Η πρώτη εκδοχή του «Tourbillons» (Στροφοδίνες) γράφτηκε το 1989 και περιλάμβανε τραγουδιστικά μέρη εναλλάξ με απαγγελία κειμένων του Γιώργου Απέργη την οποία μάλιστα έκανε ο ίδιος επί σκηνής. Λίγα χρόνια αργότερα αντικατέστησε τα κείμενα του και την απαγγελία τους με ορχηστρικά μέρη. Μετά από ένα διάστημα απευθύνθηκε στον ποιητή και πεζογράφο Olivier Cadiot ζητώντας του να γράψει ένα κείμενο που να αποδίδει το ως τότε νόημα του έργου αλλά και να το συνεχίζει. Ο Cadiot όχι μόνο το έκανε αλλά και του έδωσε εν λευκώ άδεια να κάνει ό,τι ήθελε με την δομή του κειμένου του ώστε να ενσωματωθεί καλύτερα στο ήδη υπάρχον έργο.
Διαπιστώνοντας ότι, δίχως να έχουν προσυνεννοηθεί, ο Cadiot είχε χρησιμοποιήσει όχι μόνο τις ίδιες λέξεις αλλά και τους λίγους γλωσσικούς ήχους που είχαν κεντρική θέση στα δικά του κείμενα επίσης ως επίκεντρο του δικού του ο Γιώργος Απέργης έκανε κάτι περισσότερο από ένα πλήρες rewriting του τελευταίου. Εφάρμοσε σε αυτό την cut up τεχνική, όχι μόνον αλλάζοντας την σειρά που του είχε δώσει ο Cadiot αλλά και αφαιρώντας εντελώς αποσπάσματα ή επαναλαμβάνοντας δύο και τρεις φορές άλλα. Αυτή η τρίτη και τελική εκδοχή του έργου είναι εκείνη που έκτοτε παίζεται στην Γαλλία αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Για αρκετό καιρό λοιπόν το «Tourbillons» ήταν ένα work in progress, ένα έργο σε συνεχή εξέλιξη και αναδημιουργία το οποίο, από ένα σημείο και μετά, έδινε την αίσθηση ότι...έγραφε τον εαυτό του, έχοντας αυτονομηθεί ακόμα και από τον δημιουργό του. Ενα έργο μουσικής και λόγου, ένα έργο για την σχέση μουσικής και λόγου το οποίο εντέλει έγινε ένα παιχνίδι ανάμεσα στην μουσική και τον λόγο. Ενα παιχνίδι που αναπόφευκτα τελικά συμπεριέλαβε στην δομή του και τις πολλαπλές μοναχικότητες τις οποίες εμπεριέχει, την μοναχικότητα του συνθέτη, την μοναχικότητα του εκτελεστή όταν είναι ένας και μόνον αλλά και την μοναχικότητα ενός υποκειμένου όταν εκφέρει λόγο, όταν συνειδητοποιήσει ότι πριν και πάνω από όλους απευθύνεται στον ίδιο τον εαυτό του. Αναπόφευκτα λοιπόν αυτή η μοναχικότητα κατέληξε να γίνει και θέμα του και μάλιστα το κεντρικό και το ίδιο να μετατραπεί σε μιαν ιστορία για τη μοναξιά, όπως το αποκαλεί ο δημιουργός του.
Η ερμηνεία, τραγουδιστική και υποκριτική και κάποιες φορές ταυτόχρονα, στην κυριολεξία με την ίδια αναπνοή, της Donatienne Michel – Dansac δεν αποτελεί απλά ρεσιτάλ αλλά είναι ένας αληθινός άθλος! Ολομόναχη - και μάλιστα καθιστή, μην έχοντας δηλαδή την δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τα σωματικά εκφραστικά της μέσα – επί μιαν ώρα στη σκηνή, με την εξαίρεση των (παραμορφωτικών;) ειδώλων της σε δύο οθόνες διαμέσου της ευφυέστατης χρήσης του βίντεο αλλά και των φωτισμών από τον Daniel Levy, τραγουδάει, απαγγέλλει, διαβάζει, με αυτή τη σειρά και με όλες τις δυνατές παραλλαγές της. Από σχεδόν οπερετικά τραγουδιστικά μέρη περνάει στην πρόζα και από εκεί στην ανάγνωση για να επιστρέψει αστραπιαία στο τραγούδι και όλα αυτά με έναν ταχύτατο, σχεδόν ασθμαίνοντα ρυθμό ο οποίος λειτουργεί σαν ο μόνος συνεκτικός κρίκος των τόσων πτυχών της ερμηνείας της. Με τον ίδιο ακριβώς ρυθμό που περνάει από το δράμα στην κωμωδία και στη συνέχεια στην παρωδία για να βρεθεί και πάλι στο δράμα, σε έναν αέναο κύκλο ο οποίος δεν σταματά παρά μόνον όταν σβήνουν οι προβολείς της σκηνής μετά την τελευταία της λέξη.
Διαμέσου αυτής της – εξοντωτικών απαιτήσεων για οποιαδήποτε/οποιονδήποτε άλλη/ον – θυμάται, ξεχνάει, χαίρεται, λυπάται, μελαγχολεί, αναπολεί, νοσταλγεί, θυμώνει, ειρωνεύεται, σαρκάζει, σαρκάζεται, επιτίθεται, αμύνεται, ακκίζεται, γελάει, χαμογελάει και φτάνει μισό βήμα πριν κλάψει αλλά σταματάει τα δάκρυα πριν κυλήσουν από τα μάτια της.
