Το καλύτερο και ισχυρότερο στοιχείο της ήταν η μουσική του νέου, ηλικιακά και δημιουργικά, συνθέτη Μιχάλη Παρασκάκη, ο οποίος είναι επίσης και λυρικός ερμηνευτής εξειδικευμένος στην σύγχρονη μουσική, κάτι που προφανώς τον έκανε εξαρχής κατάλληλο να αναλάβει αυτή την καινούρια όπερα. Δεν μπορώ φυσικά να γνωρίζω αν το αποτέλεσμα θα ήταν ακόμα καλύτερο αν ακουγόταν ζωντανά, εκτελεσμένο από το πολύ ιδιόμορφο σχήμα που είχε επιλέξει, τον βαρύτονο Βασίλη Δημακόπουλο συν σαξόφωνο και τρομπόνι από δύο εκλεκτούς σολίστ. Ακόμα και ηχογραφημένη όμως στον υπολογιστή του και να ακούγεται διαμέσου αυτού η μουσική του ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρουσα και σε κάποια σημεία θαυμάσια, πάντα φυσικά εννοείται στο πλαίσιο μιας απόλυτα σύγχρονης γραφής μα και θεώρησης.
Το ότι περνούσε από το λάπτοπ του του έδινε την δυνατότητα να παρεμβαίνει στις τρεις ηχητικές πηγές πλέον τις οποίες είχε στην διάθεση του, να αλλάζει τις τονικότητες, τα ηχοχρώματα και άλλες παραμέτρους τους αλλά επίσης και να προσθέτει αμιγώς ηλεκτρονικούς ήχους συνδυάζοντας τους με διάφορους τρόπους και βαθμούς με το προηχογραφημένο υλικό. Αυτό που προέκυπτε ήταν ένα άκουσμα στην πλειοψηφία του ηλεκτρονικής χροιάς αν και όχι αποκλειστικά υφής το οποίο κινείτο σε ένα πεδίο το οποίο ξεκινούσε από την ατμοσφαιρικότητα της ambient, περνούσε από κάποτε ακραία avant garde drones και noise και έφτανε μέχρι pulses χαμηλών συχνοτήτων που θύμιζαν το μινιμαλιστικό techno και, μαζί με τα φωνητικά μέρη που είχε γράφει, αποτελούσε μια μουσική πρόταση σημερινή, πρωτότυπη, ολίγον μυστηριακή και άκρως σαγηνευτική.
Το σκηνικό της Κατερίνας Χάρου ήταν επίσης πολύ ευρηματικό και, από κοινού με τα κουστούμια της Αλεξίας Χρυσοχοΐδου, αυτά από τα οποία προέκυπτε – και ταυτόχρονα τον αιτιολογούσαν – ο χαρακτηρισμός της παράστασης ως εικαστικής όπερας. Η ηγέτιδα της Oper(o) Εριφίλη Γιαννακοπούλου είχε αναλάβει εξολοκλήρου το ερμηνευτικό βάρος αλλά, όσο και αν είναι μια πάρα πολύ καλή υψίφωνος, δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι η μάλλον πολύ πιο κοντά στο παραδοσιακό λυρικό θέατρο τεχνική την οποία χρησιμοποίησε ταίριαζε και τόσο με την τόσο ανανεωτική μουσική της συγκεκριμένης όπερας.
Ως λόγος για να μεταφερθεί ο μύθος του Ορφέα είχε επιλεχθεί το εμβληματικό έργο του μέγιστου ποιητή Τ. Σ. Ελιοτ «Τα Τέσσερα Κουαρτέτα». Πιστεύω όμως ότι θα υπήρχαν και πιο αποτελεσματικοί τρόποι για να αξιοποιηθεί από την ανάγνωση του από έναν ηθοποιό (;) ο οποίος καθόταν σε ένα είδος υπερυψωμένου γραφείου. Εξαιρετικά αμήχανη και μπερδεμένη ως προς τις προθέσεις της, άλλοτε ασκήσεις ύφους και άλλοτε επίδειξη δεξιοτεχνίας, ήταν η χορογραφία της Πωλίν Υγκέ (εκτός από την ίδια που υποθέτω ότι είχε τον κεντρικό ρόλο τα ονόματα των λίγων άλλων χορευτριών, πολύ κακώς θεωρώ, δεν αναφέρονταν καν στο πρόγραμμα, όπως και του αναγνώστη της ποίησης του Ελιοτ).
