Πάντα μου άρεσαν οι εκπλήξεις στα μουσικά προγράμματα. Και ως εκπλήξεις θεωρώ είτε τις απρόσμενες μουσικές συνυπάρξεις επί σκηνής, είτε τις διαφορετικές προσεγγίσεις των τραγουδιών ακόμα και στο δεδομένο προσωπικό ρεπερτόριο κάποιων τραγουδιστών, είτε, τις περισσότερες φορές, τραγούδια από αυτά που δεν περιμένω να ακούσω και που δεν είναι από τα πολυακουσμένα και πολυδιασκευασμένα (αλλά πάντοτε αγαπημένα) τραγούδια που δηλώνονται ως «αυτά που θέλει ο κόσμος».

  

Άκουσα λίγο απ’ όλα τη βραδιά που βρέθηκα στο «Πετρογκάζι» (ή “Petrogazi” αν προτιμάτε, που οπτικά παραπέμπει και στη ρετρό διάθεση των επιλογών). Φυσικά μου έμειναν οι μουσικές εκπλήξεις που ανέφερα παραπάνω. Δε θα ήθελα να απομονώσω και να προδώσω ξεχωριστές – κατά τη γνώμη μου πάντα - στιγμές και τραγούδια, καθώς αυτά μπορεί να διαφοροποιούνται κάθε φορά.

 

Το βασικό για μένα είναι ότι ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης που επιμελήθηκε τη «Συνοικία ασμάτων» (όπως ονομάζεται το συγκεκριμένο πρόγραμμα) επέλεξε και έδεσε αρμονικά μεταξύ τους τα τραγούδια και τις εποχές, είτε ως ξεχωριστές ενότητες στην αρχή, είτε αργότερα «μπλέκοντας» ισορροπημένα τα είδη, τη χρονολογική προέλευση και την αναγνωρισιμότητά τους. Τα γνωστά με τα λιγότερο γνωστά τραγούδια εναλλάσσονται με ψαγμένο και ευφρόσυνο τρόπο ο οποίος μεταδίδεται αβίαστα και στη διάθεση του κοινού. Αποτέλεσμα είναι να συμπαρασύρεται εύκολα και γρήγορα ο κόσμος στο τραγούδι ταξιδεύοντας με μεγάλες δρασκελιές, αλλά χωρίς αισθητικές αναταράξεις, στις παλιότερες δεκαετίες της ελληνικής μουσικής, που αρχίζουν από τα πολύ παλιά χρόνια και φτάνουν – περίπου – μέχρι το 1990.

 

Όλο αυτό υποστηρίζεται σε πολύ καλό βαθμό μουσικά από την ορχήστρα με επικεφαλής τον Θανάση Τσαουσέλη και από τις 4 όμορφες φωνές που είναι οι μόνιμοι τραγουδιστές του χώρου, τον Άγγελο Ανδριανό, τη Μαίρη Δούτση, τον Ανδρέα Λάφη και τη Δήμητρα Σταθοπούλου. Μαζί τους οι εκάστοτε καλεσμένοι που όμως, όπως κατάλαβα, δε θα έχουν το χαρακτήρα του «γκεστ» με λίγα τραγούδια σε ένα κομμάτι του προγράμματος, αλλά θα κρατάνε ένα πολύ μεγάλο μέρος του.

 

Αυτή την περίοδο καλεσμένη στη «Συνοικία ασμάτων» είναι η Ελένη Τσαλιγοπούλου (και θα συνεχίσει να είναι μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, παραδίδοντας σκυτάλη – ανά μήνα σχεδόν - στην Κατερίνα Κούκα, τον Δημήτρη Μπάση, τη Μελίνα Κανά...) Δε νομίζω ότι μπορώ να γράψω κάτι πρωτότυπο για την Ελένη Τσαλιγοπούλου. Όποιος την έχει παρακολουθήσει ξέρει το κέφι, τη ζωντάνια, την ενέργεια, το συναίσθημα και κυρίως το ηχόχρωμά της που δίνει και ταυτότητα στις ερμηνείες της.

 

Το πρόγραμμα ξεκίνησε με τις 4 φωνές που ανέφερα παραπάνω σε σόλο, ντουέτα ή ομαδικές ερμηνείες τραγουδιών που προέρχονταν από το ελαφρό, το νεοκυματικό μέχρι το ελληνικό ποπ-ροκ ρεπερτόριο και συνεχίστηκε μέχρι τέλους με έντεχνα, ελαφρολαϊκά, ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια που αποτελούν και τον κορμό του. Στη μέση περίπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά η Ελένη Τσαλιγοπούλου. Ακολούθησε κάτι σαν λαϊκή κομπανία με τους 4 τραγουδιστές και τραγουδίστριες του σχήματος και προεξάρχοντα τον «δάσκαλο» (όπως του απευθύνονταν οι υπόλοιποι) Ιεροκλή Μιχαηλίδη ο οποίος έχει κρατήσει για τον εαυτό του κάποια τραγούδια που ταιριάζουν στη σατιρική του ματιά και τον ρόλο του σε αυτό το στιγμιότυπο. Στη συνέχεια επανεμφανίστηκε η Ελένη Τσαλιγοπούλου με τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη να τη συνοδεύει με μπουζούκι ή τζουρά και να θυμούνται παλιότερη συνεργασία τους, 30 χρόνια πριν, σε μουσική σκηνή στη Θεσσαλονίκη.

 

Μάλιστα, τη βραδιά που εγώ παρακολούθησα το πρόγραμμα, ανάμεσα στους θεατές ήταν και ο σολίστας του μπουζουκιού και παλιός τους γνώριμος Δημήτρης Ψαρράς τον οποίο κάλεσαν στη σκηνή και συνόδευσε πλέον εκείνος με τον τζουρά την Τσαλιγοπούλου σε κάποια τραγούδια, εκτός προγράμματος φαντάζομαι. Λίγο μετά ανέβηκε για ένα τραγούδι και η ηθοποιός και εξαιρετική τραγουδίστρια Χριστίνα Μαξούρη που ήταν κι εκείνη ανάμεσα στους θαμώνες. Κάτι που συνέβη και άλλες βραδιές με άλλους καλλιτέχνες, όπως βλέπω και από τα βίντεο που έχουν διαρρεύσει στο διαδίκτυο. Το πρόγραμμα έκλεισε με όλους τους τραγουδιστές – ως είθισται - επί σκηνής.

 

Νομίζω πως θα ήταν πολύ εύκολο στον Ιεροκλή Μιχαηλίδη να γεμίσει ένα τετράωρο μόνο με γνωστά, αναμενόμενα και πολυφορεμένα τραγούδια με τα οποία σαφώς και θα διασκέδαζε ο κόσμος, αλλά δεν ξέρω αν θα έκαναν τη διαφορά που ενδεχομένως να ήθελε και ο ίδιος. Χωρίς να προβεί σε τομές και πρωτοτυπίες έδωσε βάρος στη δύναμη των τραγουδιών και τη θέση που κατέχουν στη συλλογική μας μνήμη, διαχειριζόμενος το έμψυχο υλικό που είχε με έντιμο τρόπο, ενσωματώνοντας σε αυτό και το χιούμορ του και αφήνοντας άπλετο χώρο στην προσωπικότητα των καλεσμένων του, γνωρίζοντας ότι αποτελούν τον πόλο έλξης του σχήματος. Προέταξε το τραγούδι και όχι το θέαμα που – πολλές φορές - ικανοποιεί το μάτι, αλλά ταλαιπωρεί και παραπλανά το αυτί. Δεν είναι και λίγο.