Ήδη από την κυκλοφορία του πρώτου δίσκου του «Ανεπίδοτα Γράμματα» (1977) σε ποίηση Άρη Αλεξάνδρου και ερμηνεία του αείμνηστου Σάκη Μπουλά και της Αφροδίτης Μάνου, είχε διαμορφώσει μια προσωπική μουσική γλώσσα. Στο πέρασμα του χρόνου και καθώς ωρίμαζε δημιουργικά κατακτούσε αυτήν τη γλώσσα όλο και περισσότερο, ώσπου πλέον την έκανε να φέρει εντελώς τη σφραγίδα του ακόμα και όταν τα έργα του ήταν από τα πλέον αντισυμβατικά, για παράδειγμα τα ηλεκτρονικά του καθώς κανένας μάλλον συνθέτης του είδους μα και της γενεάς του δεν έχει ασχοληθεί σε τέτοια έκταση, βάθος και γνώση αλλά και τόσο συχνά με τα synthesizers και τα υπόλοιπα μέσα της ηχητικής τεχνολογίας.

 

Δύο είναι οι βασικοί πυλώνες αυτής της μουσικής γλώσσας του. Ο πρώτος προέρχεται απευθείας από την κλασική παιδεία του και δεν είναι άλλος από τον ρομαντισμό του 19ου αιώνα. Ο δεύτερος είναι ο θεμέλιος λίθος του ελληνικού λόγιου – και όχι λαϊκού, αυτός είναι φυσικά ο Μίκης Θεοδωράκης – τραγουδιού, δηλαδή ο Μάνος Χατζιδάκις. Ο Μιχάλης Γρηγορίου όμως δεν είναι καν επίγονος του καθώς κανείς μάλλον δεν αξιοποίησε – και όχι απλά χρησιμοποίησε – την κληρονομιά του όπως αυτός. Επί της ουσίας δεν έχει επηρεαστεί τόσο από την γραφή όσο από την προσέγγιση και την αισθητική, με πρώτη και κυριότερη την κομψότητα, η οποία χαρακτήριζε τον Χατζιδάκι, με έναν τρόπο που θα τολμήσω να πω ότι και ο ίδιος ο κορυφαίος συνθέτης μας θα ενέκρινε και με το παραπάνω.

 

Όλα αυτά βέβαια θα μπορούσε πολύ ωραία να θεωρηθεί ότι συνιστούν μια μανιέρα. Εκείνο όμως που όχι απλά διαφοροποιεί την έστω και μανιέρα του Γρηγορίου από όλες τις υπόλοιπες είναι η αφοπλιστική, σχεδόν... υπερβολική ομορφιά της μουσικής του! Αυτή η ομορφιά είναι που εντέλει όχι μόνο χαρακτηρίζει αλλά και δίνει την ταυτότητα στο σύνολο των έργων του, ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις του, πάντα πάντως υψηλού, επιπέδου της έμπνευσης τους οι οποίες είναι φυσιολογικές για κάθε δημιουργό.

 

Τα τέσσερα συνολικά έργα που παρουσίασε σε αυτήν τη συναυλία ήταν όλα από πολύ καλά μέχρι υπέροχα. Στα δύο καινούρια του πρώτου μέρους, τα: «Η Λήδα και ο κύκνος» και «Τα παγώνια της Μονής Βλατάδων», η ποίηση της Κατερίνας Καριζωνη, παρά τις ωραίες εικόνες της που κυρίως απέδιδαν αλληγορικά την «υπόγεια» μοναξιά και αλλοτρίωση του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος, δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε. Η μουσική αξία τους όμως ήταν πολύ υψηλή, με πολλές πάρα πολύ σαγηνευτικές λεπτομέρειες να χρωματίζουν το παίξιμο του συνθέτη στο πιάνο. Ο Τάσης Χριστογιανόπουλος όχι απλά ένας από τους καλύτερους βαρύτονους μας αλλά κυριολεκτικά κορυφαίος ερμηνευτής και επιπλέον με πολύ μεγάλη οικειότητα με το έργο του Γρηγορίου καθώς η φωνή του, μαζί με αυτές των Σαβίνας Γιαννάτου και Μαρίας Φαραντούρη, συμπληρώνει τις τρεις αγαπημένες του δημιουργού, δεν χρειάζεται βέβαια κανένα σχόλιο.

