Δεν ξέρω πολλά πράγματα για το θέατρο, όχι μόνο θεωρητικά αλλά και πρακτικά. Το αγαπώ, μου αρέσει, παρακολουθώ όποτε μπορώ αλλά αν είμαι εκατό φορές συνειδητός ακροατής μουσικής ο οποίος είναι σε θέση πλέον να αναλύσει και να εκτιμήσει τα περισσότερα ιδιώματα της, ακόμα και αν δεν εμπίπτουν στα γούστα του, είμαι μία μόνον εξίσου συνειδητός θεατής παραστάσεων θεάτρου. Οφείλω να πω ότι τα κίνητρα για να παρακολουθήσω αυτήν της τραγωδίας του Ευρυπίδη «Βάκχες» στην Στέγη Ιδρύματος Ωνάση ήταν πρώτον μια περιέργεια και δεύτερον και σημαντικότερο ακριβώς ότι γνώριζα πως η μουσική είχε κεντρική θέση σε αυτήν. Βγήκα από την αίθουσα σχεδόν συγκλονισμένος και με το μυαλό μου γεμάτο από γόνιμες σκέψεις και την ψυχή μου από πολλά διαφορετικά θετικά συναισθήματα.
Ο Άρης Μπινιάρης, παιδί ηθοποιού και σκηνοθέτη που κάθε άλλο όμως παρά ακολούθησε τα βήματα του, ανέπτυξε από πολύ νωρίς μία τόσο προσωπική σχέση με το θέατρο ώστε τον οδήγησε όχι μόνο σε μία προσέγγιση σε αυτό αλλά και μια πορεία ζωής διαφορετική από όλων σχεδόν των άλλων που ασχολούνται μαζί του. Μετά από τους «Πέρσες» του Αισχύλου που σκηνοθέτησε πέρυσι για τον ΘΟΚ και παίχτηκε με πολύ μεγάλη επιτυχία στο θέατρο της Επιδαύρου και σε άλλα μέρη της Ελλάδας τώρα με τις «Βάκχες» καταθέτει για δεύτερη φορά μία αποτύπωση της συνολικής θεώρησης του για την αρχαία τραγωδία. Επεξεργάστηκε έτσι την εμβληματική μετάφραση στην δημοτική του κειμένου του Ευρυπίδη από τον Γιώργο Χειμωνά ώστε – χωρίς να παρέμβει δραστικά στην δομή και την πλοκή – επί της ουσίας δημιούργησε από αυτό ένα νέο έργο, δίχως σημειωτέον την παραμικρή έλλειψη σεβασμού στο πνεύμα του κορυφαίου τραγωδού. Επανανοηματοδώντας το στα περισσότερα σημεία του και συμβολοποιώντας τους χαρακτήρες το μετέτρεψε από διαχρονικό σε καίρια επίκαιρο.
Αυτό το κατόρθωσε όχι μόνον αξιοποιώντας στο έπακρο τα δομικά στοιχεία της τραγωδίας (υποκριτική, τραγούδι και όρχηση) αλλά και προσθέτοντας αρκετά ακόμα από την λαογραφία, την κοινωνιολογία, την αρχιτεκτονική (ως προς τα σκηνικά του Πάρη Μέξη) και φυσικά, πάνω από όλα και όπως συμβαίνει σε όλες τις μέχρι τώρα παραστάσεις του, την μουσική. Η μουσική που έγραψαν και παίζουν ζωντανά στην παράσταση οι δύο άριστοι μόνιμοι συνεργάτες του, ο μπασίστας Βίκτωρ Κουλουμπής και ο ντράμερ Πάνος Σαρδέλης, εμπνέεται από τον λόγο του έργου και την εκφορά του για να έρθει στη συνέχεια με την σειρά της και να θέσει σε κίνηση τις ερμηνείες των ηθοποιών, προφανώς τον τρόπο που άδουν τα χορικά και τις χορογραφίες. Είναι η ραχοκοκαλιά της παράστασης, ο ταχύτατος και αρκετές φορές φρενήρης ρυθμός της ο οποίος την δονεί και την διατρέχει από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή της.
