την βασική μελωδία κάθε κομματιού ακόμα και στα πλέον οριακά σόλο του.

 

 

Ψυχή τε και σώματι τμήμα της παράδοσης της jazz, παραδοσιακός όσο δεν πάει αλλά την ίδια στιγμή και συνεχώς τολμηρός ανανεωτής ο Brad Mehldau παίζει με έναν πολύ παράξενο τρόπο, ακόμα και ως προς την στάση του σώματος του. Ελάχιστες φορές είναι στραμμένος προς το κλαβιέ, τις περισσότερες φορές το μπροστινό μέρος του σώματος του σχηματίζει γωνία με αυτό με το πρόσωπο του συνήθως σκυμμένο λίγο ή και κατεβασμένο πολύ χαμηλά. Το πιο παράδοξο από όλα είναι τα μάτια του, σχεδόν μονίμως κλειστά, ελάχιστες στιγμές κοιτάζοντας τους άλλους μουσικούς ή ακόμα και το κλαβιέ του, έτσι ώστε να μπορεί να βλέπει κάτι που βρίσκεται πάρα πολύ μακριά – ή μήπως τόσο πολύ βαθιά εντός του; - και μόνον εκείνος και κανείς άλλος στον κόσμο δεν μπορεί να διακρίνει.

 

 

 

Μαζί του δύο υπερ-μουσικοί, το μοναδικό είδος που μπορεί όχι απλά να σταθεί αλλά να πλαισιώσει αληθινά έναν leader του αναστήματος του. Ο κοντραμπασίστας Larry Grenadier, άλλοτε κοφτός και αιχμηρός και άλλοτε μελωδικότατος αλλά και στις δύο περιπτώσεις όπως και όσο χρειάζεται και με μια σχεδόν υπερβατική ακρίβεια. Με συνεχή, ακόμα και όταν σολάρει, συνείδηση της διπλής διάστασης του οργάνου του, να συμβάλλει στον ρυθμό και ταυτόχρονα να συνδέει άρρηκτα το μοναδικό μελωδικό όργανο, το πιάνο, με την πηγή του πρώτου, τα ντραμς.

 

 

 

Την παράσταση όμως σαφώς κλέβει από τον εξαίρετο Grenadier ο Jeff Ballard, ίσως ο πιο... μελωδικός ντράμερ που έχω ακούσει ποτέ! Η παραδοξολογία αυτή έχει και με το παραπάνω νόημα σε αυτή την περίπτωση καθώς ο Ballard, δίχως να παύει ούτε στιγμή να κρατάει με υποδειγματική τελειότητα τον ρυθμό, προσθέτει τόσες πολλές ηχοχρωματικές λεπτομέρειες στην μουσική του τρίο ώστε ο ρόλος του να υπερβαίνει τον ενορχηστρωτικό και να μετέχει πλέον στην δομή των κομματιών. Παράλληλα όμως ορισμένα από τα σόλο του έδειξαν ότι διαθέτει όλο τον δυναμισμό αλλά και το πάθος του αείμνηστου Art Blakey, για να αναφέρω έναν μόνον από τους μέγιστους ντράμερ της jazz.

 

 

 

Καταλήγοντας θα επιστρέψω σε αυτό που έγραψα στην αρχή, όχι, αυτό δεν ήταν το σύνολο της jazz του σήμερα. Ηταν η λευκή σχολή της όπως την ίδρυσε ο μέγας Dave Brubeck, ταυτόχρονα σχεδόν με το ρεύμα της cool jazz στην δεκαετία του ’50, από έναν αριστούχο απόφοιτο του Berklee και ταυτόχρονα βαθύ γνώστη όλης της παράδοσης της κλασικής μουσικής. Αυτός όμως ο ακαδημαϊκών καταβολών μουσικός (και οι δύο ισάξιοι του, από πλευράς δεξιοτεχνίας τουλάχιστον, συνοδοιπόροι του) συμβαίνει και να γνωρίζει όλη την Ιστορία της jazz, με τόση πληρότητα ώστε – με την απόλυτη κυριολεξία της φράσης! – να την παίζει στα δάκτυλα του. Το αποτέλεσμα λοιπόν δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο από μιαν από τις τρεις – τέσσερις καλύτερες jazz συναυλίες που έχω παρακολουθήσει ποτέ!