Βιώνει τον ανώνυμο χαρακτήρα της περισσότερο ακόμα και από σε πρώτο πρόσωπο, σε μια συγκλονιστική ταύτιση μαζί του και ταυτόχρονα αναμφίβολα περνώντας του στοιχεία του αληθινού εαυτού της. Μας αποκαλύπτει όλους τους μύχιους φόβους, αγωνίες, άγχη, εμμονές, την έστω και ελαφριά διαταραχή μα και τις επιθυμίες αυτής της γυναίκας, δείχνοντας - έστω και παρά την θέληση της – το πόσο ευάλωτη είναι αλλά την ίδια στιγμή και πόσο καλά ξέρει να προστατεύει τον εαυτό της. Ενας άνθρωπος που περνάει μια ψυχολογική κρίση και συνάμα την υπερβαίνει, μιλώντας ακατάπαυστα με διάφορους τρόπους, άλλοτε μη λέγοντας απολύτως τίποτα και άλλοτε πάρα πολλά περισσότερα από τις ελάχιστες λέξεις που εκστομίζει. Μιλάει στους τόσους απόντες από την σκηνή και την ζωή της, στους παρόντες θεατές αλλά τελικά σε έναν και μόνο, τον εαυτό της. Ίσως με μοναδικό κίνητρο να ακούει τον ήχο της φωνής της...
Τι είναι λοιπόν τελικά το «Tourbillons», μουσική ή θέατρο; Πού τελειώνει ο συνθέτης και πού αρχίζει ο σκηνοθέτης; Ο Γιώργος Απέργης δεν αισθάνεται καθόλου υποχρεωμένος να δώσει την απάντηση, αντίθετα απολαμβάνει να βρίσκεται συνεχώς στο μεταίχμιο των δυο ιδιοτήτων. Την δίνει όμως η Donatienne Michel – Dansac η οποία στο σημείωμα της λέει ότι «τα πάντα είναι στην παρτιτούρα».
Εχει απόλυτο δίκαιο γιατί, ακόμα και αν επιφανειακά δεν φαίνεται, ο Γ. Απέργης ήταν, είναι και θα είναι συνθέτης και ως τέτοιος λειτουργεί και σε αυτή την περίπτωση. Αφουγκράζεται τα υπόρρητα, τις σιωπές, τις ελλείψεις και τις παραλείψεις του κειμένου αλλά και τις τόσο εύγλωττες σιωπές, τους ψιθύρους, τα μικρά ξεφωνητά, τις εμφάσεις, τις αμφιβολίες, τις ματαιώσεις και τις υπερβάσεις του ενός και μοναδικού «οργάνου» του, της ερμηνεύτριας του και διαμέσου αυτής του χαρακτήρα που υποδύεται. Με τα υλικά αυτά υφαίνει προσεχτικά μια νέα μουσική ή μάλλον ένα νέο τραγούδι, του παρόντος και ακόμα περισσότερο του μέλλοντος.
Γιατί το σημερινό τραγούδι άδεται πολύ περισσότερο εσωτερικά, βουβά και κατά μόνας, σαν ένας πνιχτός λυγμός. Η δε μουσική του κατά κύριο λόγο γράφεται, ακόμα και παίζεται εκεί έξω, στην καθημερινότητα μας, με τους τυχαίους ή μη θορύβους στον δρόμο και τους ήχους από τις ηλεκτρονικές συσκευές που αποτελούν το soundtrack της ζωής μας στους προσωπικούς χώρους μας στους οποίους επίσης τις περισσότερες φορές είμαστε μόνοι, ακόμα και αν υπάρχει κάποιος άλλος εκεί.
Το κοινό στοιχείο του Δημήτρη Καμαρωτού και του Γιώργου Απέργη είναι φυσικά η Γαλλία, αν και βέβαια ο πρώτος απλά ολοκλήρωσε εκεί τις μουσικές σπουδές του δίπλα στον Ιάνη Ξενάκη ενώ ο – κατά περίπου δέκα χρόνια μεγαλύτερος του – δεύτερος από τα δέκα οκτώ του ζει μόνιμα στη Γαλλία όπου όχι μόνο σπούδασε αλλά και εργάζεται. Σίγουρα όμως αυτή η σχέση αμφοτέρων με το γαλλικό μουσικό γίγνεσθαι και ιδιαίτερα την πρωτοπορία του είναι η αιτία για το ότι τα έργα τους ξεκινούν μεν από εντελώς διαφορετικές αφετηρίες αλλά ακολουθούν παράλληλες - αν και ποτέ διασταυρούμενες - πορείες προς τον ίδιο προορισμό. Γιατί όσο και αν είναι απολύτως θεμιτό αλλά και σεβαστό κάποιος να υπηρετεί με ήθος, συνέπεια και φυσικά ταλέντο μία για παράδειγμα εκατονταετή παράδοση ενός ιδιώματος της ελληνικής μουσικής άλλο τόσο είναι θεμιτό, σεβαστό μα πιθανότατα και αναγκαίο κάποιοι επιτέλους να δημιουργούν σήμερα αυτό που θα αποτελεί την παράδοση της μετά από εκατό χρόνια!