Η βραδιά ξεκίνησε με μιαν εκτενή και κατατοπιστικότατη ομιλία (με την υποστήριξη οπτικού υλικού) του κριτικού και ιστορικού μουσικής Γιώργου Μονεμβασίτη για τους δύο ελληνική καταγωγής δημιουργούς που έζησαν στο Παρίσι κατά την διάρκεια του δεκάτου ενάτου αιώνα και αποτέλεσαν το θεματικό επίκεντρο του ρεσιτάλ της Ντιάνας Βρανούση. Με την σαφήνεια και την ακρίβεια που πάντα τον διακρίνει ο ημέτερος Γιώργος Μονεμβασίτης τους τοποθέτησε εμπεριστατωμένα εντός του πλαισίου του γαλλικού και γενικότερα του ευρωπαϊκού μουσικού γίγνεσθαι της εποχής, δηλαδή του κινήματος του ρομαντισμού ενώ παράλληλα μας έδωσε πολλά χρήσιμα στοιχεία για την ζωή και κυρίως τις προσωπικότητες τους. Ημασαν έτσι έτοιμοι να αποτιμήσουμε καλύτερα το έργο τους το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

 

Η μεταγενέστερη εκ των δύο – έζησε και ολόκληρη την δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα - Μαριώ Φωσκαρίνα Δαμασκηνού, αν και σαφώς προικισμένη συνθέτιδα, παρέμεινε ερασιτέχνις και επί της ουσίας άγνωστη σε όλη της την ζωή και μάλλον όχι αδικαιολόγητα. Τα έργα της είναι αντιπροσωπευτικότατα δείγματα του χαρακτηριστικού ιδιώματος της εποχής που αποκαλείται μουσική σαλονιού, δηλαδή όμορφα και ευχάριστα στην ακρόαση αλλά, παρά τα χαρίσματα τους με κυριότερο την εμφανή γυναικεία ευαισθησία, επιφανειακά και εντέλει δίχως ουσία. Σίγουρα προσφέρουν αισθητική τέρψη αλλά δεν προσέθεσαν οτιδήποτε στην μουσική της περιόδου, δίχως να είναι περιττά η έλλειψη τους δεν θα της αφαιρούσε το παραμικρό και αναπόφευκτα σήμερα έχουν εγκυκλοπαιδικό και μόνον ενδιαφέρον.

 

Αν και τυπικά ομοειδής ο Κάμιλλος Σταμάτης τελικά δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο διαφορετικός. Στην δική του περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ένα ολοκληρωμένο μουσικό – που δικαιολογημένα ήταν πλήρως επαγγελματίας – και έναν αληθινά ταλαντούχο και με προσωπικότητα συνθέτη ο οποίος δεν περιορίστηκε μόνο στα πιανιστικά έργα αν και αυτά ομολογουμένως αποτελούσαν την πλειοψηφία του συνόλου τους. Μια σειρά από συγκυρίες καθόρισαν την ζωή μα και το έργο του Κάμιλλου Σταμάτη. Μια πάθηση των αρθρώσεων των χεριών τον εμπόδισε καταρχήν να γίνει ένας αληθινός σολίστ καθηλώνοντας τον στο επίπεδο ενός απλά καλού πιανίστα. Στη συνέχεια η συνειδητή επιλογή του να αφοσιωθεί στο εκπαιδευτικό έργο του (εθεωρείτο αντικειμενικά ο καλύτερος δάσκαλος πιάνου στο Παρίσι εκείνη την εποχή) τον έκανε να μην καλλιεργήσει όσο θα μπορούσε, πιθανότατα και θα έπρεπε, την συνθετική πλευρά του.

