Είναι πάρα πολύ δύσκολο να περιγράψεις συνολικά ένα τόσο σύνθετο, τόσο ως φόρμα όσο και ακόμα περισσότερο ως περιεχόμενο, έργο όπως το «Requiem pour L.» της βελγικής αρχικά χορευτικής ομάδας και εντέλει δημιουργικής κολεκτίβας C de la B οπότε αναγκαστικά πρέπει να επιλέξεις από ποιο στοιχείο του να αρχίσεις. Θεωρώ ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτό είναι το μουσικό σκέλος, η ιδέα δηλαδή του συνθέτη Fabrizio  Cassol, του βασικότερου ίσως συνεργάτη του εξηνταδυάχρονου αυτοδίδακτου χορογράφου Alain Platel ο οποίος ίδρυσε το 1984 την C de la B, να δημιουργήσει κάτι νέο εκκινώντας από το διασημότερο ημιτελές μουσικό έργο όλων των εποχών, το «Requiem» του Μότσαρτ. Για την ακρίβεια ο Cassol γνώριζε πολύ καλά αυτό που έχουν δείξει νεότερες μουσικολογικές έρευνες, ότι αν δηλαδή αφαιρεθούν οι πάρα πολλές προσθήκες μεταγενεστέρων συνθετών αυτό που απομένει δείχνει ότι η μουσική μεγαλοφυΐα η οποία εμπνεύστηκε το «Requiem» πρόλαβε να γράψει συνολικά μόλις περίπου το ένα τρίτο του πριν τον προλάβει ο θάνατος. Φτάνοντας όμως στο σχεδίασμα επί της ουσίας της σύνθεσης του Μότσαρτ, ο Cassol αποφάσισε να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, να μην το αναπαράγει απλά αλλά να το μετασχηματίσει ώστε να εξυπηρετεί ένα νέο δικό του όραμα.

Το δεύτερο κατά σειρά σημασίας δομικό στοιχείο του έργου είναι το βίντεο που προβάλλεται καθ’ όλη την διάρκεια του και είναι αυτό ακριβώς το οποίο του έδωσε τον τίτλο «Ρέκβιεμ για την Λ.». Το ερασιτεχνικό αυτό βίντεο δεν είναι τίποτα περισσότερο από την καταγραφή – μόνο με εικόνα και δίχως ήχο - ενός συνηθισμένου, καθημερινού αλλά ταυτόχρονα και συγκλονιστικού γεγονότος. Πρόκειται για τις τελευταίες ώρες της ζωής της Λ., μιας όχι πολύ ηλικιωμένης γυναίκας, η οποία πέθανε ήσυχα στο σπίτι της, περιστοιχισμένη από τους δικούς της ανθρώπους.

 

Είναι ολοφάνερο ότι το βίντεο αυτό που η οικογένεια της Λ. εμπιστεύθηκε στην C de la B λειτούργησε σαν «οδηγός» της σύνθεσης του Fabrizio Cassol η οποία άλλοτε «απαντά» σε όσα συμβαίνουν σε αυτό και άλλοτε τα σχολιάζει. Την εκτέλεση της – η οποία για τέτοιου είδους γραφή είναι εξίσου, αν όχι και περισσότερο, σημαντική με την ίδια – την ανέθεσε σε μια δεκατετραμελή ομάδα, στην πλειοψηφία της από το Κογκό και τριών μόνον από το Βέλγιο και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οκτώ μουσικών, μίας γυναικείας και δύο ανδρικών λυρικών φωνών και τριών ερμηνευτών της αφρικανικής, ειδικότερα της φωνητικής, μουσικής παράδοσης. Με την ίδια ομάδα εργάστηκε και ο Alain Platel, οι ερμηνευτές και οι μουσικοί εκτελούν την χορογραφία του προσδίδοντας κίνηση στους ήχους τους οποίους παράγουν οι ίδιοι.

 

 

Ο πενηντατετράχρονος συνθέτης δεν κρύβει ότι, με σημείο εκκίνησης την παραμονή του για ένα διάστημα σε μια κοινότητα των πυγμαίων Ακα στην Αφρική το ’92, πιστεύει ακράδαντα και εφαρμόζει στην πράξη το ρητό «η μουσική είναι μια», φυσικά εντός ενός ευρύτατου πλαισίου αναφορών που ορίζει ο ίδιος. Το πλαίσιο αυτό ξεκινά από την κλασική μουσική και την jazz, έχει ως βασικούς πυλώνες την μουσική της κεντρικής κυρίως Αφρικής και της Ινδίας και φτάνει να περιλαμβάνει αυτή της Πολυνησίας αλλά και, σε έναν βαθμό, ακόμα και την βαλκανική. Την ίδια προσέγγιση ακολούθησε και αυτή τη φορά, περισσότερο ίσως μάλιστα από κάθε προηγούμενη.

