Οι KGD που προστέθηκαν ως support λίγες ημέρες πριν από τη συναυλία είναι ένα βρετανικό δίδυμο μιας σαξοφωνίστριας και ενός κιθαρίστα (και οι δύο επίσης κάνουν φωνητικά παρά τραγουδούν με την τυπική έννοια) που κινούνται σε ένα ευρύτατο πεδίο το οποίο ξεκινά από τον απολύτως ελεύθερο αυτοσχεδιασμό με τα όργανα τους και φτάνει μέχρι αποκλειστικά ηλεκτρονικά drones. Ενδιαφέρουσα περίπτωση μεν αλλά όχι περισσότερο από δεκάδες ανάλογες που υπάρχουν στην σύγχρονη πειραματική σκηνή.
Ποιοι είναι τώρα αυτοί οι Godspeed You! Black Emperor που κατάφεραν σχεδόν να γεμίσουν ένα club χωρητικότητας τριών χιλιάδων τριακοσίων (!) ατόμων και το οποίο – το αναφέρω ως μέτρο σύγκρισης – η μόνη από την εγχώρια σκηνή που μπορεί να καλύψει άνετα είναι η Νατάσσα Μποφίλιου που εμφανίζεται εκεί; Για τους μη γνωρίζοντες η υπόθεση Godspeed You! Black Emperor μπορεί να συνοψιστεί στο ότι τα πάντα σε σχέση με αυτή την – πολύ περισσότερο από συγκρότημα με την συνηθισμένη έννοια του όρου - καναδική δημιουργική κολεκτίβα είναι μοναδικά ήδη από τον σχηματισμό της στο Κεμπέκ το 1994. Η αρχική σύνθεση τους ήταν συνεχώς μεταβλητή μέχρι που κατέληξαν να έχουν όλα τα βασικά όργανα μιας rock μπάντας...εις διπλούν, δηλαδή δύο ντράμερ, δύο μπασίστες – που ο ένας παίζει επίσης κοντραμπάσο - και τρεις (!) στην πρώτη φάση τους κιθαρίστες που όμως μετά την αποχώρηση ενός απέμειναν και αυτοί δύο και τέλος δύο έγχορδα, βιολί και βιολοντσέλο. Αυτή η οκταμελής σύνθεση παραμένει σταθερή μέχρι σήμερα, με μόνη εξαίρεση την αλλαγή ενός από τους ντράμερ ενώ ισότιμα με τους μουσικούς μέλη της κολεκτίβας θεωρούνται και οι δημιουργοί βίντεο οι οποίοι κατά καιρούς συνεργάζονται μαζί τους.
Το δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό των GYBE είναι ότι εξαρχής έκαναν αποκλειστικά instrumental μουσική και δεν μπήκαν ούτε μια φορά στον πειρασμό όχι να γράψουν τραγούδι αλλά ούτε καν να προσθέσουν φωνητικά. Έτσι ήταν ο τρεις δίσκοι που κυκλοφόρησαν από το ’97 μέχρι και το ’02 στην δική τους εντελώς ανεξάρτητη εταιρεία και ενώ όλα τα μέλη τους, καθένα μόνο του ή σε διάφορους συνδυασμούς μεταξύ τους, συμμετείχαν σε ουκ ολίγα άλλα γκρουπ της περισσότερο ή λιγότερο πειραματικής καναδικής σκηνής. Να προσθέσω τέλος για να γίνει ακόμα πιο κατανοητό τι εννοώ «μοναδικότητα» ότι δεν έχουν δώσει ποτέ συνέντευξη και ότι είναι διαθέσιμη μία και μοναδική promo φωτογραφία τους, η ίδια από το ξεκίνημα τους μέχρι σήμερα.
