Το βασικό στοιχείο που διαφοροποιούσε το φετινό Borderline Festival από τα προηγούμενα ήταν η ακόμα μεγαλύτερη ποικιλομορφία και όχι απλά ποικιλία του. Ενα πολύ καλό παράδειγμα ήταν η ψηφιακή όπερα της ομάδας Medea Electronique «Ηχώ Και Νάρκισσος» την δεύτερη ημέρα του, την Πέμπτη, αν και όπως δήλωσε ξεκάθαρα και ο coder/συνθέτης της Αλέξανδρος Δρυμωνίτης στη συνέντευξη του (εδώ) προϋπήρχε στο πρόγραμμα της Στέγης ως ανεξάρτητο project και απλά ενσωματώθηκε στο πρόγραμμα του Borderline Festival.

Θα πω εξαρχής ότι ήταν απολύτως φανερό πως η Medea Electronique είχε μελετήσει πάρα πολύ και κοπιάσει για το project και έτσι το αποτέλεσμα ήταν, αν μη τι άλλο, αρτιότατο τεχνολογικά και γενικά τεχνικά και απόλυτα συνεπές με την αισθητική την οποία ήθελε να του δώσει. To sound design, το βίντεο, ακόμα και τα κουστούμια απέπνεαν μια πλήρως φουτουριστική αίσθηση όπως και οτιδήποτε κάνει η Medea Electronique. Τόσον η σοπράνο Κατερίνα Μανιού όσο και ακόμα περισσότερο ίσως ο μπασοβαρύτονος Μάριος Σαραντίδης ανταποκρίθηκαν πολύ καλά σε ρόλους που είχαν όχι μόνο μεγαλύτερες απαιτήσεις αλλά και πολύ περισσότερες προκλήσεις από αυτές τις οποίες αντιμετωπίζουν συνήθως οι λυρικοί ερμηνευτές ενώ η μουσική του Αλέξανδρου Δρυμωνίτη, ένα ηλεκτρονικό drone στο μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας του έργου εκτός από κάποιες στιγμές λίγο πριν το φινάλε οπότε υιοθετούσε το ηχόχρωμα κλασικών εγχόρδων, σίγουρα ήταν σε πλήρη σύμπνοια με τα δρώμενα.

 

 

Η όντως πολύ ενδιαφέρουσα αυτή ιδέα όμως άνοιγε πάρα πολλά ζητήματα και έθετε, είτε το ήθελε είτε όχι η Medea Electronique, εξίσου πολλά ερωτήματα, όχι σε σχέση με την αισθητική της αλλά πολύ γενικότερα. Ηταν αυτό μια νέα πρόταση για την όπερα ή κάτι ολότελα διαφορετικό και καινούριο;

 

 

Χρειαζόμαστε τελικά έναν «εκσυγχρονισμό» της όπερας ή το ιδίωμα ανήκει οριστικά στο παρελθόν και πρέπει να αναζητήσουμε διαφορετικές και σύγχρονες φόρμες μουσικού θεάτρου; Ακόμα σημαντικότερα όμως θεωρώ τα φιλοσοφικής φύσης θέματα που πιθανά βρίσκονται στο επίκεντρο του «Ηχώ Και Νάρκισσος» και για εμένα μπορούν να συνοψιστούν στην φράση του λιμπρέτου «connectivity Is existence». Τι ακριβώς σημαίνει αυτό, ότι πρέπει να είμαστε συνεχώς συνδεδεμένοι με το Internet – πράγμα που ούτως ή άλλως πλέον συμβαίνει στην πράξη εξαιτίας των αναγκών της καθημερινότητας – ή μήπως ότι πρέπει να συνδεθούμε απευθείας, σωματικά δηλαδή, με τους υπολογιστές; Για να υπάρχει πλέον ο άνθρωπος πρέπει να συνδεθεί με κάποια επιστημονικά δημιουργήματα του; Πού τελειώνει η χρήση της τεχνολογίας ως μέσου και πού αρχίζει να γίνεται ένας επικίνδυνος αυτοσκοπός ο οποίος απειλεί να καταβροχθίσει μεταφορικά το αυθύπαρκτο ανθρώπινο ον και να υποδουλώσει το ελεύθερο πνεύμα του το οποίο άλλωστε την δημιούργησε; Και θα πω εν κατακλείδι ότι σε όλη την πορεία της ανθρωπότητας ποτέ δεν έλειψαν οι ευφυείς και ενδιαφέρουσες ιδέες, υπήρξαν και υπάρχουν πάρα πολλές. Το καίριο ζήτημα όμως είναι πώς τις αξιοποιούμε, πού τις ωθούμε ή πού τους επιτρέπουμε να μας οδηγήσουν.

