Κάθε συμφωνικό έργο είναι μία αφήγηση και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι ολοφάνερο ότι κατέχει την τεχνική της. Τηρουμένων των αναλογιών θα μπορούσαμε να πούμε ότι το συγκεκριμένο έργο του είναι μία...«συλλογή διηγημάτων» με κοινό θέμα καθώς δεν πρόκειται για ενιαία σύνθεση αλλά για μια συμφωνική σουίτα η οποία αποτελείται από επτά μέρη. Γεννήθηκε από ένα project του Ελληνικού Σχεδίου, του οργανισμού που έχει ιδρύσει και είναι πρόεδρος του ο Παπαδημητρίου, το οποίο παρουσιάστηκε πριν ακριβώς ένα χρόνο στην Στέγη Ιδρύματος Ωνάση. Είχε τον τίτλο «Μουσική Και Εικαστικά», εκτός από εκείνον συμμετείχαν επίσης οι Τάσος Ρωσόπουλος και Μιχάλης Οικονόμου και προφανώς περιλάμβανε συμφωνικά έργα εμπνευσμένα από εικαστικές δημιουργίες.

Σε αυτό είχαν παρουσιαστεί τρία από τα μέρη του «Συμφωνικά Ζωγραφικά Soundtracks» που, μετά από περαιτέρω επεξεργασία από τον συνθέτη και αφού τους προσέθεσε τέσσερα νέα, συναποτελούν το εν λόγω έργο. Τα μέρη αυτά αντιστοιχούν σε δύο συγκεκριμένους πίνακες, τα «Παιδική Συναυλία» του Γιώργου Ιακωβίδη και «Το Νησί Των Νεκρών» του Γερμανού Άρνονλντ Μπέκλιν και συνολικά το έργο αλλά και τη φιλοσοφία, ακόμα και την ζωή, πέντε ζωγράφων, του Γάλλου Κλοντ Μονέ, των Αμερικανού Τζάκσον Πόλοκ και Εντουαρντ Χόπερ, του επίσης Γάλλου Ανρί Ντε Τουλούζ – Λοτρέκ και του Ρώσου Ιβάν Αϊβαζόφσκι.

 

Πρόκειται αναμφίβολα για έργο προγραμματικής μουσικής και μάλιστα σε μια από τις δυσκολότερες εκδοχές της καθώς η πρόκληση που έθεσε στον εαυτό του ο δημιουργός ήταν πολύ μεγάλη. Έπρεπε να περιγράψει με μουσική, δηλαδή ήχο, ένα ακουστικό φαινόμενο, εικαστικά έργα τα οποία αποτελούνται από μα σειρά αποκλειστικά οπτικών φαινομένων. Θεωρώ λοιπόν αναπόφευκτο ότι συνολικά το έργο, είτε το συνειδητοποίησε ο συνθέτης είτε όχι, και είτε επρόκειτο για εικονογραφικά ή αφηρημένα εικαστικά δημιουργήματα, δεν μπορούσε παρά να ακολουθεί το ρεύμα του ιμπρεσιονισμού (ή έστω του μετά-ιμπρεσιονσμού, καθώς έχει παρέλθει πάρα πολύς χρόνος από την εποχή της ακμής του πρώτου) και όχι τόσο βέβαια ως προς την τεχνοτροπία όσο ως προς την διάθεση του. Πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά όταν η μουσική του Δ. Παπαδημητρίου θα έπρεπε να αποτυπώσει κατά σειρά την αίσθηση που αποκομίζει το μυαλό αλλά και ο ψυχισμός του, διαμεσολαβημένης όμως από την οπτική του αντίληψη, την εικόνα της αίσθησης την οποία αντίστοιχα είχαν, διαμέσου του ταλέντου, του αισθητηρίου αλλά και της δικής τους όρασης, για τον κόσμο και την πραγματικότητα κάποιοι εικαστικοί;

 

 