Μετά από όλα αυτά δεν είναι άθολου παράξενο ότι ένα χρόνο μετά τον τρίτο δίσκο τους, το ’03, χωρίς ποτέ να ανακοινώσουν ότι διαλύονται απλά διέκοψαν τις δραστηριότητες τους και αφοσιώθηκαν στα άλλα projects τους. Ούτε αντίστοιχα ότι, το ίδιο ξαφνικά, το ’10 επανήλθαν στις ζωντανές εμφανίσεις και ένα χρόνο αργότερα ανακοίνωσαν ότι εργάζονταν πάνω σε νέο υλικό. Αυτή ήταν και η αρχή της δεύτερης περιόδου τους που συνεχίζεται μέχρι σήμερα και στην διάρκεια της οποίας κυκλοφόρησαν άλλα τρία albums με πιο πρόσφατο το περυσινό «Luciferian Towers». Είναι αρκετοί έξι δίσκοι σε μια διαδρομή αισίως είκοσι τεσσάρων χρόνων – έστω και με ένα ενδιάμεσο επταετές διάλειμμα – για να δικαιολογήσει όχι απλά την φήμη αλλά το κυριολεκτικά cult status οποιουδήποτε ονόματος; Οχι φυσικά, δεν είναι και ο λόγος για το ότι οι GYBE το διαθέτουν δεν είναι οι προαναφερθείσες ιδιορρυθμίες τους αλλά το ότι πολύ απλά δημιούργησαν, στην κυριολεξία με τα χέρια τους και από το πουθενά, ένα νέο ιδίωμα. Το ιδίωμα αυτό που έχει επηρεάσει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τις μέχρι τώρα εξελίξεις στην μουσική του εικοστού πρώτου αιώνα δεν είναι άλλο από το pos rock.
Καθώς στο ξεκίνημα της δεύτερης περιόδου τους είχαν πραγματοποιήσει δύο σχεδόν θρυλικές συνεχόμενες συναυλίες στην Αθήνα (στο «Gagarin 205» τον Δεκέμβριο του ’10) ήταν φυσικό τόσο όσοι τις είχαν παρακολουθήσει όσο και οι πολύ περισσότεροι νεότεροι που τους ακούν να μιλούν με δέος για αυτές τόσα χρόνια μετά να συρρεύσουν στην δεύτερη επίσκεψη τους στην χώρα μας και αυτό ακριβώς συνέβη. Τι είδαν και κυρίως βέβαια τι άκουσαν όλοι αυτοί;
Τίποτα περισσότερο από ό,τι - πολύ περισσότερο από το να κάνουν – ήταν, είναι και θα είναι για όσο ακόμα το επιθυμούν οι GYBE Με σημείο εκκίνησης τις «κιθαριστικές συμφωνίες» του Glenn Branca, τις πιο «θορυβώδεις» στιγμές των Sonic Youth και άλλες από τις πλέον ακραίες εκφάνσεις του νεοϋορκέζικου no wave της δεκαετίας του ’70 εξαπολύουν ριπές τονικών και ατονικών στοιχείων που συνυπάρχουν όχι στο ίδιο κομμάτι αλλά και στο ίδιο ακριβώς σημείο του σα να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, εξουθενωτικά αργά μέρη τα οποία θαρρείς ότι διαρκούν μία αιωνιότητα και ξαφνικά τα διαδέχονται ακαριαία ασύλληπτα γρήγορα, drones και noise κατά κύριο λόγο από τις κιθάρες αλλά και από όλα τα υπόλοιπα όργανα δίπλα σε σύντομα αλλά πανέμορφα μελωδικά περάσματα, οι δύο ντράμερ την μια στιγμή να μην παίζουν καθόλου και την επόμενη να... επιτίθενται εκκωφαντικά, εισαγωγές με σχεδόν folk ξεσπάσματα του βιολιού που τις ακολουθούν μπαράζ από ακατέργαστο, σχεδόν «ωμό» θόρυβο.
Οι Godspeed You! Black Emperor δεν αφήνουν ούτε για μια στιγμή την μουσική τους να επαναπαυθεί, ούτε καν στην ασφάλεια της comfort zone του ίδιου του εαυτού της. Δεν απευθύνονται με αυτήν μόνο στις αισθήσεις, πρώτιστα φυσικά την ακοή ή έστω και στον εγκέφαλο του ακροατή αλλά και στο υποσυνείδητο του. Για αυτό και κάθε ακρόαση της, είτε κάποιος τους έχει δει πολλές φορές σε συναυλία είτε του ίδιου δίσκου τους, δεν είναι ποτέ ίδια με την προηγούμενη και την επόμενη αφού εξαρτάται από τι συμβαίνει την δεδομένη στιγμή στο υποσυνείδητο αλλά και τι προκαλεί και ανακαλεί αυτή με την σειρά της.
Αυτός είναι ο λόγος που ενώ όλοι σχεδόν οι μεταγενέστεροι έχουν εξαντλήσει και εξαντληθεί μέσα στο post rock για τους ίδιους το δημιούργημα τους όχι μόνον παραμένει γόνιμο αλλά και εξακολουθούν να ανακαλύπτουν σε αυτό ανεξερεύνητα εδάφη τα οποία θα τους οδηγήσουν σε ακόμα πιο άγνωστες περιοχές. Long may they run είναι το μόνο που έχω να προσθέσω, όπως θα έλεγαν και οι Αγγλοσάξονες...