Όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1963 το «Ζ» (με τον χαρακτηριστικό αλλά και σχεδόν ακατανόητο για την εποχή υπότιτλο «Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος») του Βασίλη Βασιλικού ήταν ένα βιβλίο πολύ καλό για δύο απλούς λόγους. Ο πρώτος ήταν βέβαια το θέμα του, το έγκλημα, η δολοφονία πιο σωστά του Γρηγόρη Λαμπράκη, που ανέφερε ο υπότιτλος και ελάχιστο καιρό πριν είχε κυριολεκτικά συγκλονίσει την Ελλάδα. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης ήταν ένα πρόσωπο – σύμβολο ήδη όσο ζούσε και φυσικά έγινε πολύ περισσότερο μετά τον τόσο άδικο και πρόωρο θάνατο του.
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης καταρχήν ήταν ένας διακεκριμένος αθλητής στο άλμα εις μήκος και κάτοχος του πανελληνίου ρεκόρ του αγωνίσματος για πολλά χρόνια. Στη συνέχεια ήταν ένας λαμπρός επιστήμων, γιατρός με ειδικότητα στη γυναικολογία, ησηγητής στην ανάλογη έδρα του πανεπιστημίου Αθηνών, διαδρομή σε διευθυντικές θέσεις κρατικών και ιδιωτικών μαιευτικών κλινικών και συγγραφέας σχετικών συγγραμμάτων. Το παιδί μιας φτωχής πολύτεκνης οικογένειας από την Αρκαδία που ό,τι κατόρθωσε οφειλόταν μόνο στον μόχθο και τη σκληρή προσπάθεια. Σε όλη του τη ζωή είχε ως οδηγούς δύο φάρους του ευρωπαϊκού πολιτισμού, τον ουμανισμό της Αναγέννησης και το ελεύθερο πνεύμα και την πίστη στην παιδεία του Διαφωτισμού. Αυτοί τον οδήγησαν στην πολύμορφη κοινωνική προσφορά του ήδη από την Κατοχή, όταν μαζί με άλλους αθλητές διοργάνωνε αγώνες τα έσοδα των οποίων διατίθεντο σε συσσίτια για τον λαό που πεινούσε.
Αυτοί επίσης τον οδήγησαν και στην ενασχόληση του με την πολιτική, όταν εκλέχθηκε βουλευτής της ΕΔΑ το 1961. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης δεν ήταν επαγγελματίας πολιτικός και, αν και αναμφίβολα αριστερός, δεν ήταν καν κομμουνιστής. Πριν και πάνω από όλα, ως μέγας ανθρωπιστής, ήταν ειρηνιστής, από τους πρωτεργάτες στη χώρα μας του κινήματος για την ειρήνη στον κόσμο και την κατάργηση των πυρηνικών όπλων. Ο Λαμπράκης μιλούσε με πάθος και οργή εναντίον της άλογης βίας, του να βλάπτει και να αφαιρεί άνθρωπος τη ζωή άλλου ανθρώπου και αυτό στην τότε Ελλάδα της αμάθειας και του γενικευμένου παραλογισμού στην οποία κυριαρχούσαν ακόμα – μήπως άραγε σήμερα έχουν εξαλειφθεί εντελώς; - τα μίση του εμφυλίου πολέμου ενοχλούσε πάρα πολύ.
Στις 27 Μαϊου 1963, μετά από μια συγκέντρωση στην Θεσσαλονίκη στην οποία ήταν ο μόνος ομιλητής, ένα τρίκυκλο με οδηγό έναν ακροδεξιό και συνεπιβάτη έναν δεύτερο ο οποίος μάλιστα ήταν κατάδικος του κοινού ποινικού δικαίου, ανάμεσα στα άλλα και για παιδεραστία (!) έπεσε πάνω του τραυματίζοντάς τον θανάσιμα, ούτε δύο μήνες αφότου είχε συμπληρώσει τα πενήντα ένα μόλις χρόνια του.