 

Το μεγάλο στοίχημα ήταν για την Καλλιόπη Βέττα η οποία δοκιμαζόταν για πρώτη φορά σε τέτοιου είδους τραγούδια, ανάλογο βέβαια με αυτό του συνθέτη ο οποίος επίσης χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ερμηνεύτρια του είδους αλλά και των καταβολών της. Δεν έχω να πω παρά μόνον ότι η ερμηνεία της ήταν επαρκέστατη και απολύτως ικανοποιητική, τόσο στα σολιστικά μέρη της όσο και στα, ακόμα πιο απαιτητικά, ντουέτα της με τον Χριστογιανόπουλο. Θα προσθέσω μόνον ότι θα ήταν ακόμα καλύτερη αν απέφευγε σε μερικά σημεία μιαν υπερβολή στις ψηλές νότες και έμενε στην φυσική περιοχή της φωνής της η οποία επίσης ήταν και αυτό που χρειάζονταν το τραγούδια, όπως δηλαδή έκανε στο μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας της εμφάνισης της.

 

Τα δύο ολίγον παλαιότερα έργα του δεύτερου μέρους ήταν μάλλον ακόμα καλύτερα, πριν από όλα γιατί ήταν γραμμένα σε μετρική και όχι ελεύθερη ποίηση, το «Mauve» των Επτανησίων Σικελιανού, Βαλαωρίτη και Μαβίλη. Εκτός όμως από αυτό ήταν εγγύτερα στο πιο «κλασικό», αν μπορώ να το αποκαλέσω έτσι, ύφος και αισθητική του Γρηγορίου το οποίο προφανώς ταιριάζει πολύ περισσότερο στον Χριστογιανόπουλο και με πλουσιότερη ενορχήστρωση καθώς τα όργανα δύο εξαίρετων σολίστ, του βιολιστή Φραντς Σεστάν και του βιολοντσελίστα Βαγγέλη Νίννα, προστέθηκαν στο πιάνο του ιδίου, αναδεικνύοντας έτσι φυσικά ακόμα περισσότερο τις αρετές και ιδιαίτερα την καλαισθησία της μουσικής του.

 

Κορύφωση όμως της βραδιάς θεωρώ το «Purple», δηλαδή μελοποίηση σονέτων του Σέξπιρ στο αγγλικό πρωτότυπο, με γοητευτικότατους μακρινούς απόηχους από την κελτική μουσική παράδοση από τα δύο έγχορδα τα οποία συνεπικουρούσε σε μερικά τραγούδια το ντέφι που έπαιζε ο Τάσης Χριστογιανόπουλος (!) ο οποίος, ειδικά σε αυτό το έργο, ήταν απλά περισσότερο και από τέλειος. Στο τελευταίο τραγούδι βέβαια συνέβη κάτι που πολύ σπάνια βλέπουμε σε συναυλίες. Η εξαιρετική απαιτητική προφανώς παρτιτούρα σε συνδυασμό ίσως με τον εύκολα εξηγήσιμο μη ικανό αριθμό προβών, προκάλεσε ένα λάθος στην εκτέλεση του το οποίο υποχρέωσε τον συνθέτη να την διακόψει. Το ίδιο όμως συνέβη και στην επανάληψη του, όπως αντιλήφθηκε πρώτος ο ερμηνευτής και η διακοπή αυτή τη φορά σήμανε και το ολίγον πρόωρο τέλος της συναυλίας.

 

Το γεγονός αυτό προκάλεσε τον ολοφάνερο – και πλήρως κατανοητό - εκνευρισμό του Μιχάλη Γρηγορίου, κάτι που από τη μια δείχνει τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητα με τις οποίες αντιμετωπίζει τη μουσική του αλλά βέβαια και το κοινό, από την άλλη όμως δεν μείωσε ούτε στο ελάχιστο την εντύπωση μιας θαυμάσιας συναυλίας ενός πολύ σπουδαίου δημιουργού. Μοναδικό της αρνητικό για εμένα ήταν η μικρή απογοήτευση στη σκέψη του γιατί δυστυχώς δεν του δίνεται η ευκαιρία να παρουσιάζει περισσότερα έργα του και συχνότερα!