Είναι μια από τις πολύ λίγες φορές που ανατράπηκε τόσο αυτό που περίμενα να ακούσω πηγαίνοντας σε μία συναυλία, προς το πολύ θετικό όμως πρέπει να τονίίσω εξαρχής. Γνωρίζοντας δηλαδή ότι – παρά το γαλλικό όνομα τους - τα τρία τέταρτα του κουαρτέτου Dans Les Arbres, ο κιθαρίστας Ivar Grydeland, ο πιανίστας Christian Wallumrød και ο ντράμερ Ingar Zach, είναι Νορβηγοί πίστευα ότι η μουσική τους σε γενικές γραμμές θα εντασσόταν στην ευρύτερη σκανδιναβική παράδοση της jazz. Θα ήταν δηλαδή πολύ εσωτερική, ως και εσωστρεφής και τόσο ατμοσφαιρική ώστε σε κάποιες στιγμές να προσεγγίζει την ambient σε συνδυασμό φυσικά με την γαλλική jazz παράδοση, πολύ πιο άμεσα επηρεασμένη από την αυθεντική αμερικανική, πιο mainstream και ίσως για αυτό πολύ πιο μελωδική, από την οποία προέρχεται ο τελευταίος του γκρουπ, ο κλαρινετίστας Xavier Charles.
Σε αυτή μου την εντύπωση συνέβαλλαν και τα αποσπάσματα από τους τρεις μέχρι τώρα δίσκους τους – ένα παραπάνω μάλιστα όταν οι δύο πρώτοι από αυτούς κυκλοφόρησαν στην γερμανική ECM και σίγουρα δεν διαφοροποιούνται δραστικά από τον τόσο χαρακτηριστικό ήχο της εταιρείας του Manfred Eicher – αλλά και κάποια από παλαιότερες ζωντανές εμφανίσεις τους, όπως αποδείχθηκε όμως αυτό ήταν ένα πολύ μικρό μέρος της αλήθειας. Πολύ περισσότερο από τους δίσκους τους οι συναυλίες των Dans Les Arbres αποτελούν μια πολύ ιδιαίτερη, σχεδόν μοναδική ηχητική και όχι απλά μουσική εμπειρία την οποία μπορείς να την κατανοήσεις και να την εκτιμήσεις μόνον αν την βιώσεις παρακολουθώντας μιαν από αυτές στην ολοκληρία της!
Ήδη από τα πρώτα λεπτά της εμφάνισης τους έγινε φανερό τι είναι αυτό που δεν κάνουν οι DLA, το να παίζουν δηλαδή jazz σε οποιαδήποτε από τις τυπικές και συνηθισμένες εκδοχές της, ακόμα και τις πλέον σύγχρονες. Οποιος γνωρίζει μερικά πράγματα από jazz μπορεί να θεωρούσε ότι κινούνται στο ευρύτερο πλαίσιο της μετεξέλιξης του ρεύματος της free αλλά ο έμπειρος και συστηματικός ακροατής του ιδιώματος αναγνώριζε αμέσως ότι και αυτό είναι ένα μικρό κομμάτι του παζλ της μουσικής τους. Γιατί αυτό που κάνουν οι DLA δεν είναι παρά ελεύθερος αυτοσχεδιασμός. Ελεύθερος στο απώτατο έπακρο του όμως…
Δεν υπάρχουν αυτό που λέμε «συνθέσεις», καταγεγραμμένες ή μη, δεν υπάρχει τίποτα το προσχεδιασμένο στην μουσική τους πέραν από τον αυτοσχεδιασμό. Δεν υπάρχουν ούτε καν κομμάτια, έπαιξαν από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς ούτε ένα δευτερόλεπτο διακοπής, ένα ενιαίο, συνεχές, συμπαγές όλον όπου οι ήχοι κάθε στιγμής οδηγούν σε αυτούς της επόμενης. Είναι τόσο συμπαγής η μουσική πράξη τους ώστε, παρά τα χειροκροτήματα του κόσμου που είχε γεμίσει το μεγαλύτερο τμήμα της μικρής σκηνής της ΣΙΩ και το ήθελε και το περίμενε, δεν υπήρξε ούτε ένα encore όπως συνηθίζεται. Για να συμβεί αυτό θα έπρεπε να ξαναρχίσουν την όλη διαδικασία και αυτό συμβαίνει μία και μοναδική φορά σε κάθε συναυλία τους και όταν τελειώσει δεν επαναλαμβάνεται.
