Καταρχήν να πω ότι αποκόμισα τις καλύτερες εντυπώσεις από το Megaron Underground, το νέο υπόγειο – στο επίπεδο του γκαράζ πιο συγκεκριμένα – συναυλιακό χώρο του Μέγαρου Μουσικής που εγκαινιάστηκε την εφετινή σεζόν. Πρόκειται για το Υποσκήνιο Β’ της αίθουσας Αλεξάνδρας Τριάντη, μιας μικρής χωρητικότητας (μόλις εκατόν εξήντα θέσεις) και πολύ ιδιαίτερης, σχεδόν industrial θα μπορούσα να πω, αισθητικής μα σε ένα βαθμό και ακουστικής αίθουσα η οποία προσφέρεται και προσφέρει μία όντως διαφορετική εμπειρία ζωντανής μουσικής.
Φυσικά αυτό εξαρτάται άμεσα από το ποιος και τι παίζει εκεί και οι Mob Trio, ένα από τα καλύτερα αλλά και πιο ενδιαφέροντα νέα σχήματα της εγχώριας jazz σκηνής, δεν θα μπορούσαν πραγματικά να είναι πιο κατάλληλοι για τον χώρο, όπως βέβαια και το αντίστροφο. Αν και απαριθμούν μόλις τρία χρόνια ύπαρξης και δεν έχουν καν δισκογραφήσει ακόμα έχω ακούσει πάρα πολύ επαινετικά λόγια για αυτούς από συναδέλφους κριτικούς που γνωρίζουν τόσο καλά την jazz ώστε να εμπιστεύομαι απόλυτα την γνώμη τους και οι προσδοκίες μου εκπληρώθηκαν και με το παραπάνω. Οφείλω να πω ότι με κέρδισαν – όπως νομίζω και τους περισσότερους από τους υπόλοιπους θεατές – ήδη από την εισαγωγή του πρώτου κομματιού τους, την σπάνια και πολύ δύσκολη ομολογουμένως περίπτωση κυριαρχίας μεν του ρυθμού αλλά με την μελωδία απολύτως παρούσα και πολύ ισχυρή μάλιστα με την ιδιαιτερότητα όμως του ότι την εκτελούσε ένα από τα δύο μόλις ρυθμικά όργανα που έπαιζαν την δεδομένη στιγμή, το κοντραμπάσο συγκεκριμένα.
Δίχως να είναι ηγέτης σε ένα τρίο που όλα τα μέλη του είναι ολοφάνερα ισότιμα κεντρική φυσιογνωμία αναμφίβολα είναι ο Μάριος Βαληνάκης ο οποίος μάλιστα έχει δύο και πολύ διακριτούς μεταξύ τους «ρόλους». Ο ένας είναι ο χειρισμός των πολλών ηλεκτρονικών εφέ με τα οποία παρεμβαίνει διαμορφώνοντας ή και διαφοροποιώντας τον ήχο των οργάνων των άλλων δύο ενώ επίσης προσθέτει σύντομα μέρη από synthesizers, ρυθμικές λούπες, ακόμα και προηχογραφημένο υλικό ήχων ή και φωνών. Ο άλλος είναι βέβαια ο πρώτος και σημαντικότερος, αυτός του εκτελεστή. Πρόκειται για έναν θαυμάσιο σαξοφωνίστα με προσωπικότατο ήχο και ιδιαίτερα ευρηματικό ο οποίος φυσικά δεν παραλείπει να χρησιμοποιεί συχνά τα εφέ του και στο ίδιο το όργανο του.