Οι συνέπειες του γεγονότος αυτού σάρωσαν σαν ξέφρενο ποτάμι την Ελλάδα των αρχών της δεκαετίας του ’60, προκαλώντας καταρχήν την παραίτηση της κυβέρνησης της ΕΡΕ τρεις εβδομάδες μετά - και στη συνέχεια την αυτοεξορία του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο Παρίσι – και την ίδρυση της Πολιτικής Νεολαίας Λαμπράκη με πρώτο πρόεδρο τον Μίκη Θεοδωράκη ενώ ακολούθησαν μια μακρόχρονη ανακριτική διαδικασία και η πολύκροτη δίκη η οποία κατέληξε στην καταδίκη των δύο δολοφόνων αλλά και αρκετών ανωτάτων αξιωματικών της αστυνομίας ως ηθικών αυτουργών, αν και αυτό συνέβη μόλις στο τέλος του ’66, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την δολοφονία (μήπως μας θυμίζει κάτι αυτό;).
Ο δεύτερος λόγος γιατί το «Ζ» (που ο τίτλος του παρέπεμπε και προερχόταν από το σύνθημα της εποχής «Ο Λαμπρακης Ζ(ει)») ήταν αδύνατο να μην είναι ένα πολύ καλό βιβλίο ήταν φυσικά το ότι το είχε γράψει ένας πολύ νέος ακόμα αλλά εξαίρετος συγγραφέας ο οποίος στη συνέχεια θα καταξιωνόταν διεθνώς ως κορυφαίος λογοτέχνης, ο Βασίλης Βασιλικός. Δεν θα μπορούσε λοιπόν να μην είναι το ίδιο καλή και η κινηματογραφική του μεταφορά το 1969 στην ομότιτλη ταινία του Κώστα Γαβρά με τον σπουδαίο Ισπανό συγγραφέα Χόρχε Σεμπρούν να υπογράφει τη σεναριακή διασκευή και τον Μίκη Θεοδωράκη, το όντως εμβληματικό όπως και το ίδιο το φιλμ, soundtrack.
Η παράσταση
Ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης είχε μεν στο βιβλίο μία πολύ στέρεη πρώτη ύλη για το λιμπρέτο του «Ζ» αλλά και την δύσκολη αποστολή του να επιλέξει ποια μέρη και επιμέρους στοιχεία του να κρατήσει και κυρίως να αναδείξει για να το φέρει πιο κοντά και να το καταστήσει πιο προσιτό στον σημερινό θεατή και ανταποκρίθηκε σε αυτήν και με το παραπάνω. Η σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου, συνετή και δίχως υπερβολές, υιοθετεί πλήρως το όραμα των δημιουργών και το εκφράζει ιδανικά. Κορυφαία στιγμή της θεωρώ τις μια – δυο σκηνές «πλήθους», άνευ διαλόγων και μόνο με την συνοδεία της μουσικής, όταν ο – όχι μόνο χαρακτηριστικός για την εποχή αλλά και πάντα επίκαιρος - τρόπος που διαχειρίζεται το σύνολο των ερμηνευτών, με ανάγλυφη την καχυποψία όλων για όλους μα και τον φόβο καθενός για τους υπολοίπους, πιθανότατα γιατί πριν από όλους φοβάται τον ίδιο τον εαυτό του, έχει μιαν εφιαλτική μα και υποβλητική ατμόσφαιρα που θυμίζει πολύ τις πιο δυνατές ανάλογες σελίδες του Κάφκα.
Το ερμηνευτικό σύνολο στάθηκε σε ένα ικανοποιητικό, κάποιες στιγμές και υψηλό επίπεδο, δίχως να μπορώ να πω ότι ξεχώρισα κάποιον ή κάποια. Αντίθετα κατά την γνώμη μου την παράσταση κλέβει ο μόνος μη λυρικός ερμηνευτής, ο ηθοποιός Δημήτρης Παπανικολάου ο οποίος υποδύεται τον Ζ και φυσικά είναι ο μόνος που τα μέρη του είναι πρόζα. Με λιτότατα εκφραστικά μέσα και δίχως να προσπαθεί να «αναπαραστήσει» τον Γρηγόρη Λαμπράκη έδωσε όλη την ουσία μα και το μεγαλείο αυτής της όντως σημαντικότατης προσωπικότητας για την ελληνική κοινωνία και όχι μόνο της εποχής της. Ενας λόγος που το κατορθώνει αυτό είναι και το ότι, όπως μου είπε και ο Μηνάς Μπορμπουδάκης σε συνέντευξη που μου παραχώρησε, «ο Ζ είναι ο μοναδικός αληθινός από όλους τους χαρακτήρες, αυτός που λέει αλήθειες ενώ όλοι οι υπόλοιποι υποδύονται ρόλους οπότε χρησιμοποίησα το δίπτυχο αλήθεια και λόγος».
