Σχεδόν σαράντα χρόνια συνεχούς ύπαρξης αφού σχηματίστηκαν το 1980, όταν δηλαδή υπήρχε ακόμα μια χώρα που λεγόταν Γιουγκοσλαβία και η Σλοβενία στην οποία γεννήθηκαν ήταν απλά μία επαρχία της και την ίδια χρονιά που πέθανε ο ιστορικός ηγέτης (ουσιαστικά δικτάτορας) της Γιουγκοσλαβίας Τίτο. Θα ήταν αδύνατο λοιπόν να μην ενοχληθεί το τότε κομμουνιστικό καθεστώς της χώρας τους από ένα ηλεκτρονικό συγκρότημα που φλέρταρε ανοιχτά με τα ναζιστικά σύμβολα, αφήνοντας το υπονοούμενο ότι μπορεί να ίσχυε το ίδιο και για την ανάλογη ιδεολογία, ξεκινώντας ήδη από το όνομα του καθώς Laibach δεν είναι τίποτα άλλο από το γερμανικό όνομα της πρωτεύουσας της Σλοβενίας Λουμπλιάνα. Δεν είναι παράξενο λοιπόν ότι ενώ ήταν το πρώτο συγκρότημα από την Γιουγκοσλαβία που γνώρισε επιτυχία στην Ευρώπη, στην χώρα τους οι περισσότεροι τους αντιμετώπιζαν με καχυποψία και η αστυνομία τους παρακολουθούσε μυστικά «διά παν ενδεχόμενο».
Με την κατάρρευση των κομουνιστικών καθεστώτων και την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας η Σλοβενία έγινε το 1990 ανεξάρτητη χώρα. Οι Laibach θεωρήθηκαν αρχικά εθνικοί ήρωες που είχαν αντισταθεί με τον τρόπο τους στον κομουνιστικό απολυταρχισμό αλλά στη συνέχεια η δημοκρατική πλειοψηφία των κατοίκων της Σλοβενίας άρχισε και πάλι να δυσπιστεί απέναντι τους βλέποντας ότι τους προσέγγιζε η φασιστική ακροδεξιά. Δεν βοήθησαν βέβαια και οι ίδιοι τον εαυτό τους αφού εξακολουθούσαν απτόητοι να χρησιμοποιούν τα ναζιστικά σύμβολα ενώ από την άλλη κάποια στιγμή συνέβη το κυριολεκτικά απίστευτο γεγονός του να γίνουν το μοναδικό συγκρότημα από την Δύση που προσκλήθηκε επίσημα και έπαιξε στην... Βόρεια Κορέα! Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά υπήρξαν αναρίθμητες αλλαγές στην σύνθεση τους με μόνον εναπομείναντα από τα ιδρυτικά μέλη τον τραγουδιστή και αδιαφιλονίκητο ηγέτη της πάλαι ποτέ μουσικής κολεκτίβας Elk Eber (ψευδώνυμο όπως και των υπολοίπων του γκρουπ του Dejan Knez).
Και έτσι φτάνουμε στο σήμερα οπότε οι Laibach ήρθαν για μιαν ακόμα φορά στην Αθήνα για να πραγματοποιήσουν μια συναυλία, κυρίως στο πλαίσιο της προώθησης του νέου τους δίσκου που είναι η μουσική την οποία έγραψαν για μία θεατρική μεταφορά (!) του εμβληματικού φιλοσοφικού βιβλίου του Φρειδερίκου Νίτσε «Τάδε Έφη Ζαρατούστρας». Μπροστά λοιπόν στο αναμενόμενα όχι ιδιαίτερα πολυάριθμο κοινό του «Fuzz» ο Eber με τη συνοδεία ενός ντράμερ για να ενισχύει τους ηλεκτρονικούς ρυθμούς, ενός μπασίστα (υποψιάζομαι πολύ περισσότερο για... οπτικούς παρά για μουσικούς λόγους, για να δίνουν δηλαδή την αίσθηση «μπάντας» πάνω στη σκηνή) και με μία τραγουδίστρια να τον συμπληρώνει φωνητικά και να ερμηνεύει μόνη της μερικά τραγούδια αλλά, κακά τα ψέματα, με υπεύθυνους για το όλο ηχητικό οικοδόμημα τους δύο κιμπορντίστες – «παιδιά για όλες τις δουλειές» αφηγήθηκε ξανά με την στεντόρεια μπάσα φωνή του (και την χειρότερη προφορά στα αγγλικά που έχω ακούσει ποτέ!) τις πολιτικές και όχι μόνο δυστοπίες των Laibach.
