Μπορεί να είναι δική μου η παρανόηση ή δική μου η επιθυμία, αλλά όταν βλέπω σε μια αφίσα τις φωτογραφίες καλλιτεχνών με την ένδειξη «μαζί», τους φαντάζομαι όχι μόνο να μοιράζονται διαδοχικά τη σκηνή στο χρονικό πλαίσιο ενός μουσικού προγράμματος, αλλά και να συνυπάρχουν σε αυτή για αρκετή ώρα.
Υπήρξαν περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια που, πέρα από τα προσωπικά μέρη στο πρόγραμμα, αυτά τα ονόματα όντως εμφανίζονταν αρκετή ώρα μαζί, αλλά και περιπτώσεις που η κοινή παρουσία ήταν σχετικά μικρής διάρκειας σε σχέση με το σύνολο της βραδιάς ή σε σχέση έστω με τις δικές μου προσδοκίες.
Στο όμορφο και ζεστό «Γυάλινο Μουσικό Θέατρο» το πρόγραμμα της Αλέκας Κανελλίδου και του Γιάννη Σπανού δε σου αφήνει πολλά περιθώρια για τις παραπάνω ενστάσεις, ακόμα κι αν είναι βάσιμες. Γιατί, μετά από κάτι λιγότερο από 4 ώρες που διαρκεί, βγαίνεις σιγοψιθυρίζοντας όχι μόνο αγαπημένα τραγούδια, αλλά και τραγούδια από το πλουσιότατο ρεπερτόριο και των δύο που δεν τα ακούς πολύ συχνά αλλού. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή.
Στις πρώτες δυόμιση ώρες (μαζί με ένα μικρό διάλειμμα) κυριαρχεί στη σκηνή η Κυρία Αλέκα Κανελλίδου. Όχι μόνο με το ιδιαίτερο ηχόχρωμα της φωνής της, αλλά με την όλη παρουσία της. Την ευγένεια, τη φινέτσα, τη λιτότητα, την εσωτερικότητα, την αισθαντικότητα, την προσήλωση αυστηρά και μόνο στο τραγούδι, χωρίς να παραβλέπει τη συμμετοχή στην ψυχαγωγία του «ζωηρού» (δικός της ο χαρακτηρισμός, προσωπικά θα ήμουν πολύ πιο αυστηρός) κοινού της συγκεκριμένης βραδιάς. Το προτρέπει να τραγουδήσει μαζί της, αλλά ξέρει και να κρατά τις αποστάσεις της από αυτό επιβάλλοντας απόλυτα την προσωπικότητά της στον χώρο, κερδίζοντας την προσοχή και τον σεβασμό.
Το πρόγραμμά της ξεκινά με το “Crazy girl” του Μίμη Πλέσσα που πρωτοηχογράφησε η ίδια και συνεχίζει με μια σειρά τραγουδιών από τις συνεργασίες που είχε με αρκετούς συνθέτες στη μακρόχρονη πορεία της στη δισκογραφία: από τη Νινή Ζαχά και τον Αλέξη Παπαδημητρίου μέχρι τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τον Μάριο Τόκα και τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Δε δόθηκε βάρος σε jazz standards - όπως ίσως περίμενα – ακούστηκαν ωστόσο ξένα τραγούδια που η Αλέκα Κανελλίδου έχει ερμηνεύσει στα ελληνικά όπως «Πόσο γλυκά με σκοτώνεις» (“Killing me softly”-ελληνικοί στίχοι Δημήτρη Ιατρόπουλου), «Μόλις χθες» (“Hier encore”-ελληνικοί στίχοι Νινής Ζαχά), «Τα’ χει αυτά η ζωή» (“Making up again”-ελληνικοί στίχοι Γιάννη Καλαμίτση), αλλά και το “I who have nothing” και φυσικά το «Άσε με να φύγω» (του Γιώργου Μανίκα και του Νίκου Ελληναίου), λίγο πριν ολοκληρώσει την εμφάνισή της.
