Το παιδικό τραγούδι, όπως και οποιαδήποτε μορφή δημιουργίας απευθύνεται στα παιδιά, είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Όπως παρατήρησε ένας φίλος που γνωρίζει πολύ καλά τα περί δημιουργίας τραγουδιού δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο μέγας Μάνος Χατζιδάκις δεν ασχολήθηκε ποτέ μαζί του, σοφός καθώς ήταν αντιλαμβανόταν πολύ καλά τις παγίδες για κάθε δημιουργό οι οποίες ενυπάρχουν σε αυτό. Αυτό Οφείλουμε να το έχουμε εκ των προτέρων υπόψη αυτό όταν μιλάμε για παιδικές εκδηλώσεις ή καλύτερα μουσικές παραστάσεις όπως αυτές του Ελληνικού Σχεδίου που φαίνονται να γίνονται θεσμός κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Έτσι, μετά τα παραμύθια πέρυσι, εφέτος όπως δείχνει και ο τίτλος «Να τα πούμε;» σειρά είχαν τα κάλαντα, παλαιά και κλασικά αλλά και σύγχρονα, γραμμένα σήμερα και σε μια σύνθεση με αρκετά άλλα στοιχεία  η οποία αναμφίβολα ήταν, ας το πω εξαρχής, εξαιρετικά καλαίσθητη, ακόμα και για το ενήλικο και όχι μόνο για το ανήλικο κοινό. 

 

Το πλαίσιο το έθετε, όπως και πέρυσι, μια έμμετρα γραμμένη ιστορία του ποιητή Γιώργου Κοροπούλη, ο τίτλος και το θέμα της, «Έξω χιονίζει», αποδείχθηκαν μάλιστα πολύ ταιριαστά με τς καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν την ημέρα της πρώτης συναυλίας καθώς μπορεί μεν να μη χιόνιζε αλλά η ατμόσφαιρα δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο χειμερινή και χριστουγεννιάτικη! Όπως και την προηγούμενη φορά το κείμενο του Γιώργου Κοροπούλη, με ευφυή αλλά και χαριτωμένο τρόπο και δίχως να υποτιμά ούτε στο ελάχιστο την νοημοσύνη τους, μισάνοιγε στα παιδιά  κάποιες από τις πόρτες του κόσμου των μεγάλων κλείνοντας τους διακριτικά το μάτι. Το υπαινικτικό και υπόγεια «σκοτεινό» μάλλον ύφος του ανέδειξε και πάλι με το παραπάνω ο εξαίρετος ηθοποιός  Μανώλης Μαυροματάκης πολύ περισσότερο ερμηνεύοντας το σαν καθαρά θεατρικό παρά απαγγέλλοντας το απλά. Οι «σκιές» του κειμένου ήταν και ο κυριότερος οδηγός για την σκηνοθεσία του πρωτοπόρου δημιουργού θεάτρου σκιών (και όχι συνηθισμένου «καραγκιοζοπαίκτη») Ηλία Καρελλά, είτε χρησιμοποιούσε τις γνωστές κατασκευασμένες φιγούρες του είδους είτε μιαν ομάδα ηθοποιών/χορευτών στις πολύ πιο εντυπωσιακές οπτικά, κάποτε σχεδόν και «εικαστικές», στιγμές της παράστασης.

 

Εντός αυτού του πλαισίου ήρθαν και έπρεπε να ενταχθούν  τα τραγούδια που έγραψαν και ερμήνευσαν οι...«συνήθεις ύποπτοι» των παιδικών παραστάσεων του Ελληνικού Σχεδίου με την προσθήκη αυτή τη φορά κάποιου ο οποίος ασχολείται επί μακρόν με το παιδικό τραγούδι και έχει καταξιωθεί και διακριθεί σε αυτό, του Κύπριου Γιώργου Χατζηπιερή, δημιουργού της γνωστής σειράς δίσκων με ήρωα τον τεμπέλη δράκο, δηλαδή πέντε συνθέτες και συνθέτιδες που καθένας/καθεμία υπέγραφε τρία. Μια περισσότερο από άλλες φορές, ίσως και ασυνήθιστα για εκδήλωση του Ελληνικού Σχεδίου, πολυμελής και πληρέστερη ομάδα σολίστ, ένα δεκαμελές σύνολο (λαούτο/μαντολίνο/κιθάρα, ακορντεόν, κλαρινέτο/φλογέρες, τρομπόνι, βιολί, βιολοντσέλο, κοντραμπάσο και δύο εκτελεστές κρουστών, αντίστοιχα κλασικών και παραδοσιακών υπό την άτυπη διεύθυνση του σπουδαίου πιανίστα Αχιλλέα Γουάστορ) τους έδινε την δυνατότητα να έχουν ένα πολύ μεγάλο ενορχηστρωτικό και ηχοχρωματικό εύρος, γεγονός που αυτονόητα αναβίβασε κατά πολύ την ποικιλία μα και την ποιότητα του ακροάματος. Το ίδιο ισχύει και για το επταμελές (τέσσερις κοπέλες και τρία αγόρια) τμήμα της χορωδίας του ΕΜΠ που συνόδευε τους/τις ερμηνευτές/ιες, όταν φυσικά οι δημιουργοί των τραγουδιών το αξιοποιούσαν κατάλληλα.

