Καθώς η μουσική ούτως ή άλλως είναι δομικό στοιχείο σε όλες τις παραστάσεις του Μιχαήλ Μαρμαρινού, ανεξάρτητα από το θεατρικό είδος στο οποίο ανήκουν και το περιεχόμενο τους, το γεγονός ότι θα ανέβαζε ένα μουσικό έργο στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ ήταν εκ των προτέρων πολύ ενδιαφέρον. Πολύ περισσότερο όταν αυτό είναι ένα από τα γνωστότερα του θεάτρου Νο, ενός από τα τρία παραδοσιακά είδη θεάτρου της Ιαπωνίας, που μάλιστα στην ελληνική εκδοχή του ο Μαρμαρινός υπέγραφε και την μετάφραση εκτός από την σκηνοθεσία και στο οποίο θα συνεργαζόταν για πρώτη φορά με τον Φίλιππο Τσαλαχούρη, έναν συνθέτη ο οποίος ξεχωρίζει για την εσωτερικότητα και την ατμοσφαιρικότητα του έργου του όσο βέβαια και για την υψηλότατη αισθητική του.
Πριν ακόμα αρχίσει η παράσταση αντιλαμβάνεσαι από το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη ότι έχει καταβληθεί συνειδητότατη προσπάθεια να διατηρηθούν και στην καθ’ ημάς εκδοχή, με τον μέγιστο δυνατό αυθεντικό και καλαίσθητο τρόπο, όλα τα στερεοτυπικά στοιχεία του Νο. Στη συνέχεια όχι μόνο το επιβεβαιώνεις, όπως για παράδειγμα με τα κουστούμια της ιδίας αλλά και διαπιστώνεις ότι το ίδιο ισχύει και για τους κώδικες του Νο και πριν από όλα την χαρακτηριστικότατη κινησιολογία του και την οποία σε αυτή την περίσταση είχε επιμεληθεί άψογα ο Τάσος Καραχάλιος.
Γενικότερα είναι ολοφάνερο ότι στην παράσταση έχει επενδυθεί πάρα πολύς κόπος και εργασία που δικαιώνονται και με το παραπάνω από το αληθινά άριστης και ταυτόχρονα υπέροχης αισθητικής αποτέλεσμα. Είναι αδύνατο να μην ξεκινήσεις από την Ρένη Πιττακή, μια κορυφαία ηθοποιό με τεράστια πείρα στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Αυτή τη φορά όμως υπερβαίνει ακόμα και τον εαυτό της πραγματοποιώντας έναν πραγματικό υποκριτικό άθλο ως πνεύμα της πριγκίπισας Υο-κι-χι, αντιμέτωπη δηλαδή με έναν ρόλο με πάρα πολλές και τρομερά δυσκολίες για οποιονδήποτε ηθοποιό δεν έχει γεννηθεί στην Ιαπωνία.
Αν και δεν ήταν φυσικά δυνατόν να φτάνουν στο δικό της επίπεδο και οι υπόλοιποι ηθοποιοί ήταν εξίσου καλοί, όπως άλλωστε και ο χορός. Όσον αφορά στον τελευταίο ο Μαρμαρινός έχει κάνει την μοναδική μάλλον αλλά και απολύτως εύλογη παρέμβαση του. Καθώς το Νο σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι το – πάρα πολύ διαφορετικό βέβαια – ιαπωνικό αντίστοιχο της αρχαίας τραγωδίας έχει χρησιμοποιήσει την πολύ μεγάλη εμπειρία του από το αρχαίο δράμα για να κάνει τον χορό να λειτουργεί πολύ περισσότερο σαν να ήταν τέτοιου, πάντα κάτω από την στερεοτυπική εικονογραφία του Νο και τους τόσους συμβολισμούς της.
