Μια ακόμα συναυλία του εφετινού κύκλου των Ημερών Λατρευτικής Μουσικής που θα μπορούσε να θεωρηθεί και το μεγαλύτερο στοίχημα του. Τι κοινό μπορούν να έχουν δηλαδή ένα δίδυμο βιρτουόζων εκτελεστών της κλασικής μουσικής, εξειδικευμένων μάλιστα στην περίοδο του μπαρόκ με ένα άλλο που δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο σύγχρονο και πειραματικό; Πάρα πολλά ή κανένα; Στο τέλος της συναυλίας δεν είχε δοθεί η απάντηση, πολύ πιθανόν να μην υπάρχει καν και ίσως τελικά να μην έχει και νόημα να δοθεί. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το ακρόαμα το οποίο προέκυψε από αυτή την απροσδόκητη συνάντηση δύο δομικά και όχι μόνον υφολογικά ή αισθητικά  διαφορετικών σχημάτων ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον, κάποιες στιγμές ιδιαίτερα ανανεωτικό δίχως να μπορείς να το αποκαλέσεις πρωτοποριακό και σε μερικές περιπτώσεις ουκ ολίγον όμορφο.

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος την συναυλία πραγματοποίησε ένα ιδιότυπο κουαρτέτο που σχηματίστηκε ειδικά για την περίσταση και, όπως προανέφερα, συναποτελείτο από δύο δίδυμα. Θα αρχίσω όχι αξιολογικά αλλά επειδή εκ της δομής του «πειράματος» αυτό είχε τον αρχικό – και όχι πρώτο -  λόγο από το διεθνώς διακεκριμένο Dissenso Duo το οποίο απαρτίζουν οι σολίστ του μπαρόκ βιολιού Γιώργος Σαμοΐλης και του τσέμπαλου αλλά και του οργάνου Αλέξης Μαστιχιάδης. Αμφότεροι έχουν μελετήσει σε βάθος και κατέχουν πληρέστατα, θεωρητικά αλλά κυρίως εκτελεστικά, την περίοδο του μπαρόκ και έχουν εξειδικευθεί περαιτέρω στην πρώιμη φάση της.

Τα όργανα τους άλλωστε δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο αντιπροσωπευτικά αυτής της περιόδου, το μπαρόκ βιολί συνιστά την εκδοχή του οργάνου που από λαϊκό το έφερε στην μουσική δωματίου και στη συνέχεια το κατέστησε το κυριότερο έγχορδο της αφού αντικατέστησε την βιόλα ντι γκάμπα η οποία ως τότε κυριαρχούσε στο ιδίωμα. Το διαφορετικό υλικό των χορδών του αλλά και ο τρόπος παιξίματος του, με δοξάρι και εξαιρετικά σπάνια pizzicato, το κάνουν να διαφέρει αρκετά από το γνωστό σήμερα βιολί. Αν και το τσέμπαλο σαφέστατα είναι πρόγονος του σημερινού πιάνου ο ήχος του είναι εντελώς διαφορετικός από αυτού ενώ το όργανο, ο μικρότερος και πιο «compact» αδελφός της εκκλησιαστικής εκδοχής του πληκτροφόρου, οδήγησε στις  σημερινές ηλεκτρικές όπως το Hammond, τις κοινώς αποκαλούμενες «αρμόνια». Το ηχοχρώματα αμφοτέρων πάντως έχουν μιαν ατμοσφαιρικότητα, ακόμα και μιαν «ονειρική» διάσταση την οποία εκ κατασκευής το πιάνο δεν μπορεί να έχει.   