 

Αν και επί της ουσίας αυτοδίδακτος ο Γιώργος Χατζηπιερής, με την αρωγή των ευφάνταστων ενορχηστρώσεων του Μάριου Τακούση, χάρη στην τόσο μεγάλη πείρα του στο παιδικό τραγούδι έκλεψε εύκολα την (περίπου δίωρη, μαζί με το αρκετά μεγάλης διαρκείας διάλειμμα) παράσταση. Θα σταθώ ιδιαίτερα στο πανέξυπνο στιχουργικά «Το Δέντρο» που ερμήνευσε ο Φοίβος Ριμένας και το γλυκό «Φώτα» που ερμήνευσε η παιδική χορωδία του Ωδείου Φίλιππος Νάκας υπό την διεύθυνση της Αλεξάνδρας Κλάδη (η ίδια χορωδία άνοιξε και έκλεισε την εκδήλωση με τα παραδοσιακά κάλαντα αντίστοιχα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς).

 

Η αμέσως επόμενη σε ανταπόκριση στις πολύ υψηλές απαιτήσεις του project ήταν η σολίστ του βιολιού και τόσο ιδιοσυγκρασιακή τραγουδοποιός  Νεφέλη Λιούτα η οποία, αν και η νεότερη των συμμετεχόντων, ασχολείται με το παιδικό τραγούδι αλλά και τα μουσικά παραμύθια ήδη από δέκα οκτώ ετών. Από τα τραγούδια της που ερμήνευσε η ίδια ξεχώρισα περισσότερο το σχεδόν acapella «Τα Κάλαντα Των Περασμένων Αγιο-Βασίληδω», ίσως το πλέον πρωτότυπο δομικά της βραδιάς, το οποίο αξιοποιούσε ευρηματικά  την – κυρίως της Ηπείρου αλλά όχι αποκλειστικά – πολυφωνική παράδοση του δημοτικού τραγουδιού εκσυγχρονίζοντας έτσι, με γνώση και υποδειγματική καλαισθησία, ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά ιδιώματα της ελληνικής μουσικής παράδοσης. Το «Τα Κάλαντα Των Καλικάντζαρων», αν και σαφώς πιο τυπικό ως γραφή και εκτέλεση, ήταν και το μόνο ίσως της βραδιάς που ακολουθούσε το πνεύμα του κειμένου του Γ. Κοροπούλη αποκαλύπτοντας μια σαγηνευτικά «σκοτεινή» στιχουργική πλευρά της δημιουργού την οποία δεν είχε δείξει μέχρι τώρα.

 

Ο Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης σε στίχους της Καλλιόπης Ευαγγελίδου και ο Άγγελος Αγγέλου σε στίχους της Εμης Σινή έδωσαν ένα ευπρόσωπο αποτέλεσμα που στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων δεν θα μπορούσα όμως να πω το ίδιο και για την Φένια Χρήστου η οποία φάνηκε αρκετά «στριμωγμένη» και με μόνη επιλογή της να ακολούθησε τα συνθετικά και ιδίως τα στιχουργικά στερεότυπα του είδους. Το ίδιο ισχύει και για την ερμηνεία και συνολικά την σκηνική της παρουσία, τόσο στα δικά της τραγούδια όσο και στα δύο του Άγγελου Αγγέλου στα οποία συμμετείχε. Ήταν μια σχεδόν κραυγαλέα αντίθεση όχι μόνο με τον θαυμάσιο βαρύτονο Χάρη Ανδριανό που ερμήνευσε δυο τραγούδια του Κωνσταντίνου Ευαγγελίδη αλλά και με τον αυθορμητισμό, το κέφι αλλά και την σκηνική άνεση του πάρα πολύ καλού Φοίβου Ριμένα ο οποίος ποσοτικά σήκωσε το μεγαλύτερο μέρος του ερμηνευτικού βάρους της βραδιάς.

 

Εδώ όμως πρέπει να επιστρέψω σε αυτό που έγραφα στην αρχή για την δυσκολία της δημιουργίας που απευθύνεται στα παιδιά, πόσο μάλλον όταν πρέπει να φέρεις στις συνθήκες του τέλους του 2017 κάτι τόσο συνυφασμένο όχι μόνο με την θρησκευτική αλλά και με την συνολική παράδοση και κουλτούρα του περασμένου, ίσως ακόμα και του προπερασμένου αιώνα, όπως είναι τα κάλαντα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που απαιτεί μια πολύ μεγαλύτερη και πιο διεξοδική συζήτηση...