Ως κλείσιμο και της εφετινής Open Day της Στέγης, με διάφορες εκδηλώσεις εμπνευσμένες από τον Μάη του ’68, υπεύθυνος του θεσμού Ανάργυρος Δενιόζος διάλεξε ένα έργο του Ιάννη Ξενάκη. Η μουσική του πολύ δύσκολη, αν όχι απροσπέλαστη στον αμύητο ακροατή, σε μεγάλο βαθμό ακόμα και αυτόν που ακούει συνειδητά και παρακολουθεί την σύγχρονη μουσική και τις πλέον πρωτοποριακές τάσεις της. Ακόμα περισσότερο μάλιστα όταν πρόκειται για ένα έργο του τόσο μεγάλο σε διάρκεια, σχεδόν ενενήντα λεπτά, όπως το «Kraanerg» για μαγνητοταινία και σύνολο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όμως ελάχιστοι άλλοι όσο αυτός ο Έλληνας ο οποίος είχε κυριολεκτικά υποφέρει για τις αριστερές θέσεις του και ήδη ζούσε στο Παρίσι είκοσι χρόνια μπορούσαν να κατανοήσουν καλύτερα τα αιτήματα του Μάη και να καταγράψουν με τόση ακρίβεια όχι μόνο τα ίδια αλλά και, πολύ σημαντικότερο, τις γενεσιουργούς αιτίες τους και αυτό ακριβώς έκανε στο εν λόγω έργο το οποίο συνέθεσε δύο χρόνια αργότερα, το 1969, όταν είχε ήδη επεξεργαστεί αρκετά, διανοητικά αλλά και συναισθηματικά, την εμπειρία. 

 

 

Με τα έγχορδα λοιπόν να υπερτερούν κατά τρία τέταρτα των πνευστών, καθόλου κρουστά, ένα βιολοντσέλο ως σολιστικό όργανο και βέβαια με την μαγνητοταινία να παίζει καθοριστικότατο ρόλο το «Kraanerg» έρχεται για να αποτυπώσει ή ακόμα και να αναπαραστήσει τον «ήχο του Μάη», δηλαδή την δίκαιη οργή νέων ανθρώπων οι οποίοι διεκδικούσαν στους δρόμους μία πιο ανθρώπινη ζωή. Το κατορθώνει με δύο τρόπους – ή μεθόδους - οι οποίοι συνυπάρχουν ελάχιστες φορές στην διάρκεια του. Ο ένας είναι απολύτως ατονικά φυσικά ηχητικά blocks των εγχόρδων, με τα εφέ τους να αποτελούν τα ίδια τα μέρη τους και όχι απλά ένα χαρακτηριστικό τους όπως συμβαίνει συνήθως, εν είδει «ριπών» και φτάνοντας μερικές φορές να χρησιμοποιεί τις χορδές ως…κρουστά. Ο δεύτερος είναι ακόμα και τονικά, ως και «μελωδικά» κάποιες φορές αλλά οξύτατα και δυσαρμονικά στο έπακρο, ουνίσονα των πνευστών. Αμφότεροι οι τρόποι αυτοί συμπληρώνουν, σχολιάζουν ή και συνομιλούν με τις «μάζες θορύβου» που υπάρχουν στην μαγνητοταινία.

 

Καθώς το έργο εξελίσσεται αποκαλύπτει όλο και περισσότερο τις προθέσεις του αλλά και τα «μυστικά» της τεχνικής του. Οι διάρκειες του προηχογραφήμένου υλικού δηλαδή αυξάνονται με σχεδόν γεωμετρική πρόοδο και, στην συγκεκριμένη περίπτωση τουλάχιστον, η ζωντανή μουσική συνδιαλεγόταν τόσο μαζί του όχο και με το οπτικό υλικό το οποίο προβαλλόταν στην οθόνη. Το τελευταίο, εκτός από φωτογραφικά ντοκουμέντα της εποχής, στην πλειοψηφία του ήταν φράκταλ.

Έτσι παρέπεμπε στον πυρήνα της σκέψης του Ξενάκη υπενθυμίζοντας ότι αυτός ήταν πριν από όλα μαθηματικός (τα ανώτερα μαθηματικά μάλιστα ήταν ένα από τα αρκετά πεδία έρευνας του). Συνειδητοποιούσες έτσι πόσο αντιπροσωπευτικό ήταν τελικά ενός δημιουργού και διανοούμενου ο οποίος είχε ένα πάρα πολύ μεγάλο, σύνθετο όραμα που συνδύαζε την δημιουργία, την επιστήμη αλλά και την φιλοσοφία, ανεξάρτητα από το ότι το έργο του ελάχιστες φορές μπόρεσε να φτάσει στα δυσθεώρητα ύψη αυτού του οράματος. Σε όλη του την ζωή ο Ιάννης Ξενάκης αναζητούσε τις νέες ιδέες μα και τις νέες φόρμες σε οτιδήποτε αλλά και, ίσως το σημαντικότερο, την ισορροπία ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Αίτημα δηλαδή που όχι μόνο δεν έχει πάψει να ισχύει μισόν αιώνα αργότερα αλλά αντίθετα στην ακόμα πιο σύνθετη και πολυπολιτισμική εποχή μας είναι πιο σημαντικό και καίριο από ποτέ.

 

Το αμερικανικό Ensemble Continuum εκτέλεσε άψογα αυτό το τόσο απαιτητικό για μουσικούς και κοινό έργο υπό την μελετημένη με μαθηματική ακρίβεια, ως όφειλε, διεύθυνση του – στενότερου συνεργάτη του Ανάργυρου Δενιόζου συνολικά στο εγχείρημα της Open Day - Ανδρέα Λεβισιανού. Καθοριστικότατη όμως ήταν για το συγκεκριμένο έργο τόσο η ηχητική συμβολή του Νίκου Παλαμάρη όσο και εκείνη των visuals του Μάνου Αρβανιτάκη.