Θα περιγράψω την πρώτη συναυλία των Ημερών Λατρευτικής Μουσικής, του ετήσιου κύκλου με μουσική λατρευτικής θεματολογίας ο οποίος πραγματοποιείται με επτά συνολικά εκδηλώσεις στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ από τις 22 Μαρτίου μέχρι και τις 3 Απριλίου αντίστροφα, αρχίζοντας από το δεύτερο μέρος της συναυλίας για να καταλήξω στο πρώτο. Ο Ολλανδός συνθέτης Σιμεόν Τεν  Χολτ (1923 – 2012) δεν όρισε διάρκεια ούτε καν συγκεκριμένη ενορχήστρωση για το έργο του «Canto Ostinato», μπορεί να διαρκεί από μια ώρα μέχρι αρκετές και να παίζεται με διαφορετικό αριθμό πιάνων αν και συνήθως εκτελείται από δύο ή τέσσερα. Υποθέτω ότι το τελευταίο ήταν ο κυριότερος λόγος για να το επιλέξει - ως πιανίστας ο ίδιος - ο Στέφανος Θωμόπουλος, επιμελητής μαζί με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ Αλέξανδρο Ευκλείδη του εφετινού προγράμματος των Η, Λ. Μ. Ο Τεν Χολτ ήταν ένας από τους πρώτους εκπροσώπους του ρεύματος του μινιμαλισμού στην Ευρώπη αλλά όχι το είδος του μινιμαλισμού της κορυφαίας αμερικανικής τριάδας (Reich, Riley και Glass) του ιδιώματος το οποίο στις πλέον εμπνευσμένες στιγμές του αληθινά με συναρπάζει.

 

Το «Canto Ostinato» φέρνει έντονα στο νου το έργο του Βρετανού Michael Nyman και ιδιαίτερα την δημοφιλέστερη στιγμή του, το soundtrack της ταινίας «The Piano». Χαρακτηρίζεται από την ίδια ατέρμονα επανάληψη πολύ λίγων θεμάτων που διαφέρουν ελάχιστα μεταξύ τους, περισσότερο ευδιάθετων θα έλεγα σε αυτή την περίπτωση παρά μελαγχολικών, με πολύ έντονη την ρυθμική τους διάσταση η οποία είναι από αρκετά μέχρι και πολύ γρήγορη σε ορισμένες στιγμές και με τις επίσης λίγες παραλλαγές καθενός να έχουν πολύ μικρή διαφοροποίηση από αυτό. Μπορεί για κάποιους αυτή η επαναληπτικότητα και μόνο να συνιστά ή έστω να οδηγεί σε trance για εμένα όμως είναι μηχανιστικός, αν όχι σχεδόν «αυτοματοποιημένος» μινιμαλισμός, όπως ακριβώς και εκείνος του Nyman.

 

 

Το δίδυμο Piano For Two, η Μπεάτα Πίντσετιτς και ο Χρήστος Σακελλαρίδης, απέδωσε εξαιρετικά το έργο, με βιρτουοζιτέ που τους έκανε να μπορούν να ανταποκριθούν πλήρως στα πολύ απαιτητικά παρά την επιφανειακή απλότητα τους μέρη και, ακόμα πιο σημαντικό στην συγκεκριμένη περίσταση, με υποδειγματικό συντονισμό. Ομως και η θαυμάσια, ακόμα και απολαυστική εκτέλεση τους δεν ήταν αρκετή για να με κάνει να επικοινωνήσω με το «Canto Ostinato» που στην διάρκεια του με κούρασε και, από ένα σημείο και μετά, με έκανε να αναρωτιέμαι για τον λόγο ύπαρξης του, τι ακριβώς προσφέρει δηλαδή στον ακροατή πέραν από το να αναδεικνύει στο έπακρο την δεξιοτεχνία των εκτελεστών του.

