Το εκτελεστικό σκέλος, τουλάχιστον για όσους παρακολουθούν τις ελληνικές ορχήστρες, δεν χρειάζεται καν σχόλιο. Πολύ συνοπτικά θα πω ότι η Καμεράτα Ορχήστρα Φίλων Της Μουσικής, ήταν στο συνηθισμένο άριστο επίπεδο της. Δεν ήταν αναμενόμενο αλλά δεδομένο, ειδικά όταν την διηύθυνε ο αρχιμουσικός και καλλιτεχνικός διευθυντής της Γιώργος Πέτρου, ένα παραπάνω μάλιστα καθώς η έμπνευση, το ρεπερτόριο και ακόμα και η δομή της συναυλίας ήταν εξολοκλήρου δικά του.
Όσον αφορά όμως στο περιεχόμενο όσον αποτελεί δικαίωμα κάθε μαέστρου να δοκιμάσει ή και να πειραματιστεί, ο ίδιος μα και η ορχήστρα του, με υλικό εκτός του κλασικού ρεπερτορίου άλλο τόσο είναι δικαίωμα (κατά την γνώμη μου και υποχρέωση) ενός κριτικού που σέβεται και τιμά το λειτούργημα του να αποτιμήσει τις επιλογές του. Με όλο τον σεβασμό στη γνώμη του Γιώργου Πέτρου που την εξέφρασε στην συνέντευξη του (εδώ) η συμφωνία «Heroes» του Philip Glass είναι ένα έργο με πολλαπλά προβληματικό. Πριν από όλα το να μετεγγραφεί για ορχήστρα ένας rock δίσκος στην ολοκληρία του είναι ένα εγχείρημα πάρα πολύ δύσκολο, χωρίς να αναρωτηθώ καν για τη ματαιότητα του ή μη. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για έναν από τους κορυφαίους του μέγιστου απόντα David Bowie, με όλες τις ιδιαιτερότητες της γραφής του.
Πέραν αυτού ο Philip Glass είναι ένας δημιουργός από τον οποίο δεν λείπει σχεδόν ποτέ η πρωτογενής έμπνευση, το να εκκινεί λοιπόν από απολύτως «εξωγενή» πηγή έμπνευσης όχι μόνο δεν του προσφέρει το παραμικρό αλλά αντίθετα ίσως και να τον βλάπτει δημιουργικά. Δεν είναι παράξενο λοιπόν ότι το αποτέλεσμα στην πλειοψηφία του είναι μια ευχάριστη μεν αλλά και υπερβολικά «ουδέτερη» ambience, μερικές φορές ακόμα και αδιάφορη και μόνο λίγο πριν το φινάλε, όταν επιτέλους εμφανίζονται τα glissandi των εγχόρδων – σήμα κατατεθέν του σπουδαίου Αμερικανού μινιμαλιστή, αποκτά κάποιο ενδιαφέρον. Μια τέτοια εγγενής αδυναμία δεν μπορεί να καλυφθεί από καμία ορχήστρα και μαέστρο, όσο άψογη και αν είναι η πρώτη και εξαίρετος ο δεύτερος.
Το έργο του δεύτερου μέρους είναι πολύ πιο σύνθετο αλλά επίσης πολύ πιο αδύναμο. H κλασική παιδεία του αείμνηστου Jon Lord τον έκανε να γνωρίζει τα μυστικά της συμφωνικής γραφής και ορχήστρας, αυτό δεν σημαίνει όμως και ότι ήταν συμφωνικός συνθέτης. Επίσης το «Concerto For Group And Orchestra» ενώ μεν γράφτηκε για οποιαδήποτε ορχήστρα αντίθετα προοριζόταν για ένα πολύ συγκεκριμένο....γκρουπ, εκείνο του οποίου το να είναι μέλος ήταν η βασική ιδιότητα του Jon Lord, των Deep Purple. Αυτό συνεπαγόταν ότι αφενός έπρεπε να διασφαλίσει ότι ο σταρ του συγκροτήματος, ο κιθαρίστας Ritchie Blackmore, θα είχε τον πρώτο... ρόλο όσον αφορά στην δική τους πλευρά αλλά και ότι θα ήταν έστω παρών ο τραγουδιστής τους Ian Gillan, κάτι που φυσικά σε ένα συμφωνικό έργο δεν θα συνέβαινε σχεδόν ποτέ.
Ο Lord τα έπραξε και τα δύο, το δεύτερο με ένα ευτυχώς σύντομο φωνητικό μέρος, ουσιαστικά ένα «εμβόλιμο», μέτριο στιχουργικά μα και μουσικά, τραγουδάκι σε δύο σημεία στα οποία μεσολαβεί ένα εκτενές ορχηστρικό μέρος. Ο συνδυασμός όμως όλων αυτών των όχι ευμενών για μια συμφωνική σύνθεση παραγόντων τον οδήγησε σε ένα έργο που έχει μεν αρετές, κυρίως μελωδικές και ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος αλλά και αρκετά ελαττώματα όπως μια «μπραβούρα», απόρροια μιας όχι καλά αφομοιωμένης επιρροής από τον ρομαντισμό η οποία σε ορισμένα σημεία το κάνει μια αδέξια μίμηση, για παράδειγμα, μιας ουβερτούρας του Μπετόβεν και, ακόμα περισσότερο, μια φλυαρία, συχνότερα του γκρουπ αλλά και της ορχήστρας και μερικές φορές αμφοτέρων.