 

 

Όλο αυτό το αξιοθαύμαστα αρμονικό, αν και σύνθετο από τόσα ετερόκλητα στοιχεία, δημιούργημα κάθε άλλο παρά είναι ματαιόδοξος αυτοσκοπός, αντίθετα έχει πολύ μεγάλο και βαθύ περιεχόμενο. Με άξονα τα όσα συμβαίνουν στο βίντεο οι Cassol και Platel εξετάζουν μια σειρά από απλά – ή μπορεί τελικά και καθόλου απλά....- θέματα, καταρχήν την σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του και στη συνέχεια με τους άλλους αλλά και των άλλων μαζί του. Προχωρούν στην φθορά που επιφέρει ο χρόνος στο ανθρώπινη σώμα όπως και σε κάθε άλλη οργανική ύλη, την συνέχεια της νόησης και της γνώσης και τέλος στην διατήρηση, άρα και στο άφθαρτο, της ενέργειας, φυσικής αλλά και πνευματικής, αν εντέλει υφίσταται διαφορά ανάμεσα τους. Με μια κουβέντα εστιάζουν σε όλα τα πολύ σημαντικά πράγματα που συναποτελούν το σημαντικότερο όλων, την ίδια την ζωή, αναλύοντας την στα επιμέρους στοιχεία της τα οποία εξετάζουν διαμέσου του πρίσματος του θανάτου, του αντίθετου του της δηλαδή – ή μήπως της αρχής μιας άλλης διάστασης της;

 

 

Ομως αυτή η διαδικασία δεν προλαβαίνει να ολοκληρωθεί ή φαίνεται να φτάνει στο αναγκαστικό πέρας της. Καθώς το τέλος της Λ. πλησιάζει η μουσική γίνεται όλο και πιο ελεγειακή και η ένταση της μειώνεται, το ίδιο και αυτή των μόνο σόλο πια φωνών και η κίνηση των συντελεστών περιορίζεται ώσπου σταματά εντελώς. Όταν πλέον η ζωή εγκαταλείπει την Λ. αφήνοντας την με μιαν έκφραση ανάμεικτης λύπης και οδύνης που δεν μπορεί παρά να είναι ο αποχαιρετισμός στην ίδια σου την ύπαρξη όλοι τους κάθονται κοιτάζοντας σιωπηλοί και ακίνητοι την οθόνη, καμία φωνή και ήχος στη σκηνή και ακόμα και τα φώτα χαμηλώνουν αισθητά.

 

Στο σημείο αυτό ακριβώς όμως οι δύο συν-δημιουργοί κάνουν την πιο τολμηρή και σημαντική παρέμβαση τους η οποία αναδεικνύει την σπουδαιότητα και όσων προηγήθηκαν αλλά και τους προσδίδει το πλήρες και αληθινό νόημα τους. Με ένα στιγμιαίο ανοιγοκλείσιμο των φώτων όλη η ομάδα, ακόμα και ο ντράμερ (!) για πρώτη φορά, είναι και πάλι όρθιοι και στο μπροστινό μέρος της σκηνής, κοιτάζοντας προς το κοινό, πρώτοι φυσικά οι ερμηνευτές και πίσω τους οι μουσικοί που όλοι τους έχουν αφήσει τα όργανα τους. Ακολουθεί ένα περίπου πεντάλεπτο ενός ξέφρενου, παγανιστικού, σχεδόν οργιαστικού χορικού σε μιαν από τις αφρικανικές γλώσσες με μόνη συνοδεία των ήχο των ποδιών τους στο πάτωμα της σκηνής και των χεριών τους πάνω στα σώματα τους ενώ ανάλογη είναι και η κοινή για όλους χορογραφία, πιο έντονη και δυναμική από οποιαδήποτε στιγμή μέχρι τότε...

 

Ο κόσμος δεν τους χειροκροτεί απλά, κυριολεκτικά τους αποθεώνει με τρόπο που είχα χρόνια να δω σε παράσταση οποιουδήποτε είδους, αρκετοί μάλιστα από το κοινό δεν είναι απλά συναισθηματικά φορτισμένοι αλλά αληθινά συγκινημένοι.