Η μουσική συνάντηση της Αλέκας Κανελλίδου με τον Γιάννη Σπανό επί σκηνής πραγματοποιείται στο τέλος του πρώτου μέρους, όταν εκείνη τον καλωσορίζει ως «έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες όλων των εποχών στην Ελλάδα» και εκείνος τη συνοδεύει, μαζί με όλη την ορχήστρα, σε δύο τραγούδια («Ήρθε ένας φίλος» και «Οι νόμοι» σε στίχους Πυθαγόρα και τα δύο) από τον κοινό τους δίσκο του 1976, ενώ στη συνέχεια εκείνη ερμηνεύει με ξεχωριστό τρόπο δικές του συνθέσεις : «Αν μ’ αγαπάς» (στίχοι Τάκη Καρνάτσου), «Είπα να φύγω» (στίχοι Λευτέρη Παπαδόπουλου), «Προσωπικά» (στίχοι Λίνας Νικολακοπούλου), «Θα με θυμηθείς» (στίχοι Πυθαγόρα), «Σ’ ένα εξπρές» (στίχοι Κυριάκου Ντούμου) και τέλος, πιάνο-φωνή χωρίς καμία μικροφωνική ενίσχυση μέσα σε απόλυτη ησυχία, το «Άνθρωποι μονάχοι» (στίχοι Γιάννη Καλαμίτση). Από τα πιο όμορφα κομμάτια της βραδιάς που προσωπικά θα το ήθελα μεγαλύτερο.
Μετά το διάλειμμα, η Αλέκα Κανελλίδου επανέρχεται πάλι με τραγούδια από τη δισκογραφία της, αλλά και με ένα μικρό αφιέρωμα σε τραγούδια του ελληνικού ελαφρού ρεπερτορίου. Μελωδίες του Αλέκου Σπάθη, του Μιχάλη Σουγιούλ και - περισσότερο -του Γιώργου Μουζάκη, κάποιες από τις οποίες τις είχε τραγουδήσει και η ίδια σε δύο προσωπικές της δισκογραφικές δουλειές με επανεκτελέσεις παλιών τραγουδιών το 1982 και το 1995. Η εμφάνισή της στη βραδιά θα ολοκληρωθεί με ένα τραγούδι που αγαπά πολύ όπως μας είπε, τα «Ήσυχα βράδια» του Λάκη Παπαδόπουλου και της Μαριανίνας Κριεζή.
Το τελευταίο μεγάλο και πιο εξωστρεφές σε πολλά σημεία μέρος του προγράμματος είναι γεμάτο με γνωστά τραγούδια του Γιάννη Σπανού, ενός δημιουργού του οποίου οι χαμηλοί τόνοι είναι αντιστρόφως ανάλογοι με τη σημαντικότητα και τη διάρκεια του έργου του. Ο ίδιος κάθεται στο πιάνο και η Πένυ Ξενάκη με τον Δημήτρη Σαββαΐδη τραγουδούν, μαζί με τον κόσμο, μερικές από τις μεγάλες του επιτυχίες, από τις μπαλλάντες ως τα λαϊκά του τραγούδια.
Θα ήταν λάθος να μην αναφερθεί η συμβολή της ορχήστρας στο αποτέλεσμα ξεκινώντας από τον πιανίστα Γιώργο Τσοκάνη που έχει τη μουσική διεύθυνση και υπογράφει και τις ενορχηστρώσεις. Μαζί του ο Γιώργος Σχοινάς (ακορντεόν), ο Μίμης Ντούτσουλης (κοντραμπάσο), ο Γιώργος Κατσίκης (τύμπανα), ο Θωμάς Καραμαζάκης (κιθάρα) και ο προαναφερθείς Δημήτρης Σαββαΐδης που, εκτός από τραγούδι, έπαιξε μπουζούκι.
«Το feeling των καλλιτεχνών μένει ίδιο στον χρόνο» είπε κάποια στιγμή η Αλέκα Κανελλίδου, κάτι που επιβεβαίωσε με τη διαχρονικότητα της χροιάς της. Μια ερμηνεύτρια που η διακριτική της παρουσία – και η απουσία κάποιες φορές – την έχουν κάνει συνειδητή επιλογή στο κοινό που την ακολουθεί πιστά έχοντας στην καρδιά του τα τραγούδια που έχει εκείνη ερμηνεύσει, άρρηκτα συνδεδεμένα με τη δική της φωνητική ταυτότητα. Δίπλα της, ο σπουδαίος (με όλη τη σημασία της λέξης) Γιάννης Σπανός με τη γενναιοδωρία, το χιούμορ, την ευαισθησία και τη γλυκύτητα που πάντα τον χαρακτήριζε, εντός και εκτός πενταγράμμου. Δύο ξεχωριστοί καλλιτέχνες που η παρουσία τους στη σκηνή εκπέμπει, υπογραμμίζει και αναδεικνύει κάτι που οφείλει να υπάρχει παράλληλα με την επιτυχία, τη λάμψη και την αναγνωρισιμότητα : το σκηνικό ήθος.