Το συνολικό αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικά καλαίσθητο και κάποιες στιγμές αληθινά υπέροχο. Θα σταθώ στο εναρκτήριο μέρος – από το οποίο άλλωστε ξεκίνησε και όλη η ιδέα του project μουσική και εικαστικά – της «Παιδικής Συναυλίας» όπου σε ένα καθόλα δυτικό/κλασικό αρμονικό υπόβαθρο εμφυτεύεται ευφυέστατα ένα σαφέστατα ελληνικό πανέμορφο - και μάλιστα αρκετά νοσταλγικό ως διάθεση - μελωδικό θέμα το οποίο αναπτύσσεται κυρίως από τα βιολοντσέλα, σε αυτό του Πόλοκ (μαζί με το προηγούμενο και του Μονέ ήταν τα τρία που παρουσιάστηκαν την πρώτη φορά) το οποίο «προσομοιώνει» πολύ επιτυχημένα την ηθελημένα «αποσπασματική» τεχνική του ζωγράφου και στο ατμοσφαιρικότατο, σε σημεία ακόμα και ονειρικό, εμπνευσμένο από τον Αϊβαζόφσκι φινάλε. Το μέρος που εμπνέεται από τον πίνακα του Ιακωβίδη πιθανότατα είναι και το κορυφαίο του έργου, δεν είναι ίσως συμπτωματικό πως όταν ο Παπαδημητρίου ζήτησε να επαναληφθεί ένα ως encore αφήνοντας όμως την επιλογή στους εκτελεστές μαέστρος και ορχήστρα αποφάσισαν από κοινού να είναι αυτό.

 

Στο έργο αυτό ο δημιουργός δεν ενδιαφέρεται τόσο για το «μήκος» των θεμάτων του όσο για το «πλάτος» τους. Γράφει για κάθε μέρος στην πλειοψηφία τους μικρής διάρκειας θέματα τα οποία επαναλαμβάνει σε παραλλαγές, με έμφαση σε μικρές αλλά καθοριστικές λεπτομέρειες. Τα σχήματα του είναι λιτά και με αδρές γραμμές και αντίθετα εστιάζει στον χρωματισμό τους. την αξιοποίηση του συνολικού φάσματος της ορχήστρας, του χαρακτηριστικού ηχοχρώματος κάθε οργάνου και όχι την σύντηξη τους σε εκείνα των τριών «οικογενειών» τους, ακόμα και στις... αποχρώσεις τους, μία απολύτως λογική μέθοδος δηλαδή όταν εκκινεί από εικαστικά. Το «Συμφωνικά Ζωγραφικά Soundtracks» θα το βάζαμε τρίτο στη σειρά από τα μέχρι στιγμής συμφωνικά έργα του «Χρονικό Ενός Πρώιμου Φθινοπώρου» και «Ερωτικός Λόγος» που παρουσιάστηκαν αντίστοιχα την άνοιξη και τον χειμώνα του ’16. Δεν διαθέτει το συναισθηματικό εύρος του πρώτου ή τη φιλοσοφική βαθύτητα του δεύτερου. Είναι όμως πολύ όμορφη μουσική, η οποία τέρπει αληθινά τον ακροατή και αυτό δεν είναι καθόλου λίγο.

 

 

Το ότι όμως το τόσο απλό αυτό αποτέλεσμα προέρχεται από την τόσο σύνθετη διαδικασία που ανέλυσα συνοπτικά παραπάνω είναι μία ακόμα απόδειξη ότι ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, δίχως φυσικά να στερείται ούτε στο ελάχιστο συναισθήματος, είναι κατεξοχήν παράδειγμα «εγκεφαλικού» συμφωνικού συνθέτη, η μακρόχρονη και μεθοδική διανοητική επεξεργασία του εκάστοτε θέματος του πριν ακόμα αρχίσει να γράφει είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντική για εκείνον όσο και η ίδια η σύνθεση. Έχω παρατηρήσει μάλιστα ότι όσο μεγαλύτερο και... δυσκολότερο ακόμα είναι το concept της αρχικής σύλληψης κάθε έργου του τόσο ανώτερο είναι το μουσικό αποτέλεσμα του.

Τέλος η ΚΟΑ στάθηκε στο συνηθισμένο εξαιρετικό επίπεδο της. Δεν μπορώ όμως να μην δώσω συγχαρητήρια στον Γιώργο Πέτρου, ο οποίος κλήθηκε να αναπληρώσει τον Γιώργο  Μπαλατσινό -που επρόκειτο να διευθύνει αλλά λόγοι υγείας δεν του το επέτρεψαν - και σε χρόνο ρεκόρ έκανε κυριολεκτικά θαύματα! Ιδιαίτερη μνεία αξίζει η φροντίδα του να αναδείξει και την τελευταία ηχοχρωματική «πινελιά» έτσι ώστε να μην υπολείπεται στο ελάχιστο των υπολοίπων αλλά και να μην λειτουργεί εις βάρος αυτού του τόσο πολύχρωμου αλλά και υψηλής αισθητικής μουσικού «καμβά».