Το Θέατρο του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης ήταν γεμάτο σχεδόν κατά τα δύο τρίτα εκείνο το βράδυ. Από όσους πήγαν όμως ελάχιστοι πιστεύω ότι βρέθηκαν προ της παραμικρής έκπληξης, ήξεραν πολύ καλά και περίμεναν αυτό ακριβώς που άκουσαν και δευτερευόντως είδαν. Μόνη ίσως εξαίρεση οι ερμηνείες, όχι φυσικά της Ειρήνης Τουμπάκη, της σταθερότερης και βασικότερης συνεργάτιδας του Απόλλωνα Κουσκουμβεκάκη από τότε που, μετά από την σολιστική, την ενορχηστρωτική και εκείνη του μαέστρου, άρχισε να δημοσιοποιεί και την συνθετική του ιδιότητα.

 

Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό και με την μεγάλη της πείρα καθώς, παρά το νεαρό της ηλικίας της, τραγουδάει επαγγελματικά πάρα πολλά χρόνια,  της επιτρέπουν να αποδίδει άριστα όχι μόνο και σε τραγούδια του συνθέτη τα οποία δεν έχει ερμηνεύσει εκείνη στους δίσκους του αλλά ακόμα και  στα λίγα που, τυπικά έστω, δεν είναι γραμμένα για φωνή σαν την δική της.

 

 

Το ερώτημα όμως ήταν οι δύο άλλες που ερμήνευσαν δημόσια τραγούδια του Α. Κουσκουμβεκάκη για πρώτη φορά σε αυτή την συναυλία. Κατά την ταπεινή μου γνώμη η νεότερη των τριών, η Άννα Ματσούκα, χωρίς να στερείται καθόλου ικανοτήτων και δυνατοτήτων δεν δείχνει να έχει εγκλιματιστεί ακόμα στην μουσική «γλώσσα» του δημιουργού, όχι προς το παρόν τουλάχιστον. Αντίθετα η Θέλμα Καραγιάννη ανταποκρίθηκε και με το παραπάνω στις απαιτήσεις τους με μια φωνή που έχει αρκετά κοινά στοιχεία με αυτή της Ειρήνης Τουμπάκη. Και αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι στην συγκεκριμένη συναυλία ενώ μεν ο Α. Κουσκουμβεκάκης ήταν πληρέστατα καλυμμένος όσον αφορά στα πιο λαϊκότροπα τραγούδια του δεν ίσχυε το ίδιο και για όσα δεν εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία.

 

 

 

Αντίθετα η ενδεκαμελής για την περίσταση Athens Chambers Orchestra εκτέλεσε άψογα τόσο τα τραγούδια όσο και τα πανέμορφα instrumentals του δημιουργού. Το «δέσιμο» της Ορχήστρας Δωματίου Αθηνών ήταν εντυπωσιακό και την έκανε να αποδώσει ιδανικά το χαρακτηριστικό ενορχηστρωτικό ύφος του Α. Κουσκουμβεκάκη με τα έγχορδα που αποτελούν και την πλειοψηφία της να παίζουν τις συνήθως γλυκόπικρες μελωδίες του ενώ τα πνευστά (το φλάουτο ή το κλαρινέτο) και το ακορντεόν αναλάμβαναν να τις ποικίλουν με σαγηνευτικές λεπτομέρειες ή παράπλευρες αναπτύξεις.  

 

Ξεχώρισαν οι δύο σολίστ, η μόνιμη πιανίστρια και βασική στιχουργός του Απόλλωνα Μαρία Σπυράτου και ο Βασίλης Καναράς που είχε το δύσκολο έργο του να αναπληρώσει τον τελευταίο στο όργανο στο οποίο είναι βιρτουόζος, την κλασική κιθάρα. Αμφότεροι είχαν από ένα σχεδόν σολιστικό ιντερμέδιο που τους επέτρεψε να δείξουν όχι την αψεγάδιαστη τεχνική τους αλλά, διαμέσου αυτής, την ουσία της μουσικής του συνθέτη.

Μοναδική μου ένσταση το «Φύγε Μακριά» για το οποίο πιστεύω ότι δίχως την ηλεκτρική, σχεδόν rock, ενορχήστρωση που έχει στο «Μ’ Ένα Νεύμα Του Φιλιού» στερείται ένα μεγάλο μέρος από την εσωτερική δυναμική η οποία κυριαρχεί όχι μόνο στους στίχους αλλά ακόμα και – ασυνήθιστα για τον Απόλλωνα – στην μουσική του.

 

Ο ίδιος ο Κουσκουμβεκάκης διηύθυνε την ορχήστρα που έχει ιδρύσει στις συνθέσεις του και με τις δικές του ενορχηστρώσεις σοβαρά και στιβαρά αλλά με ενάργεια και όχι ακαμψία. Οι πίνακες της Ζάννας Άρτεμη που προβάλλονταν παράλληλα αποτελούσαν ένα αρμονικό οπτικό συμπλήρωμα καθώς διαθέτουν την ίδια διάχυτη μελαγχολία με την μουσική του συνθέτη, όχι τόσο την αίσθηση της νοσταλγίας αλλά ενός παρελθόντος που, αν και μακρινό πλέον, εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να καθορίζει το παρόν.

 

 

Παρακολουθώντας την συναυλία που, όπως είχε πει και ο ίδιος, έκλεινε ένα δημιουργικό κύκλο περισσότερων από δυόμισυ χρόνων και δύο «κανονικών» δίσκων συν μια συλλογή με τα ορχηστρικά του θέματα, δεν μπόρεσα να μην αναλογιστώ και να αποτιμήσω συνολικά την πρώτη του αυτή συνθετική περίοδο. Ο Απόλλων Κουσκουμβεκάκης δεν πρωτοπορεί, ούτε καν πρωτοτυπεί γιατί απλά δεν ενδιαφέρεται να το κάνει.

 

Αν και όμως ο ίδιος δηλώνει ότι ούτε θέλει μα ούτε και μπορεί να κάνει πολιτικό τραγούδι προσωπικά θεωρώ ότι η εμμονή του στην γλυκύτητα, την τρυφερότητα και κυρίως στην υψηλή αισθητική της μουσικής του και ότι επιμένει να τα καταθέτει όλα αυτά συνιστούν συνεπέστατη πολιτική πράξη. Ειδικά στους τόσο χαλεπούς καιρούς μας που η  έλλειψη και της στοιχειώδους ακόμα καλαισθησίας και ο – λεκτικός και μη – τραμπουκισμός έχουν αναγορευθεί όχι πια σε μέσο αλλά δυστυχώς στην, κενή νοήματος, πεμπτουσία της πολιτικής και γενικότερα της δημόσιας ζωής.