Το άλλο δίδυμο είναι οι MMMD (δηλαδή Mohammad) που είχαν ξεκινήσει ως σύμπραξη τριών μουσικών με πολύ διαφορετικές προσωπικές διαδρομές οι οποίες έχουν ως μόνο κοινό στοιχείο την αναζήτηση  εντός και πέραν του ήχου. Ο δεξιοτέχνης του βιολοντσέλου Νίκος Βελιώτης θα μπορούσε να έχει γίνει ένας άριστος κλασικός μουσικός αν δεν επέλεγε συνειδητά, τόσο στα προσωπικά projects του όσο και στις πάρα πολλές εκλεκτές συνεργασίες του, τις πλέον σύγχρονες φόρμες και κυρίως τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, ο ILIOS διερευνά εδώ και πολλά χρόνια τις πλέον ακραίες εκφάνσεις της electronica ενώ ο καταρχήν μπασίστας Coti K. είναι βέβαια ένας από τους καλύτερους ηχολήπτες μα και παραγωγούς της ελληνικής μουσικής σκηνής του σήμερα. Με τον τελευταίο κατά τα φαινόμενα να έχει σιωπηρά αποχωρήσει, πιθανόν για να αφοσιωθεί στο προσωπικό project του The Man From Managra, οι δύο πρώτοι συνεχίζουν με συνέπεια στον ίδιο πειραματικό, πολύ συχνά και avant garde δρόμο.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση κλήθηκαν να παρέμβουν σε αυτά που έπαιζαν οι Dissenso Duo, έργα δηλαδή συνθετών του πρώιμου Ιταλικού και Γερμανικού Μπαρόκ όπως Heinrich Ignaz franz Biber, Giovanni Maria Trabaci, Girolamo Frescobaldi, Johann Paul von Westhoff, Caudio Monteverd. Με τον ILIOS να παίζει μια παραλλαγή ηλεκτρικού μπάσου χωρίς τάστα εκτός φυσικά από το να προσθέτει στο υπόβαθρο με τις γεννήτριες ήχων του στη σκηνή εντέλει υπήρχαν τρία έγχορδα και ένα από τα δύο (αφού αμφότερα τα έπαιζε ο Αλέξης Μαστιχιάδης) μπαρόκ πληκτροφόρα. Αυτό που επί της ουσίας έκαναν οι MMMD ήταν να ενισχύσουν με  τις εσκεμμένα άμορφες «μάζες ήχου» - ή και θορύβου – τους ένα από τα σημαντικότερα δομικά στοιχεία της μπαρόκ γραφής, το basso continuo (ελληνιστί αποκαλούμενο συνεχές βάσιμο). Ο ήχος τους προστέθηκε σε αυτόν της χαμηλής περιοχής όποιου από τα δύο κλαβιέ παιζόταν κάθε στιγμή.

Το αποτέλεσμα ήταν ένα γιγαντιαίο, θηριώδες basso continuo που έπαυε να είναι «μουσική» με την συνηθισμένη έννοια και μετατρεπόταν σε έναν υπόκωφο, σχεδόν σπηλαιώδη βόμβο και στη βάση του οποίου εκτυλίσσονταν με υποδειγματική δεξιοτεχνία τα μέρη των κλασικών οργάνων. Μπροστά στα μάτια μας συντελείτο και έφτανε στα αυτιά μας μια πρακτική διαδικασία που δεν θα μπορούσε να έχει περισσότερο έκδηλο φιλοσοφικό περιεχόμενο. Το μπαράζ των χαμηλών συχνοτήτων συνέδεε το ακρόαμα με την γη, την ύλη ενώ οι μεσαίες και κυρίως οι ψηλές το έκαναν να ατενίζει προς τα άνω, το εξώκοσμο ή μάλλον το υπερβατικό.

Δεν ξέρω λοιπόν το αν το σκέλος της αγαλλίασης του τίτλου ταίριαζε σε αυτή την περίσταση αλλά αναμφίβολα εκείνο της εκστατικής επιτεύχθηκε και με το παραπάνω. Αυτή ήταν μουσική ως μία πλήρης μεταφυσική εμπειρία, για όσους τους ενοχλεί ακόμα και η λέξη θρησκευτική. Τόσο πολύ που μπαίνω στον πειρασμό να γράψω για τον μέγα (αρχι)Τέκτονα του δυτικού μουσικού σύμπαντος Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ «πάντα εν σοφία εποίησας»! Αλλά τότε σκέφτομαι πως κάθε θρησκεία ή λατρεία χρειαζόταν πάντα τους κατάλληλους και άξιους μύστες της, όπως οι τέσσερις οι οποίοι ήταν στη σκηνή εκείνο το βράδυ. Χωρίς αυτούς η υπέρβαση θα ήταν αδύνατο να συντελεστεί...