Χωρίς να είναι ηγετική φυσιογνωμία, δεν υφίσταται τέτοια στο απολύτως ισότιμο από κάθε πλευρά σύμπαν των DLA, τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην μουσική τους αναμφίβολα έχει αυτός που ανήκει στην... εθνοτική μειοψηφία τους, δηλαδή ο Γάλλος Xavier Charles. Πρόκειται όχι απλά για μέγα αυτοσχεδιαστή αλλά για μουσικό τεραστίου μεγέθους με κυριολεκτικά απεριόριστες εκτελεστικές ικανότητες ο οποίος κατορθώνει να αποσπά από το κλαρινέτο του νότες αλλά και ήχους που όχι μόνο δεν έχεις ξανακούσει αλλά και δεν φανταζόσουν καν ότι θα μπορούσε να παράγει το συγκεκριμένο πνευστό!
Εκείνος είχε συνεχώς τον πρώτο λόγο και ο Christian Wallumrød, παίζοντας εξίσου, αν όχι περισσότερο, με το κλαβιέ «εντός» του πιάνου και ο Ingar Zach, αντίστοιχα πολύ περισσότερο, τόσο όσον αφορά στο σετ των οργάνων του (δεν έπαιζε με την γνωστή «μπότα» αλλά με την γκραν κάσα σε οριζόντια και όχι κάθετη θέση και μάλιστα την χρησιμοποιούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο) όσο και για το ότι έπαιζε όρθιος σε όλη την διάρκεια της συναυλίας, πολύ περισσότερο εκτελεστής κλασικών κρουστών ορχήστρας παρά ντράμερ, αμφότεροι άριστοι μουσικοί, τον ακολουθούσαν υποδειγματικά, με την ίδια φαντασία και δημιουργικότητα. Μόνον ο Ivar Grydeland υστερούσε και όχι φυσικά επειδή είναι λιγότερων δυνατοτήτων από τους υπόλοιπους.
Αιτία ήταν η επιλογή του να χρησιμοποιεί παρωχημένες, κυρίως των δεκαετιών του ’70 και του ’80, τεχνικές στην κιθάρα του (στο μεγαλύτερο μέρος της συναυλίας την είχε ξαπλωμένη στα πόδια του, περνώντας, τρίβοντας ή χτυπώντας τις χορδές και γενικότερα αξιοποιώντας τόσο αυτές όσο και το σώμα της περισσότερο σαν κρουστό όργανο παρά σαν νυκτό έγχορδο) αντί να παίζει κανονικά διαμορφώνοντας τον ήχο όχι μόνο με τα χέρια του αλλά και με διάφορα πεντάλ εφέ όπως κάνουν πολλοί άλλοι σύγχρονοι jazz και αυτοσχεδιαστές κιθαρίστες. Αυτό δεν ήταν βέβαια αρκετό για να εμποδίσει την μουσική των DLA να προχωρήσει και να εξελιχθεί αλλά τον έκανε να περνά απαρατήρητος στη μεγαλύτερη διάρκεια της συναυλίας, λίγες στιγμές μάλιστα η συμβολή του στο ηχητικό σύνολο ήταν ως και ανύπαρκτη.
Αυτό που παρουσίασαν οι Dans Les Arbres ήταν εντελώς μονολιθικό, με την σπάνια ιδιότητα όμως να μπορεί να κατατμηθεί σε πάρα πολλά μικρά τεμάχια καθένα σχεδόν από τα οποία συνιστά και μία διαφορετική κατεύθυνση. Επαφίεται στην δική τους θέληση και μόνο να επιλέξουν αν, πόσες και ποιες από αυτές θα εξερευνήσουν στο μέλλον ή θα συνεχίσουν στην μία και μοναδική που αποτελεί την συνισταμένη τους και στην οποία κινούνται εδώ και δώδεκα περίπου χρόνια. Για τον αμύητο ακροατή αυτό που επί του παρόντος κάνουν είναι ομολογουμένως πολύ δύσκολο ως και τόσο ερμητικά «κλειστό» σε έξωθεν επιδράσεις ώστε να καταλήγει ακόμα και δυσνόητο. Για όποιον όμως έχει τις γνώσεις αλλά και την διάθεση ώστε να μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του το αρχέγονο σχεδόν ως προς την βαθύτερη προέλευση του μα και τόσο δεξιοτεχνικό και μελετημένο στην διατύπωση του ακρόαμα τους είναι μία συναρπαστική απολύτως σύγχρονη μουσική έκφραση ή μία διαφορετική, φιλοσοφική πλέον διάσταση της μουσικής και γενικότερα του ήχου. Ή, πιθανότατα, αμφότερα αυτά ταυτόχρονα...