Πολύ λίγοι Έλληνες κοντραμπασίστες με έχουν εντυπωσιάσει τόσο για τον τρόπο που όχι απλά παίζουν αλλά αξιοποιούν δημιουργικά το όργανο τους όσο ο Αλέξανδρος Δελής. Οχι μόνον έχει υποδειγματική αίσθηση του ρυθμού, τόσο όταν παίζει pizzicato όπως είθισται στην jazz όσο και με δοξάρι, κάτι που φυσικά είναι εκ των ων ουκ άνευ στο ιδίωμα για το συγκεκριμένο όργανο αλλά διαθέτει, ακόμα και στις πλέον ξέφρενες ρυθμικές στιγμές, μία μελωδικότητα που δεν την συναντάς καθόλου συχνά η οποία μερικές φορές φτάνει να έχει κάτι από την ευφυή και υπέροχη προσέγγιση του αείμνηστου μέγιστου jazz κοντραμπασίστα Charlie Haden. Τον ντράμερ Γιάννη Νοταρά τον έχω παρακολουθήσει και σε άλλες συναυλίες καθώς έχει συνεργαστεί με πολλούς μουσικούς και σχήματα και όχι μόνον jazz, γνωρίζω καλά τις μεγάλες ικανότητες του αλλά αυτή τη φορά εκτίμησα ιδιαίτερα την άνεση με την οποία λειτουργούσε στις πολυρυθμίες οι οποίες χαρακτηρίζουν την πλειοψηφία των συνθέσεων του συγκροτήματος.
Ειδικά όταν ο Μάριος Βαληνάκης πιάνει το σαξόφωνο του και «βγαίνει μπροστά» ως το μόνο αποκλειστικά μελωδικό όργανο τους και με το κοντραμπάσο να...σαρώνει συνοδεύοντας τον οι Mob Trio είναι κυριολεκτικά... ακαταμάχητοι. Οι εμπνεύσεις περισσότερο παρά τυπικές επιρροές τους διατρέχουν σχεδόν όλη την Ιστορία της jazz με έμφαση στην πιο σύγχρονη περίοδο της, από απόηχους του κινήματος της free και την πολύ σχετική με την τελευταία αρμολωδική προσέγγιση του James Blood Ulmer μέχρι τις μουσικολογικές αναζητήσεις του Steve Coleman για τις ρίζες της αφροαμερικανικής παράδοσης αλλά και το ξεκίνημα των Lounge Lizards του John Lurie, όταν στους δύο πρώτους δίσκους τους ήταν ένα σφιχτοδεμένο κουιντέτο που έπαιζε jazz σαν να ήταν...rock. Και όταν ο Αλέξης Δελής αφήνει το κοντραμπάσο για να πιάσει την ηλεκτρική εκδοχή του (κάτι που δεν συνηθίζεται καθόλου στην, έστω και σύγχρονη, «ορθόδοξη» jazz) όπως στο σχεδόν…κατακλυσμικό τελευταίο κομμάτι το αποτέλεσμα δεν μπορεί να περιγραφεί παρά σαν...ψυχεδελικό funk με rock αποχρώσεις, φέρνοντας στο νου ως και Sly And The Family Stone!
Οπως ακριβώς είκοσι τέσσερις ώρες πριν στον Παρνασσό ο Θοδωρής Οικονόμου είχε υφάνει από τα πιο ετερόκλητα συστατικά το πλέον γλυκό, ζεστό και κατάλληλο soundtrack για μία παγωμένη χειμερινή αθηναϊκή νύχτα έτσι και οι Mob Trio, με μόνο κοινό παρονομαστή την jazz αλλά με πολύ διαφορετικό τρόπο, απελευθέρωσαν για λίγη ώρα μέσα από τα ανήσυχα urban ηχοτοπία τους ένα μικρό μέρος της έντασης, ίσως και της οργής ακόμα, η οποία διακατέχει υπόγεια - στην κυριολεξία στην συγκεκριμένη περίπτωση! - αυτή την πόλη. Ένταση και οργή ανθρώπων στους οποίους δεν αρέσει και δεν αρκεί η καθημερινότητα της σημερινής Ελλάδας και ειδικότερα της Αθήνας και αρκετοί από αυτούς έχουν πολλές ιδέες αλλά και διάθεση για νέα, πρωτότυπα μα και ουσιαστικά πράγματα που όμως δυστυχώς μια σειρά από παράγοντες – οι περισσότεροι από τους οποίους δεν έχουν καμία σχέση με την δημιουργικότητα, ούτε καν με τον πολιτισμό αλλά με πολύ πιο πεζούς και εντέλει θλιβερούς λόγους – δεν τους επιτρέπουν να υλοποιήσουν. Δεν μπορούμε παρά να ελπίζουμε ότι αυτό δεν θα συμβαίνει για πάντα...