 

Άφησε όμως ικανό αριθμό έργων που δείχνουν ότι, εκτός από το ταλέντο του σε αυτήν, ο Σταμάτης αγαπούσε αληθινά την μουσική, ακόμα περισσότερο όμως ίσως και από την Ίδια αγαπούσε το πιάνο. Η γραφή του για αυτό δείχνει ότι κυριολεκτικά λάτρευε το όργανο του και το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις γνώσεις του και την εμπνευσμένη μελωδική αίσθηση του, καθιστούν τις συνθέσεις του πραγματικά πιανιστικά κομψοτεχνήματα και σε ορισμένες περιπτώσεις μικρά, έστω και ολίγον ακατέργαστα, διαμάντια του είδους. Πέραν από την χαρακτηριστική «γαλατική» ευγένεια και το άφθονο συναίσθημα που αποτελούσε δομικό στοιχείο του συνόλου του ρομαντισμού διακρίνονται για τις πολλές σαγηνευτικές λεπτομέρειες τους, το σύνθετο μερικές φορές της γραφής τους και την ολοφάνερη ποιότητα μα και ουσία τους. Η ευτυχής πραγματικά ιδέα να συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα έργα των συγχρόνων του Φορέ, Σαμπρέ, του μαθητή του στο πιάνο Σεν Σανς και του μεγάλου Σούμαν ο οποίος τον εκτιμούσε ιδιαίτερα δείχνουν ότι ο Σταμάτης υπολειπόταν πολύ λίγο των σπουδαίων ρομαντικών συνθετών. Αρκεί για να το δείξει η όντως τόσο χαριτωμένη βαρκαρόλα «Promenade Sur L’Eau», το μοναδικό έργο του που έχει ηχογραφηθεί, σε εκτέλεση και πάλι της Ντιάνας Βρανούση και κυκλοφορεί σε CD.

 

Οσον αφορά τώρα στην ερμηνεύτρια του ρεσιτάλ ουδείς βεβαίως είναι υπεράνω κριτικής αλλά ορισμένοι εκτελεστές αμφοτέρων των φύλων φτάνουν σε ένα σημείο όπου η αξία τους είναι πλέον κυριολεκτικά αυταπόδεικτη, η διαδρομή τους μέσα στον χρόνο είναι επαρκέστατο πειστήριο για αυτήν. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πολύ πιο ενδιαφέρον μα ίσως και χρήσιμο να παρατηρήσεις και να αναλύσεις τα στοιχεία που τους κάνουν τόσο αξιόλογους και σημαντικούς. Η Ντιάνα Βρανούση είναι μία κορυφαία σολίστ όχι μόνον για την εκπληκτική δεξιοτεχνία και το συναίσθημα που χαρακτηρίζουν το παίξιμο της αλλά και, ίσως μάλιστα ακόμα περισσότερο, γιατί επιδιώκει και κατορθώνει να εισέρχεται στον εσωτερικό κόσμο του συνθέτη του εκάστοτε έργου το οποίο ερμηνεύει, να γίνεται όχι απλά τμήμα του αλλά να ενσωματώνεται σε αυτόν. Το μαρτυρά ακόμα και η στάση του σώματος της όταν παίζει, όχι απλά στραμμένη αλλά προσηλωμένη στο κλαβιέ της, στο μέσο με το οποίο έρχεται σε επαφή με το περιεχόμενο και το συναίσθημα του έργου που ερμηνεύει, σαν να μην υπάρχει την δεδομένη στιγμή τίποτα άλλο στον κόσμο για εκείνη εκτός από αυτό.

 

Πέραν από την απόλαυση του παιξίματος της εξαίρετης πιανίστριας αυτό που μου προσέφερε η συναυλία, κυρίως φυσικά διαμέσου των έργων του Σταμάτη, ήταν η έμπρακτη επιβεβαίωση ότι η ελληνική λόγια μουσική δεν αρχίζει με τον Μανώλη Καλομοίρη και την εθνική σχολή την οποία ίδρυσε. Αντίθετα οι απαρχές της ήταν πολύ νωρίτερα και, όσο απίστευτο και αν φαίνεται, πολύ πιθανόν και εκτός ελληνικού εδάφους!