 

 

Η αίσθηση αυτή ήταν ακόμα πιο έντονη καθώς η αρκετά περισσότερη από μια ώρα διάρκεια του έκανε την συνολική να φτάσει σε ολίγον μαραθώνια για πιανιστική συναυλία όρια και όταν μάλιστα ακολούθησε το πρώτο μέρος το οποίο ήταν το άκρο αντίθετο αισθητικά και με τόσο άμεση σχέση με το concept των Ημερών Λατρευτικής Μουσικής. Αρχικά ο ίδιος ο επιμελητής του κύκλου Στέφανος Θωμόπουλος μαζί με τον εξίσου άριστο σολίστ Πρόδρομο Συμεωνίδη εκτέλεσαν τις Μεταγραφές Για Τέσσερα Χέρια τριών θρησκευτικών έργων του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ από τον Γκερτ Κούρταγκ. Ο ενενηνταδυάχρονος σήμερα Ούγγρος συνθέτης και σολίστ του πιάνου έγραψε αυτό το έργο για να το ερμηνεύει μαζί με την σύζυγο του και επίσης πιανίστρια Μάρτα, διατηρώντας όλη την υποβλητικότητα των συνθέσεων του Μπαχ αλλά εμπλουτίζοντας τις με πάρα πολλές τεχνικές και ηχητικές λεπτομέρειες και οι δύο Έλληνες πιανίστες ανταποκρίθηκαν και με το παραπάνω στις απαιτήσεις μα και την αξία του.

 

 

Ομως ούτε και κάτι τόσο καλό δεν αρκούσε για να προετοιμάσει για την αληθινή μέθεξη αυτού που ακολούθησε και αναμφίβολα ήταν η κορύφωση της βραδιάς. Ο αρκετά παραγνωρισμένος στη χώρα μας Ολιβιέ Μεσιάν (1908 – 1992) είναι μία πάρα πολύ σημαντική φυσιογνωμία της γαλλική μουσικής το έργο του οποίου ήταν, περισσότερο από οποιουδήποτε άλλου, ο ενδιάμεσος κρίκος της μεγάλης δυάδας των ιμπρεσιονιστών Ραβέλ και Ντεμπισί με την πρωτοπορία των Ανρί και Μπουλέζ. Άνθρωπος που υπέφερε πολύ, πιστός χριστιανός και πάνω από όλα μέγας ουμανιστής ο Μεσιάν ενεφύσησε στην μουσική του μία πνευματικότητα που πολύ λίγοι άλλοι συνθέτες διαθέτουν. Ανάμεσα στην μεγάλη γκάμα του των έργων του εξέχουσα θέση κατέχουν τα πιανιστικά καθώς ήταν βιρτουόζος του πιάνου αλλά και του εκκλησιαστικού οργάνου, αν και τα περισσότερα από αυτά τα έγραφε για την επίσης σολίστ του οργάνου και σύζυγο του Υβόν Λαριό.

 

 

Ξεχωρίζει όμως από αυτά το αμιγέστατα θρησκευτικού περιεχομένου όπως φαίνεται ήδη από τον τίτλο του «Επτά Οράματα Του Αμήν» γιατί είναι γραμμένο για δύο πιάνα, στην πρώτη παρουσίαση του μάλιστα το έπαιξε ο ίδιος μαζί φυσικά με την Υβόν Λαριό. Είναι ένα έργο λιτό στο έπακρο, τόσο που να μπορεί να θεωρηθεί προάγγελος του μινιμαλισμού. Μέσω αυτής της οικονομίας των εκφραστικών μέσων ο Μεσιάν διατύπωσε την σεμνότητα που τον διακατείχε ως άνθρωπο και δημιουργό, την ταπεινότητα μιας ύπαρξης απέναντι σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από εκείνη το οποίο την υπερβάλλει, τόσο ώστε να μην μπορεί μεν να το κατανοήσει παρά ελάχιστα αλλά και δίχως κανένα φόβο γιατί καταλαβαίνει ενστικτωδώς ότι μόνο θετικό μπορεί να είναι για εκείνη.

 

 

Με την άψογη και πλήρη συναισθήματος εκτέλεση των δύο πιανιστών οι νότες αυτές που αιωρούνται θαρρείς μεταξύ ουρανού και γης και χώρου και χρόνου συνιστούσαν μιαν αληθινά σπάνια μουσική εμπειρία, όχι απλά λατρευτική αλλά εκστατική, τόσο ώστε όντως να καταλήγει σε μιαν αβίαστη εσωτερική trance. Σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε αυτό μόνο το έργο στη συγκεκριμένη εκτέλεση του θα αρκούσε και με το παραπάνω για να δικαιολογήσει τον τίτλο «Piano Trance» χωρίς κανείς να ζητήσει έστω και ένα λεπτό διάρκειας παραπάνω για να φύγει με το μυαλό του πλήρες από γόνιμες σκέψεις και την ψυχή του από παρήγορα συναισθήματα.