Εισαγωγή με μια μελωδία που πάει προς την jazz χωρίς ποτέ να γίνεται εντελώς τέτοια αλλά με χαμηλές αρμονικές που θυμίζουν... Ερίκ Σατί. Συνέχεια με πιο πολλή jazz, περισσότερο ή λιγότερο της «κλασικής» παράδοσης της. Μερικές φορές ακόμα και funky… Αλλά και ένα σχεδόν rock κομμάτι με μια μελωδία που εξελίσσεται ως ένα μπαράζ από μπάσες νότες! Και μετά ένα τρυφερό μελωδικό ιντερλούδιο που φέρνει στο νου τις πιο «νυχτερινές» στιγμές του Σοπέν το οποίο διαδέχεται ένα ρομαντικό, γεμάτο πάθος αλλά και δυναμισμό, ξέσπασμα το οποίο σίγουρα θα έκανε τον Μπετόβεν να χαμογελάσει με ικανοποιημένη επιδοκιμασία. Ακολούθως και άλλη jazz, σε διάφορες εκδοχές της με ενδιάμεσες όμως «φυγές» προς την ατονικότητα με τα απανωτά clusters να πέφτουν ορμητικά σαν το χαλάζι! Και όλα αυτά δίχως ούτε δευτερόλεπτο διακοπή, κυριολεκτικά με μία ανάσα... Τί έγινε ρε παιδιά; Οι μουσικοί της ορχήστρας έχασαν ή έστω μπέρδεψαν τις παρτιτούρες τους ή μήπως το αφεντικό, δηλαδή ο μαέστρος... τρελάθηκε;
Τίποτα από τα δύο γιατί πολύ απλά δεν υπήρχε ούτε ορχήστρα ούτε μαέστρος. Όλο αυτό το συναρπαστικό, κάποτε ακόμα και συγκλονιστικό και ταυτόχρονα πανέμορφο «πανδαιμόνιο» οφείλεται σε έναν μουσικό στην κυριολεξία μόνο του, ενώπιον του εαυτού του δηλαδή, με ένα πιάνο. Το ότι ο Θοδωρής Οικονόμου είναι ένας από τους πλέον ταλαντούχους, αληθινά εξαίρετους μουσικούς της γενεάς του δεν περίμενα φυσικά αυτή την φορά για να το διαπιστώσω. Λαμπρές σπουδές πιάνου στην Ελλάδα και στην Αγγλία, συνεργασίες ως εκτελεστής μα και ενορχηστρωτής με αρκετούς από τους κορυφαίους συνθέτες μας, συνθέτης ο ίδιος πολύ καλών τραγουδιών με απαρχή τον τελευταίο δίσκο της αείμνηστης Μαρίας Δημητριάδη σε στίχους Παρασκευά Καρασούλου το ’01 αλλά και πάρα πολλών επενδύσεων θεατρικών έργων για παραστάσεις σημαντικών σκηνοθετών. Το πιο πρόσφατο ήταν όταν στα τέλη της περυσινής χρονιάς εντυπωσίασε συνοδεύοντας την Ρίτα Αντωνοπούλου στα πολύ επιτυχημένα επί της ουσίας ρεσιτάλ της για φωνή και πιάνο στο «Σφίγγα».
Αυτό που κάνει όμως στο project με τον τίτλο «Βυθός» είναι κάτι που ελάχιστοι Έλληνες μουσικοί θα τολμούσαν και ακόμα λιγότεροι θα μπορούσαν να φέρουν εις πέρας τόσο άρτια και επιτυχημένα, συνάμα προσφέροντας υψηλοτάτου επιπέδου αισθητική τέρψη και μουσική ουσία(ς) στους ακροατές. Είναι αληθινά σαν να παρακολουθείς ένα κονσέρτο μεγαλύτερου ή μικρότερου ορχηστρικού συνόλου που παίζει άριστα μία σειρά πολύ καλών έργων διαφορετικών ιδιωμάτων. Μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση το κονσέρτο είναι ενός και μόνον εκτελεστή και στο μεγαλύτερο ποσοστό του,, αν όχι εντελώς, δεν αποτελείται από καταγεγραμμένες συνθέσεις αλλά από προϊόντα ελεύθερου αυτοσχεδιασμού τα οποία προκύπτουν από την έμπνευση και το ένστικτο στον εκάστοτε χωρόχρονο. Αξιοθαύμαστο είναι μάλιστα το ότι πραγματοποιείται σε συνεχή, χωρίς την παραμικρή διακοπή, ροή με μόνη εξαίρεση το πρόσθετο, σύντομο και τόσο ευαίσθητο, κομμάτι του encore.