 

 

Ακόμα περισσότερο από τις προηγούμενες χρονιές οι εκδηλώσεις (εντός αλλά και εκτός και σε κάποιες περιπτώσεις πολύ μακριά από την Στέγη) του Borderline Festival 2018 ήταν τόσες ώστε ήταν αδύνατο να τις παρακολουθήσει κανείς όλες ακόμα και αν το ήθελε. Από τις συναυλίες της Παρασκευής λοιπόν που κατάφερα να παρακολουθήσω ο ισπανικής καταγωγής μεν αλλά εγκατεστημένος εδώ και χρόνια στην Ελβετία Francisco Meirino κάνει τυπική abstract και noisy πειραματική electronica ακολουθώντας τα βήματα των όντως πρωτοπόρων αυτού του υπό-ιδιώματος Techno Animal, όχι χειρότερη μεν αλλά ούτε και καλύτερη από τους περισσοτέρους ανάλογους.

 

 

Το Outwash Trio μπορεί να είναι μια διαφορετική και ενδιαφέρουσα περίπτωση καθώς όμως σχεδόν την τελευταία στιγμή κάποιος λόγος υποχρέωσε την Δήμητρα Λαζαρίδου - Χατζηγώγα να μην συμμετάσχει και απουσίαζε το ζίθερ της αυτό που απέμεινε ήταν το ντούο της Αγγλίδας Angharad Davies και του Tisha Mukarji. Μια ολοφάνερα πολύ καλή σολίστ του βιολιού η πρώτη που όμως ο τρόπος που έπαιζε την ηλεκτρική εκδοχή του οργάνου της το περιόριζε σε πηγή παραγωγής drones και μάλιστα αρκούντως μονότονων αν και αυτό που επικρατούσε ήταν το «προετοιμασμένο» πιάνο του δεύτερου στο οποίο έπαιζε κυρίως με τις ίδιες τις χορδές και ελάχιστα με το κλαβιέ, τεχνικές δηλαδή που ο θεμελιωτής της avant garde John Cage εισήγαγε στις αρχές της δεκαετίας του ‘50 και ο πιανίστας Cecil Taylor, από κοινού με τον επίσης αείμνηστο σαξοφωνίστα Ornette Coleman οι κορυφαίες φυσιογνωμίες του κινήματος της free jazz, είχε φτάσει στο απόγειο τους σε εκείνη του ’70.

 

 

O τραγουδοποιός και ερμηνευτής Richard Dawson αναμφίβολα είναι ένας από τους καλύτερους συνεχιστές της τόσο πλούσιας παράδοσης της – με κελτικές βέβαια καταβολές - βρετανικής folk, διαθέτοντας μάλιστα και μία πολύ ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα φωνή. Το ότι όμως ενσωματώνει στα τραγούδια του στοιχεία από την αφρικανική μουσική (κάτι που έκαναν πολύ πιο ολοκληρωμένα είκοσι χρόνια πριν οι Afro Celt Sound System) ή και από την παράδοση των Σούφι και χρησιμοποιεί μερικά samples δεν τον τοποθετεί και στην πρωτοπορία της οποίας η ανάδειξη αποτελεί το concept του Borderline Festival.

 

 

Τέλος την Κυριακή η Καναδή Crys Cole με την σύμπραξη σε αυτή την περίσταση του ιρακινοϊσραηλινής καταγωγής Αυστραλού κιθαρίστα Oren Ambarchi (που εκτός του προσωπικού έργου του είναι και τακτικότατος συνεργάτης των Αμερικανών... ογκόλιθων του drone metal Sunn O) και αυτό τα λέει όλα!) κάνει μιαν elevtronica πολύ κοντά στην τελετουργία αλλά και με ένα υπόγειο «δυσοίωνο» υπόβαθρο, κάπου ανάμεσα στον ηχητικό διαλογισμό και τα ανήσυχα clicks and beeps, βαδίζοντας και εκείνη όπως ο Francisco Meirino δύο ημέρες πριν στον δρόμο που πρώτοι εξερεύνησαν οι Techno Animal.

 

 

Αντίθετα το φινάλε με το «Inner Space: Siberia» του ημετέρου διδύμου ενός αρχιτέκτονα και μιας ηθοποιού (!) EFTD με την σύμπραξη του Άγγλου HELM (που πραγματοποίησε μια προσωπική εμφάνιση στο club night του Σάββατου στο «Ρομάντσο») και του Moa Pillar ήταν τυπική, τυπικότατη μάλλον και εξαιρετικά γαλήνια ηλεκτρονική ambient. Κέρδιζε μάλιστα πολύ και το - καθόλου καινοτόμο βέβαια - ύφος της γινόταν ακόμα πιο σαγηνευτικό από τον συνδυασμό της με το βίντεο που έδειχνε την «εξώκοσμη» ομορφιά της ερημιάς του τοπίου της Σιβηρίας και το οποίο άλλωστε ενέπνεε το σχεδόν εξολοκλήρου αυτοσχεδιαστικό παίξιμο των τεσσάρων μουσικών.