Εκκινώντας από ένα Jazz υλικό με τόσες δυνατότητες και ανοιχτό προς ακόμα περισσότερες κατευθύνσεις όσο οι συνθέσεις του Steve Lacy, οι Whammies όχι μόνον το σέβονται και του αποτίουν έναν «μετά λόγου γνώσεως» φόρο τιμής αλλά και το προχωρούν πολύ περαιτέρω. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά όταν οι μουσικοί που αποτελούν το ολλανδικοαμερικανικό μάλλον εντέλει σεξτέτο είναι καθένας τους βιρτουόζος εκτελεστής και, εξίσου σπουδαίο, παρά τις διαφορετικές καταβολές τους έχουν λίγο - πολύ κοινές «ρίζες» και μοιράζονται το ίδιο πάθος για την συνεχή ανακάλυψη νέων ηχητικών και εκφραστικών ηχητικών οδών;
Ο Ολλανδός Jorrit Dijkstra, ιδρυτής του σχήματος και ήρεμος «άτυπος» leader του, ως μαθητής του Lacy και σαξοφωνίστας και ο ίδιος αναλαμβάνει προφανώς το μεγαλύτερο μέρος της μελωδικής ανάπτυξης των κομματιών, Είναι το ίδιο ικανός όμως και στο Lyricon, το πρώτο πνευστό synthesizers που κατασκευάστηκε ποτέ, το οποίο τον οδηγεί σε ήχους μα και κατευθύνσεις που άλλοι σαξοφωνίστες ούτε καν φαντάστηκαν ποτέ. Δίπλα του, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ο επί πολλά χρόνια συνεργάτης του σε διάφορα projects Αμερικανός τρομπονίστας Jeb Bishop συμπληρώνει μαζί του ένα ολιγάριθμο μεν αλλά αποτελεσματικότατο τμήμα πνευστών που απλά «κουβαλά» το σύνολο της jazz παράδοσης.
Ολοφάνερα συγκροτημένος ως προσωπικότητα και με έναν εκπληκτικό αυτοέλεγχο στο παίξιμο του, ο ημέτερος Παντελής Καραγεώργης απλά θα έκανε υπερήφανο το ίνδαλμα και, θεωρητικό πλέον πολύ περισσότερο από πρακτικό, πρότυπο του, τον μέγα Thelonious Monk, αν μπορούσε να ακούσει το πως «δούλευε» το πιάνο του ανάμεσα και πίσω από τις βασικές γραμμές των συνθέσεων.
Η ιδιαίτερα εύχαρις Αμερικανίδα βιολίστρια Mary Oliver μπορεί μεν να έχει κάνει κλασικές σπουδές στο όργανο της αλλά διαφοροποιείται από τους περισσότερους αναλόγους εκτελεστές του καθώς έχει ασχοληθεί επί μακρόν όχι μόνο με την jazz αλλά και με την avnat garde, έχοντας παίξει ακόμα και έργα Ιάνη Ξενάκη. Τόσο με το βιολί όσο και λιγότερο με την βιόλα της λοιπόν συμπληρώνει ιδανικά τους τρεις προαναφερθέντες στο μελωδικό σκέλος των Whammies.
Πίσω τους ο Αμερικανός κοντραμπασίστας Nate McBride (που, αν αντιλαμβάνομαι σωστά, αντικαθιστά προσωρινά μεν αλλά και για αρκετά μεγάλο διάστημα τον ομοεθνή του Jason Roebke:) και ο Ολλανδός ντράμερ Han Bennink συναποτελούν μιαν υποδειγματική jazz rhythm section, κάνοντας κάθε άλλο σχόλιο περιττό. Ειδικά ο τελευταίος είναι ένας στην κυριολεξία απίστευτος μουσικός, παίζοντας παρά τα εβδομήντα τρία (!) χρόνια του με όλο το κέφι αλλά ακόμα και την φυσική δύναμη εικοσιπεντάχρονου και με εντελώς προσωπικές του τεχνικές όπως το να αλλάζει την τονικότητα των τυμπάνων του βάζοντας επάνω τους τα πόδια του αλλά ακόμα και...κλοτσώντας τα πιατίνια του!
Οντας όλοι τους δεινοί αυτοσχεδιαστές και με φοβερή, ενστικτώδη πλέον «όσμωση» μεταξύ τους και έχοντας να κάνουν με ένα πρωτογενές υλικό ευρύτατων διαστάσεων (ο Lacy, ανάμεσα σε άλλους, είχε αφιερώσει συνθέσεις του στον Κλοντ Ντεμπισί αλλά και στον... ζωγράφο Βίνσεντ Βαν Γκονγκ) δεν δυσκολεύτηκαν να το πάνε όπου ήθελαν, καλύπτοντας ολόκληρη σχεδόν την γκάμα της Ιστορίας της jazz, αυτής που έχει ήδη γραφτεί αλλά και κατά ένα σεβαστό μέρος εκείνης που θα γραφτεί στο μέλλον, από μουσικούς σαν και αυτούς μα και τους ίδιους. Δεν έμειναν όμως ούτε καν σε αυτό μόνον, ένα από τα κομμάτια που ήταν ντουέτο του Dijkstra παίζοντας το Lyricon και της Oliver έφευγε τόσο μακριά ακόμα και από την πιο προωθημένη jazz ώστε μάλλον απλά «σύγχρονη μουσική» θα το χαρακτήριζες...
Η φυσιογνωμία βέβαια που κυριαρχούσε στη σκηνή, αν όχι η...ατραξιόν της βραδιάς, ήταν αυτός ο απερίγραπτος τύπος ο οποίος ακούει στο όνομα Han Bennink. Ο «παππούς», εκτός φυσικά από εξαίρετος μουσικός, είναι μια αληθινά cult προσωπικότητα που συχνά συνοδεύει το παίξιμο του με δυνατές...κραυγές και κοροϊδεύει και ειρωνεύεται ασύστολα τους πάντες και τα πάντα, αρχίζοντας από τον καημένο τον Dijkstra για τα όσα έλεγε στις σύντομες εισαγωγές του πριν από κάθε κομμάτι.
Την μεγαλύτερη έκπληξη όμως ο Bennink μας την επιφύλασσε για το τέλος, όταν άφησε την θέση του πίσω από το σετ των ντραμς του, πήγε και κάθισε στο πάτωμα στο μπροστινό μέρος της σκηνής και χρησιμοποιώντας το τελευταίο ως μοναδικό όργανο έκανε με τις μπαγκέτες του ένα πραγματικά ά- ψ-ο-γ-η-ς τεχνικής σόλο, αφήνοντας μας άφωνους! Περισσότερο ίσως από οποιαδήποτε άλλη αυτή ήταν η πιο Jazz στιγμή μιας θαυμάσιας Jazz συναυλίας...
Και είμαι σίγουρος ότι σε όλη την διάρκεια της αλλά ακόμα περισσότερο τότε, αν – όπως μας διδάσκει η σύγχρονη φυσική επιστήμη και σε αντίθεση με την μάζα – η ενέργεια σε κάθε πιθανή μορφή της δεν χάνεται ποτέ αλλά μόνον μετασχηματίζεται, σε κάποιαν διαφορετική ίσως διάσταση του δικού μας ή ακόμα και ενός άλλου σύμπαντος το πνεύμα του Steve Lacy θα χαμογελούσε πολύ, πάρα πολύ ικανοποιημένο για το τι συνεχίζουν να κάνουν κάποιοι άλλοι με αυτή την Jazz που ο ίδιος είχε τόσο αγαπήσει!