Ακόμα και το πρόγραμμα αποκαλεί την παράσταση «ροκ» και δεν είναι ψέμα, ειδικά στα χορικά γίνεται όχι απλά ένα rock musical αλλά μια αληθινή rock όπερα, πολύ πιο κοντά στο «Tommy» των Who για παράδειγμα παρά ακόμα και στις καλύτερες στιγμές του Andrew Lloyd Webber. Είναι όμως και κάτι πολύ περισσότερο από αυτό, μία βασανισμένη άποψη για όλα τα – όχι και πολλά – κομβικά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης, κατά συνέπεια και της συλλογικής μας, στην σημερινή συγκυρία. Ο Άρης Μπινιάρης δηλώνει ότι υιοθετεί την τυπική εκδοχή αντιμετώπισης του έργου, ότι δηλαδή στην αιώνια μάχη λογικής και ενστίκτου πολεμά στο πλευρό του πρώτου διεκδικώντας τα δικαιώματα του. Νομίζω όμως ότι ακόμα και αν δεν το παραδέχεται - γιατί είναι πάρα πολύ ευφυής για να μην το αντιλαμβάνεται – παρουσιάζει μιαν εντελώς δική του ανάγνωση.
Γνωρίζει δηλαδή πολύ καλά ότι στην εποχή μας πλέον δεν μπορούμε παρά να πορευτούμε με βάση την αρμονική συνύπαρξη λογικής και ενστίκτου. Το πρόβλημα είναι αυτό που διαταράσσει την ισορροπία τους παρεμποδίζοντας τα αμφότερα και δεν είναι άλλο από εκείνο το οποίο στον πυρήνα της η παράσταση δεν παύει ούτε στιγμή να το παλεύει λυσσαλέα με κάθε στοιχείο της. Η εξουσία, κάθε μορφής και είδους...
Ακόμα όμως και αν λαθεύω και δεν είναι έτσι και είτε το παραδέχεται είτε όχι αναμφίβολα με την παράσταση αυτή ο δημιουργός βάζει μία αισθητική, διανοητική και φιλοσοφική βόμβα με βραδύκαυστο φιτίλι στα θεμέλια του αναχρονιστικού, αρτηριοσκληρωτικού και σε πολύ μεγάλο βαθμό δυστυχώς σάπιου πολιτιστικού, ιδεολογικού, αξιακού, ακόμα και πολιτικού συστήματος της Ελλάδας του σήμερα. Αυτό ακριβώς δηλαδή που ανέκαθεν έκανε η αυθεντική πρωτοπορία, όχι εκείνη που προέρχεται από υπολογισμό ή έστω από «υποχρέωση» αλλά από έμφυτη, εσωτερική ανάγκη.
Αρωγός του σε αυτό το επίτευγμα ο άριστος θίασος στον οποίο, όπως και στους «Πέρσες», συμμετέχει και ο ίδιος. Όλα τα μέλη του συνεισφέρουν ισότιμα στο εξαιρετικό αποτέλεσμα αλλά δεν γίνεται να μην ξεχωρίσω τον Γιώργο Γάλλο, έναν από τους πιο χαρισματικούς ηθοποιούς της γενεάς του, την υποδειγματική άνεση της σκηνικής παρουσίας του έμπειρου Χρήστου Λουλη και βέβαια την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, στην χρυσή υποκριτική ωριμότητα της πλέον, που είναι κυριολεκτικά σπαρακτική στις έσωθεν αβυσσαλέες περιδινήσεις της ως μητέρα/Αγαύη. Ενα πολύ μεγάλο μπράβο σε άπαντες και η ανεπιφύλακτη προτροπή να μην χάσετε αυτή την παράσταση μέχρι την Κυριακή στην ΣΙΩ ή διαφορετικά όπου αλλού παιχτεί ελπίζω στη συνέχεια!