Η αληθινή πρωταγωνίστρια της παράστασης όμως δεν είναι άλλη από την μουσική του Μηνά Μπορμπουδάκη. Ο σαραντατετράχρονος δημιουργός συνέθεσε ένα score απόλυτα σύγχρονο, κάποιες στιγμές ακόμα και πρωτοποριακό, αφού αυτά είναι τα ρεύματα στα οποία έτσι και αλλιώς κινείται, με πρώτιστο όμως μέλημα του να δώσει τόσο την αίσθηση αυτού του καθοριστικού για την ελληνική Ιστορία συμβάντος όσο και των συναισθηματικών και ψυχολογικών κινήτρων όλων των κομβικών σε αυτό πρόσωπων και όχι μόνο του Ζ. Το επιτυγχάνει χρησιμοποιώντας όχι μόνον ολόκληρο το ορχηστρικό σύνολο αλλά και σχεδόν κάθε όργανο μόνο του, μερικές φορές σε όλη την ηχοχρωματική γκάμα του, κάποτε τονίζοντας με την επίμονη επανάληψη μίας και μόνης νότας κάποια λεπτομέρεια μιας σκηνής και με την περιορισμένη μεν αλλά και απαραίτητη τελικά χρήση ηλεκτρονικών. To Ergon Ensemble, αναμφισβήτητα το πλέον εξειδικευμένο στην σύγχρονη μουσική ελληνικό ορχηστρικό σύνολο, με «ενισχυμένη» για την περίσταση δεκατετραμελή σύνθεση (ηλεκτρική κιθάρα και κοντραμπάσο προστίθενται στα έγχορδα, τα πνευστά, τα κρουστά και το πιάνο) και υπό την δική του διεύθυνση στο μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας των παραστάσεων εκτελεί υποδειγματικά την πολύ απαιτητική παρτιτούρα.
Ναι, οι νεκροί δεν μιλούν όπως λέει μία εμβληματική φράση του έργου που επαναλαμβάνεται συχνά. Μιλούσαν όμως όσο ζούσαν και κυρίως μιλούν τα γεγονότα τα οποία τους αφορούσαν και εκείνοι τα προκάλεσαν ή ήταν μέρος τους. Ο Μηνάς Μπορμπουδάκης αφουγκράστηκε προσεχτικά τον λόγο του Γρηγόρη Λαμπράκη αλλά και αυτόν του τραγικού τέλους του, τους κατέγραψε και, με όχημα την μουσική του, τους μετέφερε με έμπνευση και υψηλή αισθητική σε μιαν εποχή που μπορεί να μην έχει πια βασιλεία και να κυβερνά για πρώτη φορά αριστερό κόμμα αλλά μοιάζει και σε πάρα πολλά με την τότε (υπερβολή εθνικιστικού λόγου με υπαρκτές ή και μη αφορμές, άνοδος ακροδεξιών ή και καθαρά φασιστικών ομάδων, έλλειψη ορθολογισμού στην δημόσια ζωή με συνέπεια το όλο και πιο έντονο, άμεσο ή έμμεσο, πρόκριμα της βίας, αντί του διάλογου και της συναίνεσης, ως μέσου επίλυσης διαφορών). Το αποτέλεσμα είναι ένα πολύ καλό και όντως σημαντικό έργο σημερινού μουσικού θεάτρου που αληθινά αξίζει να παρακολουθήσετε μια από τις λίγες ακόμα παραστάσεις του.