Η Κσμεράτα ήταν φυσικά εξίσου καλή με το πρώτο μέρος, ο θαυμάσιος μπασίστας Δημήτρης Τίγκας και ο κυρίως jazz ντράμερ Γιάννης Σταυρόπουλος αναπλήρωσαν (και όχι απλά υποκατέστησαν) υποδειγματικά την γρανίτινη rhythm section αντίστοιχα των Roger Glover και Ian Paice και ο Γιάννης Παπαδόπουλος απέδωσε πιστότατα τα ανοικονόμητα σόλο του Ritchie Blackmore – πιθανότατα άλλωστε είναι μαθητής της «σχολής» του τελευταίου – αν και ομολογουμένως μου άρεσε πολύ περισσότερο τις λίγες στιγμές που η κιθάρα κινείτο σε blues ή ακόμα και folk δρόμους και συνδυαζόταν με έναν πολύ όμορφο και ατμοσφαιρικό τρόπο με την ορχήστρα.
Ο Χρήστος Μάστορας των Μέλιssεs ήταν απλά επαρκής και καθώς το φωνητικό μέρος του έργου είναι πολύ περιορισμένο δεν με ενόχλησε. Εκείνος όμως που αναμφίβολα έκλεψε την παράσταση ήταν ο Γιώργος Πέτρου με το κλαβιέ του Hammond organ τοποθετημένο μπροστά του στο πόντιουμ, όχι μόνο παίζοντας το ίδιο καλά όσο διηύθυνε αλλά και περνώντας από το ένα στο άλλο αστραπιαία και, ακόμα δυσκολότερο, σε ορισμένα σημεία κάνοντας ταυτόχρονα με το ένα χέρι το πρώτο και με το άλλο το δεύτερο. Ηταν μια ακόμα απόδειξη όχι μόνο του ταλέντου αλλά και του πόσο ξεχωριστή είναι αυτή η τόσο ολοκληρωμένη μουσική προσωπικότητα. Ο Γιώργος Πέτρου αντί να αρκεστεί στο ότι ήδη είναι ένας καταξιωμένος μαέστρος στο εξωτερικό, όπως θα έκανε σχεδόν οποιοσδήποτε άλλος, εντός της Ελλάδας αφενός, με πάρα πολύ κόπο, ακόμα και προσωπικές θυσίες, κρατάει ενωμένη και ενεργή την ορχήστρα της οποίας δεν είναι απλά καλλιτεχνικός διευθυντής μα κυριολεκτικά η «ψυχή» της εξασφαλίζοντας έτσι εργασία στους και στις βιρτουόζους που την αποτελούν ενώ παράλληλα έχει τις ιδέες και βρίσκει τρόπους ώστε να φέρνει στις συναυλίες της κοινό το οποίο διαφορετικά είναι πολύ πιθανό να μην άκουγε ποτέ μιαν ορχήστρα να παίζει ζωντανά. Δεν μπορώ να μην τον συγχαρώ δημόσια για αμφότερα αυτά που μάλιστα τα κάνει επί της ουσίας αφιλοκερδώς!
Η μεγάλη έκπληξη όμως και για εμένα το αποκορύφωμα της συναυλίας ήταν το encore. Ενα από τα πιο κλασικά τραγούδια των Deep Purple, το «Child In Time», ιδίως στο πρώτο μέρος του που παίχτηκε μόνον από το «γκρουπ» (με μόνο τον Χρήστο Μάστορα να υστερεί εμφανώς καθώς δεν φτάνει το ερμηνευτικό επίπεδο του Ian Gillan αλλά και ήταν εντελώς «εκτός κλίματος») αλλά δίχως να υπολείπεται καθόλου και το δεύτερο, όταν προστέθηκε αριστοτεχνικά η ορχήστρα. Τα γεμάτα από γνώση και γνήσιο μεράκι ξεσπάσματα στο κλαβιέ του Γιώργου Πέτρου στο πρώτο μέρος του τραγουδιού όμως με έκαναν να σκεφτώ ότι θα ήταν πολύ καλό να τον απολαύσουμε ξανά ως εκτελεστή οποιουδήποτε από όλα σχεδόν τα πληκτροφόρα όργανα στα οποία είναι τόσο ικανός και σε όποιο project επιλέξει όχι όμως στο πλαίσιο μιας ακόμα διεύθυνσης του της Καμεράτα αλλά αυτόνομα!