Τέλος οι σκηνοθέτιδες, παρότι στο σημείωμα τους αναφέρουν το αντίθετο, είχαν εστιάσει κυρίως στο τελολογικό στοιχείο του μύθου του Ορφέα αφήνοντας σχεδόν να διαλάθουν αυτά της υπέρβασης του θανάτου και, ακόμα σημαντικότερο, της δημιουργικής έκφρασης, της μουσικής αλλά και της ποίησης, διαμέσου της οποίας πραγματοποιείται αυτή. Το αποτέλεσμα ήταν μια παράσταση που η τελική αίσθηση την οποία σου άφηνε ήταν υπερβολικά και αδικαιολόγητα σε σχέση με το θέμα της «βαριά». Αν όμως αυτή ήταν μια θυμική επιλογή τους για την οποία δεν μπορείς να τις ψέξεις δεν ισχύει το ίδιο και για αυτό που προανέφερα ότι φαινόταν ήδη στο πρόγραμμα.
Στην παράσταση δηλαδή υπήρχαν εντέλει συνολικά έξι διαφορετικά οράματα τα οποία δεν κατάφεραν παρά ελάχιστες στιγμές να συνδυαστούν σε ένα στοιχειωδώς κοινό. Αυτό μπορούσε να το κατορθώσει μόνον η σκηνοθεσία που όμως αρκέστηκε στο να λειτουργεί ως πλαίσιο - και μάλιστα χαλαρό – για τα υπόλοιπα πέντε. Στην πράξη αυτό οδήγησε σε μια παράσταση χωρίς σαφή προσανατολισμό, ακόμα και δίχως καν καθοδήγηση μερικές φορές. Αποκορύφωμα η τελική σκηνή της μεταμόρφωσης του Ορφέα η οποία, αντί να είναι το σημείο της όντως υπερβατικής απογείωσης του έργου και παρά το πολύ κατάλληλο τελετουργικό/trance ύφος της μουσικής του Μ. Παρασκάκη που μάλιστα, για πρώτη και μοναδική φορά σε την διάρκεια, ο ίδιος το ενίσχυε ρυθμικά με ένα τύμπανο αλλά χρησιμοποιώντας επίσης ως κρουστό και το μεταλλικό κάγκελο του σκηνικού, αποδόθηκε με έναν τουλάχιστον ατυχή τρόπο. Όλες δηλαδή οι συντελέστριες, μαζί και ο «αναγνώστης» αλλά εκείνος βαδίζοντας, έτρεχαν γύρω – γύρω στη σκηνή, φοβάμαι όμως όχι δίκην Μαινάδων αλλά...παιδικής χαρά ή έστω πάρτι αναλόγων ηλικιών.
Αν τελικά το «Orheus» λειτουργούσε άψογα σε κάποιο σκέλος του αυτό ήταν σίγουρα το εικαστικό, ακόμα περισσότερο ίσως αν το έβλεπες από το ύψος του θεωρείου όπως συνέβη με εμένα. Κατά τα άλλα ήταν ένα σύνολο του οποίου τα μέρη δεν ήταν καθόλου ισοδύναμα και, ακόμα σημαντικότερο, δυστυχώς πολύ λίγες φορές κατάφερναν να μην δείχνουν ετερόκλητα. Αν λοιπόν η Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, από την φύση της και όπως δείχνει και το όνομα της, πρέπει, μπορεί και πολύ σωστά επιτρέπει τους πειραματισμούς, όσο ρηξικέλευθοι και αν είναι, δεν μπορώ να μην καταλήξω λέγοντας ότι ο συγκεκριμένος πειραματισμός κάθε άλλο παρά ως επιτυχημένος μπορεί να κριθεί. Δεν αποτελεί μομφή αυτό αλλά απλή αντικειμενική παρατήρηση προς όλους, ακόμα και τους ίδιους τους συντελεστές της παράστασης οι οποίοι ολοφάνερα είχαν μοχθήσει πολύ για αυτήν, για το τι πρέπει να αποφεύγεται στο μέλλον.