Δεν παρακολούθησα την πρώτη δεύτερη ημέρα του Πανοράματος. Αρχίζω λοιπόν με την δεύτερη: Σάββατο 5 Δεκεμβρίου [ALEKOS VRETOS QUARTET feat. ELCHIN SHIRINOV & WORLD DOG] Ξεκίνησε με το κουαρτέτο του Αλέκου Βρέτου. Κάθε φορά που το ακούω, σε δίσκο ή ζωντανά, κάνω πάντα τη ίδια σκέψη. (Με το πέρασμα του χρόνου μάλιστα όλο και πιο έντονα). Ο ίδιος ο Βρέτος λέει ή και πιστεύει ότι κάνει ethnic ή world jazz, προσωπικά όμως κάθε άλλο παρά το διαπιστώνω αυτό στην μουσική του και ειδικά στο πως χρησιμοποιεί το κυριότερο όργανό της, που φυσικά είναι το ούτι, στο οποίο είναι αληθινός βιρτουόζος.
Με σπουδές στην Αμερική που ήταν εξειδικευμένες στην jazz ο Αλέκος Βρέτος και γνωρίζει πολύ καλά το ιδίωμα και ρέει πολύ βαθιά στο αίμα του για να «ξεφύγει» από αυτό. Ο τρόπος που προσεγγίζει το ούτι, τόσο εκτελεστικά όσο και ενορχηστρωτικά, το κάνει να απεκδύεται τον «ανατολικό» χαρακτήρα του παρά τις εξ Ανατολών, από ελληνικές ως και αραβικές ακόμα, επιδράσεις που έχουν δεχθεί τα κομμάτια του. Αυτό, όσο παράδοξο και αν φαίνεται σε ορισμένους, είναι για εμένα το μεγαλύτερο ατού της μουσικής του.
Θαυμάσιοι φυσικά και οι άλλοι δύο Έλληνες μουσικοί αλλά αυτός που κυριολεκτικά έκλεψε την παράσταση ήταν ο προσκεκλημένος τους, ο Αζέρος Elchin Shirinov, ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, ήταν ο πιο αυθεντικός jazzman που παρακολούθησα στο φεστιβαλικό διήμερο. Ο Shirinov δεν είναι ένας πιανίστας που παίζει jazz αλλά ένας αληθινός jazz πιανίστας και αυτό κάνει πολύ μεγάλη διαφορά. Από τα δάκτυλα του ρέει με υποδειγματική άνεση το σύνολο σχεδόν της παράδοσης του ιδιώματος, από το swing ως τις παρυφές της free.
Είμαι σίγουρος ότι η έκπληξη σε σχέση με το επόμενο σχήμα ανέμενε κάποιους ήδη όταν, μπαίνοντας ξανά στην αίθουσα μετά το διάλειμμα, βρήκαν τα φώτα σβησμένα και δύο από τα μέλη του γκρουπ να είναι ήδη στη σκηνή και να παίζουν! Προφανώς όχι μόνο δεν θα είχαν παρακολουθήσει ξανά εμφάνιση τους αλλά και ούτε καν θα είχαν ιδέα τι εστί World Dog…
Οι World Dog για πολλούς λόγους δεν μοιάζουν με κανένα άλλο ελληνικό σχήμα και ο πρώτος είναι ότι αποτελούνται από δύο απόλυτα διακριτούς «πόλους» που όμως συνδυάζονται ιδανικά. Ο πρώτος πόλος είναι η μουσική, έργο του Τηλέμαχου Μούσα, ενός από τους όχι απλά καλύτερους αλλά και πλέον ευρηματικούς jazz μουσικούς στην χώρα μας. Με τα στοιχειωδέστερα των μέσων, την ηλεκτρική κιθάρα (αλλά και την δωδεκάχορδη ακουστική, ένα αναλογικό synthesizer μα και ένα...Theremin!) που είναι το βασικό όργανο του, το κοντραμπάσο του Χρυσόστομου Μπουκάλη και τα ντραμς του Πάνου Τζινιόλη – αληθινοί σολίστ αμφότεροι, με το παίξιμο ειδικά του δεύτερου να είναι σχεδόν απίστευτο κάποιες στιγμές! – ο Μούσας φτιάχνει μια μουσική τρομερής ποικιλίας και έμπνευσης. Στη συγκεκριμένη περίσταση – γιατί οι World Dog έχουν περισσότερα από ένα πρόσωπα – η μουσική αυτή «πηγαινοερχόταν» μεταξύ jazz και blues με «ενδιάμεσους σταθμούς» σε πλείστα άλλα ιδιώματα.