Με το υλικό του νέου δίσκου να είναι από μέτριο ως και αδιάφορο αναπόφευκτα το τελευταίο τρίτο της συναυλίας ήταν αφιερωμένο στις... ένδοξες στιγμές του παρελθόντος τους. Ηταν αδύνατο όμως να μην παρατηρήσεις ότι η κάποτε πρωτοποριακή industrial τους με τα αναλογικά synthesizers και τους βαρείς εμβατηριακούς ρυθμοούς όχι απλά έχει ξεπεραστεί αλλά και ηχεί τρομερά παρωχημένη, πριν ακόμα και από τις εξελίξεις του ιδιώματος από τις ασύλληπτες της μουσικής τεχνολογίας. Ακόμα πιο φανερό όμως ήταν το εκφραστικό αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει οι Laibach.
Ξεκινώντας εξακολουθώ να πιστεύω με καλές προθέσεις, το να εναντιωθούν σε κάθε είδους ολοκληρωτισμό, επέλεξαν να υιοθετήσουν την σημειολογία ενός από αυτούς, του ναζισμού. Μην έχοντας όμως αίσθηση των ορίων, ίσως ακόμα και της σάτιρας, κατέληξαν συχνά και σε μεγάλο βαθμό να ταυτιστούν με αυτό ακριβώς το οποίο ήθελαν να πολεμήσουν. Σήμερα πια, στην εποχή της γενικευμένης σύγχυσης και της κατάρρευσης των ιδεολογιών, φοβάμαι ότι έχουν φτάσει να είναι μια παρωδία του ίδιου του εαυτού τους. Ίσως και να είναι αναπόφευκτο να συμβεί αυτό όταν αρχίζεις με ένα έξυπνο ίσως concept αλλά δίχως την στέρεα ιδεολογία, πιθανόν και την παιδεία, που θα σου επιτρέψει να το διαχειριστείς και όχι εντέλει αυτό εσένα. Και βέβαια, όταν συμβαίνει αυτό, δεν μπορείς και να συνειδητοποιήσεις πότε έφτασε η στιγμή για να το αλλάξεις εκ βάθρων...
Αντικειμενικά πάντως δεν έπαιξαν κακά, το κοινό ικανοποιήθηκε και κάποιες στιγμές διασκέδασε πραγματικά, αν και το πράγμα ξεκαθάρισε εντελώς στο encore. Ενα πολύ μεγάλο κεφάλαιο δηλαδή της διαδρομής των Laibach είναι οι διασκευές, εκτός από τις πολλές μεμονωμένες που έχουν κάνει έχουν διασκευάσει και τέσσερα ολόκληρα albums άλλων, ανάμεσα τους και το «Let It Be» των Beatles! Η γνωστότερη και πλέον επιτυχημένη από αυτές ανέκαθεν μου φαινόταν μια απελπιστικά σοβαροφανής επανεκτέλεση ενός τραγουδιού που, χωρίς να το επιδιώκουν οι δημιουργοί του, ήταν παρωδία εξαρχής, του «Life Is Life» των Αυστριακών Opus του 1984, τρία χρόνια πριν την διασκευή των Laibach. Όταν λοιπόν τα χαμόγελα απλώθηκαν σε όλα σχεδόν τα πρόσωπα μόνο σε αυτό ήξερα πολύ καλά πια τι συνέβαινε εκεί. Ηταν η μάζωξη μια παλιοπαρέας, επί σκηνής και κάτω από αυτήν. Θυμηθήκαμε το παρελθόν, περάσαμε εμείς καλά και αυτοί που ήταν το επίκεντρο πολύ καλύτερα και μετά φύγαμε όλοι...