Στα σαράντα πέντε του πλέον, στην καλύτερη και πιο δημιουργική περίοδο του, ο Θοδωρής Οικονόμου είναι πια απολύτως ώριμος αφενός για να νιώσει την ανάγκη να επιχειρήσει κάτι τέτοιο, να εκτεθεί με τρόπο που θα τρόμαζε πάρα πολλούς θαυμάσιους κατά τα άλλα μουσικούς και αφετέρου σε θέση να το πραγματώσει με υποδειγματική ακρίβεια και αρτιότητα. Δεν πρόκειται απλά για ταλέντο, δεξιοτεχνία και φαντασία αλλά για κάτι άλλο που περιλαμβάνει όλα αυτά και ταυτόχρονα τα υπερβαίνει. Και όσο και αν ο ίδιος λέει ότι και η ελληνική μουσική παίζει ρόλο σε αυτό το εγχείρημα του προσωπικά θεωρώ ότι τελικά, πριν και πάνω από όλα, στηρίζεται σε δύο πυλώνες, την κλασική παιδεία του και την αγάπη μα και την γνώση του της jazz και του κυριότερου στοιχείου της του αυτοσχεδιασμού. Σε κάποιες μάλιστα στιγμές, όταν το αριστερό και το δεξί χέρι του έπαιζαν εντελώς διαφορετικά πράγματα που αντιστοιχούσαν σε καθέναν από αυτούς τους πυλώνες αλλά με έναν μαγικό τρόπο συνδυάζονταν σε ένα ενιαίο, υπέροχο σύνολο μου θύμισε μια τεράστια φυσιογνωμία της jazz, τον Αμερικανό επίσης πιανίστα με κλασική παιδεία Bill Evans (1929 – 1980). Και ειλικρινά ελάχιστους μεγαλύτερους επαίνους έχω για έναν σημερινό μουσικό από το να τον συγκρίνω με αυτή την ιδιοφυία...
Δεν γνωρίζω αν ο Θοδωρής Οικονόμου έδωσε σε αυτό το project τον τίτλο «Βυθός» επειδή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Megaron Underground, το νέο, υπόγειο χώρο συναυλιών του Μέγαρου Μουσικής. Για εμένα πάντως είναι απολύτως κατάλληλος γιατί σε αυτή την περίπτωση ό,τι παίζει έρχεται πραγματικά από τον... βυθό, του οργάνου του, δηλαδή το αθέατο εσωτερικό του πιάνου και το ότι κατέχει κανείς καλά το κλαβιέ δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι γνωρίζει και αυτό και τις κρυφές δυναμικές και συχνότητες του, τον βυθό της ίδιας της μουσικής πράξης και εντέλει τα κατάβαθα του ίδιου του εαυτού του, της ψυχής μα και του μυαλού του.
Ανάμεσα στους θεατές της συναυλίας ήταν και ο Θάνος Μικρούτσικος και, όταν μετά το τέλος της του εξέφρασα τον θαυμασμό μου για ό,τι είχαμε ακούσει, μου είπε απλά «ο Θοδωρής είναι τρομερή, μοναδική περίπτωση και όχι μόνο για την Ελλάδα». Και όταν αυτό το λέει ένας δημιουργός που μπορεί να κατανοήσει και να εκτιμήσει σε όλη του την έκταση αυτό που κάνει στο «Βυθός» ο Θοδωρής Οικονόμου γιατί πολύ απλά, είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι, είναι ένας από τους μετρημένους στα δάκτυλα του ενός χεριού Έλληνες ομοτέχνους του που έχουν επιχειρήσει ανάλογα πράγματα (ο νοών νοήτω...) τότε εγώ δεν έχω παρά να το προσυπογράψω και μάλιστα δίχως τον παραμικρό ενδοιασμό.