Ο δεύτερος «πόλος» δεν είναι αλλά...λέγεται Λάμπρος Φιλίππου. Για να το θέσω απλά, πολλοί τραγουδιστές έχουν ασχοληθεί με την υποκριτική και ακόμα περισσότεροι ηθοποιοί έχουν επιδοθεί στο τραγούδι, αρκετοί από αυτούς με αξιοπρεπέστατα ως και πολύ καλά αποτελέσματα. Ήδη όμως ως ηγετική φυσιογνωμία των (ανενεργών επ’ αόριστον, αν αντιλαμβάνομαι καλά) τόσο απρόβλεπτων Yanneis, o Φιλίππου είχε δείξει ότι ήταν ένας ηθοποιός ζυμωμένος με τις πιο πειραματικές ή και ακραίες ακόμα εκδοχές του θεάτρου, ο οποίος επιπλέον διαθέτει μια φωνή κόντρα τενόρου, συνδυασμός όχι ακριβώς συνηθισμένος. Και μετά από ένα περίπου χρόνο παραμονής στην Αμερική (όπου εξακολουθεί να κατοικεί) που έχει εξελίξει και αναπτύξει τα εκφραστικά του μέσα φτάνοντας τα σε ένα υπερβατικό σχεδόν πλέον επίπεδο είναι μάλλον ο μοναδικός Έλληνας που μπορεί όχι να διεκδικήσει αλλά να απαιτήσει τον τίτλο του αληθινού performer!
Αυτό το αντιλαμβάνεσαι ήδη από την ενδυμασία του (μια παραλλαγή κατά κάποιο τρόπο του...ράσου αλλά και τον σχεδόν τελετουργικό τρόπο που...έβγαλε τα παπούτσια του!) μα και την σκηνοθεσία που ολοφάνερα εφαρμόζει ακόμα και σε μια μικρή σκηνή και σε ένα κατά βάση μουσικό σχήμα. Εκτός από τον ίδιο, είναι χαρακτηριστικό ότι ο Χρυσόστομος Μπουκάλης έπαιξε ημίγυμνος στο κέντρο της σκηνής και έχοντας σε όλη την διάρκεια της εμφάνισης τους την πλάτη του γυρισμένη στο κοινό.
Είναι όμως όταν ο Φιλίππου αρχίζει να τραγουδά που συνειδητοποιείς ότι οι World Dog δεν είναι ακόμα ένα «μουσικό σχήμα», όπως ακριβώς δεν ήταν και οι Yanneis αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό.
Με όχημα κυρίως τα ηπειρώτικα τραγούδια που όμως τα μπολιάζει και με ικανές δόσεις blues, ο Φιλίππου «παίζει» με το ιερό και το ανίερο, το γήινο και το πνευματικό ή και το μεταφυσικό, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται ανηλεώς, προκαλεί και αυτοπροκαλείται.
Πάνω από όλα προκαλεί τα ίδια του τα όρια, του performer αλλά ακόμα και τα ανθρώπινα, προσπαθώντας συνέχεια να τα υπερβαίνει, ενώνει αγγλικούς και ελληνικούς στίχους στο ίδιο κομμάτι σα να ήταν ένα και το αυτό. Υποδύεται ρόλους τραγουδώντας, μερικές φορές αμφοτέρων των φύλων, περνώντας αστραπιαία από τον ένα στον άλλο ενώ δεν διστάζει ακόμα και να αποστασιοποιηθεί από την σκηνική του persona για να την παρατηρήσει, να την σχολιάσει ή και να την ειρωνευτεί. Και όλα αυτά με ένα φρενιτιώδη σχεδόν ρυθμό, δίχως ούτε μια στιγμή εφησυχασμού, σε μια βιωματική performance στην οποία δεν συμμετέχουν μόνον οι φωνητικές του χορδές αλλά και το τελευταίο σωματικό του κύτταρο και μη χάνοντας ούτε στιγμή όχι μόνο τον εξοντωτικό για οποιονδήποτε άλλο αυτοέλεγχό του αλλά και συνολικά της παράστασης.