Ο Φίλιππος Τσαλαχούρης δημιούργησε μια δική του εκδοχή του κουαρτέτου μουσικών που επενδύει κάθε παράσταση Νο, διατηρώντας μεν το βασικό όργανο, το ιαπωνικό φλάουτο το οποίο έπαιζε ο ίδιος εναλλάσσοντας το με το γνωστό ,μας φλάουτο του οποίου είναι σολίστ αλλά αντικαθιστώντας τα τρία διαφορετικά είδη τυμπάνων με κλαρινέτο, βιολί και βιόλα. Το ενορχηστρωτικό σχήμα το οποίου επέλεξε είναι απολύτως ενδεικτικό της μουσικής που έγραψε, βασισμένης στην κλασική παιδεία του και με εμβόλιμα λίγα ιαπωνικά στοιχεία, την «προσομοίωση» τους μάλλον παρά σε αυθεντική μορφή καθώς αυτό θα ήταν όχι μόνον ανέφικτο και ανώφελο αλλά τελικά ίσως και άφελές.
Ως ακρόαμα η μουσική του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί οτιδήποτε άλλο από εξαιρετική, μινιμαλιστική μορφικά και υπαινικτική και όσο υποβλητική είναι απαραίτητο συναισθηματικά και φυσικά ακολουθώντας κατά πόδας το όραμα του Μαρμαρινού.
Ποιο όμως ήταν αυτό το όραμα στην συγκεκριμένη περίπτωση; Μια μεταφορά του Νο στην ελληνική θεατρική πραγματικότητα; Μα προσέγγιση του διαμέσου της ελληνικής θεατρικής σύμβασης; Κάτι άλλο; Οποιο και αν ήταν θεωρώ ότι το ολοκλήρωσε απόλυτα.... αλλά κατά το ήμισυ! Η αισθητική και οι κώδικες του Νο είναι εκεί, ακέραια μπροστά στα μάτια των θεατών αλλά ο Μαρμαρινός έχει ασχοληθεί τόσο πολύ με αυτά ώστε ξέχασε ή απλά δεν κατάφερε να επικοινωνήσει σχεδόν καθόλου με την πεμπτουσία του Νο.
Αυτή βέβαια δεν είναι άλλη από τον ποιητικό λόγο του, την πλαστική και πανέμορφη γλώσσα του και πολύ περισσότερο τα βαθύτερα, στοχαστικά και εντέλει τόσο φιλοσοφημένα νοήματα του που αφορούν περισσότερο και από άμεσα τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Για εμένα η στιγμή κατά την οποία η παράσταση αποκαλύπτει την αλήθεια της – την οποία σημειωτέον μάλλον δεν συνειδητοποιεί η ίδια – είναι μετά από το φινάλε της, τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που η Ρένη Πιττακή αφαιρεί την μάσκα της πριν αποχωρήσει τελευταία από τη σκηνή. Στο πρόσωπο της δεν υπήρχε μόνον η φυσιολογική κόπωση από την τόσο απαιτητική υποκριτική εμπειρία της που είχε προηγηθεί αλλά και μια σχεδόν οδυνηρή απουσία λύτρωσης, υπό μιαν έννοια πολύ πιο σπαραχτική από την ερμηνεία της.
Και όταν ένα μυσταγωγικό έργο που επί της ουσίας έχει ως θέμα του την ανθρώπινη ψυχή και απευθύνεται πρώτιστα σε αυτήν δεν καταφέρνει να λειτουργήσει καθαρτήρια για την ίδια την πρωταγωνίστρια του προφανώς είναι αδύνατο να συμβεί αυτό για οποιονδήποτε θεατή.
Αρα οποιαδήποτε και αν ήταν η πρόθεση του Μιχαήλ Μαρμαρινού - και παρά την υποδειγματική υλοποίηση της ως προς την φόρμα - αυτό που παρουσίασε δεν ήταν η δική του άποψη για το Νο αλλά μια αντανάκλαση του τελευταίου και μάλιστα πιο ωχρή και από ιαπωνικό πρόσωπο...