Ήθελα να πάω από νωρίς αλλά οι υποχρεώσεις δεν καθιστούσαν φέτος δυνατή την κατάβαση μου από το απόγευμα. Και ήθελα πολύ να δω τους Έλληνες Afformance που στα live τους είναι δυναμίτες. Και τον Theodore θα ήθελα να έχω δει που ακούγεται ότι και στην αλλοδαπή οι επιδόσεις του στα live βαθμολογούνται με υψηλούς βαθμούς. Κατάφερα και μπήκα στο χώρο τελικά στις 19:30 και χάρηκα αφενός που είδα ότι είχε ένα σεβαστό αριθμό κόσμου που περιφερόταν, μιλούσε, έψαχνε μέρος να αράξει αλλά κυρίως είχε συγκεντρωθεί μπροστά στη σκηνή και παρακολουθούσε τη νευρώδη παρουσία των DIIV.
Περισσότερες φωτογραφίες στη σελίδα του Θοδωρή Μάρκου thodorismarkou.com
Και είναι σα να κάνεις ένα ταξίδι στο χρόνο με τούτους τους αμερικανούς. Όχι νοσταλγίας αλλά δεν μπορείς να μη σκεφτείς ότι μπροστά σου έχεις κάποια νεαρά αμερικανοπουλα που γαλουχήθηκαν με τα 90s. Είναι φανερό ότι η μπάντα του Zachary (Cole) Smith έχει καντήλια με το όνομα πολλών σχημάτων από τη συγκεκριμένη δεκαετία. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν περιορίζει όμως τη δυναμικότητα τους. Σε κερδίζουν και θες κι άλλο από την στα όρια του μανιακού και εξοντωτική παρουσία τους επί σκηνής.
Για τους Black Angles που ακολούθησαν η συζήτηση είναι πολύ μεγάλη και όχι μόνο διότι είναι τα μάλα αρεστοί στο ελληνικό κοινό αλλά ακριβώς επειδή δεν είναι καθόλου διακριτή η γραμμή μεταξύ αναβίωσης και δημιουργίας των Τεξανών. Οι ψυχοτροπικές εικόνες που προβάλλονταν πίσω από τη μπάντα μπορεί σε σημεία να ήταν θαυμαστές αλλά αυτό δεν στοιχειοθετεί από μόνο του ένα πρόσημο θετικό ή αρνητικό. Η εκτεταμένη χρήση echo και reverb στη φωνή μπορεί να κουράσει κάποια στιγμή ακόμα και τα αυτιά του πλέον υπομονετικού ακροατή ενώ την ιδία στιγμή δεν μπορώ να μην εξάρω τη δουλειά του Kyle Hunt στο κλαβιέ και του Christian Bland στην κιθάρα. Αποθεώθηκαν από σεβαστό μέρος του κοινού που παρακολουθούσε με προσήλωση το set τους και άλλο τόσο μάζεψαν και τη δυσπιστία πολλών που είτε γνωρίζω προσωπικά είτε έβλεπα τις αντιδράσεις τους στα πρόσωπα τους κατά τη διάρκεια της εμφάνισης τους.
Η αδημονία για τους Sigur Rós είχε πιάσει ταβάνι στις 22:15 και ενώ ήταν φανερό ότι η σκηνή όχι απλά είχε σαρωθεί από τα κλασσικά εργαλεία/μέρη της αλλά γινόταν επισταμένη και σχολαστική δουλειά για τη σωστή προετοιμασία της. Και αυτό δεν είχε να κάνει με κάποια συμπεριφορά ντίβας από μεριάς της ισλανδικής μπάντας που ήθελε ισώνει και καλά τα πάντα στη σκηνή να έχουν τη σφραγίδα της αλλά πολύ απλά επειδή το τρίο (πια) έχει μια πολύ συγκεκριμένη αισθητική προσέγγιση στο τομέα της ζωντανής performance (διότι αυτός ο όρος είναι ο σωστός και όχι η λέξη live).
Στις 22:30 καταλάβαμε όλοι τη διαφορά μετά του όρου live και performance. Δεν ήταν μόνο οι στοχαστικές προβολές πίσω από τη μπάντα. Δεν ήταν μόνο οι καθηλωτικές κάθετες κολώνες φωτός που διέχυναν τη σκηνή. Δεν ήταν μόνο ο οπλισμός των φώτων που είχε εκ των πρότερων κατέβει για να λούσει με διαφορετική λογική το τρίο. Δεν ήταν οι δεκάδες μικρολεπτομέρειες αισθητικού περιεχομένου που σηματοδοτούσαν τη σκηνοθεσία της εμφάνισης τους. Ήταν πάνω απ όλα μια φανερά δουλεμένη μέχρι διύλισης του κώνωπα προεργασία που βοηθά ένα έτσι κι αλλιώς θαυμάσιο ηχητικό σκέλος να αναδειχθεί.
Και αυτή η καταραμένη βροχή που επικρεμόταν πάνω από τα κεφάλια μας δεν πτόησε όχι μόνο κανέναν αλλά έδωσε και μία επιπλέον δραματική πινελιά στο όλο σκηνικό που διεξαγόταν μπροστά στα μάτια μας. Μεγάλης ομορφιάς ηχητικής και αισθητικής αυτό που ζήσαμε το βράδυ της Δευτέρας και δεν πιστεύω ότι βγήκε έστω και ένας από την Πλατεία Νερού μετά το πέρας της εμφάνισης των Sigur Rós χωρίς να έχει μείνει έκθαμβος.