Αυτό που κάνουν οι World Dog δεν απαιτεί μόνο ταλέντο και έμπνευση, όσο πλούσια και αν είναι αυτά αλλά και ένα εξαντλητικά καταστρωμένο πλάνο το οποίο είναι ολοφάνερο ότι ο Φιλίππου και ο Μούσας έχουν, καθένας από την πλευρά του, εκπονήσει συνδυάζοντας τα συνέχεια με μόχθο σε ένα κοινό.
Είναι τώρα όλο αυτό jazz; Για να είμαι ειλικρινής μάλλον όχι... Πριν από όλα θα αδικήσεις ονομάζοντας το απλά έτσι κάτι τόσο ενδιαφέρον που εμπεριέχει τέτοιες δυνατότητες περαιτέρω εξέλιξης και έχει μόλις αρχίσει να εκλύει πάνω στη σκηνή τα τεράστια αποθέματα δύναμης και ενέργειας που διαθέτει.
Κυριολεκτικά δεν βλέπω την ώρα να ακούσω τον επερχόμενο πρώτο δίσκο τους, λογικά θα είναι ό,τι πιο συναρπαστικό έχει δημιουργηθεί στη χώρα μας εδώ και αρκετά χρόνια. Στο μεταξύ το μόνο που έχω να πω είναι ότι αυτός ο dog (ή god) είναι αληθινά world! Και όχι όπως λέμε world music αλλά όπως λέμε διεθνιστικός, παγκόσμιος...σε περιεχόμενο αλλά ίσως ακόμα και σε δυνατότητα απήχησης.
Κυριακή 6 Δεκεμβρίου [ GEORGE SPANOS INTERGALACTIC NUCLEUS TRIO ] Την τελευταία ημέρα του φεστιβάλ εμφανίστηκε ένα μόνο σχήμα, το τρίο του ντράμερ Γιώργου Σπανού (ο οποίος τα τελευταία χρόνια κατοικεί σχεδόν μόνιμα στη Νέα Υόρκη) που το συναποτελούσαν ο Αμερικανός σαξοφωνίστας Lawrence Clark και ο Ολλανδός κοντραμπασίστας Joris Teepe. Καταπληκτικοί μουσικοί όλοι τους - αν και το «βάρος» και η έμφαση του ήχου τους σαφέστατα ήταν στο τενόρο του Clark – και οι συνθέσεις του Σπανού δείχνουν ότι όχι μόνον αγαπά πολύ αλλά και μελετήσει και κατανοήσει σε βάθος την free jazz της δεκαετίας του ’60.
Ήταν ακριβώς το είδος της συναυλίας που έκανε πολλούς να πουν «πω πω, μουσικάρες, αυτό είναι jazz…». Με το πρώτο δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο, για το δεύτερο όμως διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις... Αυτό που άκουσα αντιμετώπιζε την free jazz σαν ένα σύνολο κωδίκων που βέβαια εκείνοι που ήταν στη σκηνή τους κατείχαν μα και τους χειρίζονταν άψογα. Όμως η free jazz δεν ήταν ποτέ ένα απλό σύνολο κωδίκων αλλά μια διάθεση.
Με μια κουβέντα απουσίαζε το κυριότερο στοιχείο της free jazz, η ελευθερία, όχι απλά η αυτοσχεδιαστική αλλά η μουσική, εντέλει η αίσθηση της εσώτερης ανθρώπινης ελευθερίας την οποία προσπάθησε να συμβολίσει και να «απεικονίσει» αυτή η περίοδος της jazz και σε μεγάλο βαθμό το κατάφερε. Πράγμα που μπορεί πολύ απλά να σημαίνει ότι όταν καταλύεις όλους τους μέχρι τότε (μουσικούς) κανόνες όπως έκανε η free jazz το επόμενο βήμα υποχρεωτικά δεν μπορεί να είναι άλλο από το να θέσεις τους νέους. Έστω και ως «κανόνες του παιχνιδιού»...