Οι Kyklos Ensemble λειτουργούν με τον τρόπο που πιθανότατα θα έπρεπε να λειτουργούν και όλες οι γνωστές, μεγάλες ορχήστρες της χώρας μας για να μην έχουν πέσει κατ’ αρχήν στο οικονομικό – που οδήγησε στην απόλυτη σχεδόν εξάρτηση τους από τον κρατικό προϋπολογισμό, ο οποίος προφανώς αδυνατεί να ανταποκριθεί σε πολύ πιο επείγουσες και πρακτικές ανάγκες της κοινωνίας, πόσο μάλλον σε αυτήν – και στη συνέχεια εν πολλοίς και μουσικό τέλμα που ταλανίζει τις πιο πολλές από αυτές.
Το Kyklos Ensemble είναι συγκροτημένο ως αστική, μη κερδοσκοπική εταιρεία η οποία έχει σαν γενικό διευθυντή τον – εκ των βασικών ιδρυτών του συνόλου – κορυφαίο εκτελεστή κρουστών Δημήτρη Δεσύλλα και σαν καλλιτεχνικό διευθυντή έναν από τους πιο ανανεωτικούς μα και «ευέλικτους» σύγχρονους Έλληνες συνθέτες, τον Γιώργο Κουμεαντάκη, γεγονός που του επιτρέπει την νομική και οικονομική ανεξαρτησία του. Το σύνολο έχει έτσι την δυνατότητα να κάνει επιλογές ρεπερτορίου που συχνά ξαφνιάζουν – κάποιες φορές ίσως ακόμα και τα...ίδια τα μέλη του! - και να πρωτοτυπεί, κάποτε ακόμα και να πρωτοπορεί, με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τόσο αυτά όσο και τα υπόλοιπα, με όποια έννοια κλασικά, έργα που παίζει.
Δύσκολα λοιπόν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί εγχώριο σύνολο πιο κατάλληλο για το ιδιαίτερα πολυσυλλεκτικό πρόγραμμα που εξ αντικειμένου έπρεπε να έχει η συναυλία που έκλεισε τις εργασίες του διήμερου συνεδρίου για τις νέες τάσεις και διεργασίες μουσικής σύνθεσης στη Μεσόγειο το οποίο πραγματοποιήθηκε στη στέγη Γραμμάτων Και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση. Όντως το μοναδικό παράπονο που θα μπορούσαμε να έχουμε από την συναυλία της 19ης Φεβρουαρίου ήταν ότι δεν παρακολουθήσαμε ολόκληρο το όχι ιδιαίτερα πολυμελές μεν αλλά πάντως πληρέστατο αφού περιλαμβάνει εκλεκτούς σολίστ όλων των οικογενειών οργάνων (εγχόρδων, ξύλινων και χάλκινων πνευστών, κρουστών και φυσικά πιάνο) Kyklos Ensemble!
Παρόντες ήταν περίπου τα δύο τρίτα των μουσικών του συνόλου αλλά ακόμα και αυτοί/ές κατά το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας της συναυλίας έπαιξαν σε περισσότερο ή λιγότερο μικρούς μεταξύ τους συνδυασμούς. Ακόμα και αυτό όμως, όπως και οι επιμέρους αδυναμίες λίγων από τις συνθέσεις που έπαιξαν, μπορεί να αιτιολογηθεί και με το παραπάνω από το ότι το πρόγραμμα έπρεπε να είναι αντιπροσωπευτικό όχι τόσο πολλών μορφών και υφών όσο κατά το δυνατόν περισσότερων χωρών οι οποίες βρέχονται από την Μεσόγειο και φυσικά δεν είναι όλες στο ίδιο επίπεδο από πλευράς μουσικής δημιουργίας. Ενα παραπάνω μάλιστα όταν οι συνθέτες που είχαν επιλεγεί κάλυπταν ένα πολύ μεγάλο ηλικιακό εύρος, με κάποιους να είχαν γεννηθεί στις αρχές του εικοστού αιώνα και τον νεότερο να είναι μόλις είκοσι οκτώ ετών...
Το πρώτο μέρος ξεκίνησε με ένα λυρικό έργο, σύγχρονης «μουσικής δωματίου» θα έλεγα, του Γάλλου Maurice Ohana (1913-1992). Σαφώς πιο καινοτόμο εκείνο του Ιταλού Gianvincenzo Cresta το οποίο ήταν και το πρώτο από τα περισσότερα συνολικά που διηύθυνε – συγκροτημένα και δίχως περιττούς «θεατρινισμούς» στο πόντιουμ – ο Artem Abasev. Το υπερέβαινε όμως κατά πολύ το Concertino του καλλιτεχνικού διευθυντή του Kyklos Ensemble καθώς διέθετε όλα τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν την δουλειά του Γ. Κουμεντάκη, σαγηνευτικές λεπτομέρειες, έντονες δυναμικές και ευρηματικές αναπτύξεις με τον σολίστ στο πιάνο Στέφανο Θωμόπουλο να είναι όντως εντυπωσιακός, αν όχι να κλέβει την παράσταση.
Γιατί είχε ισχυρούς «ανταγωνιστές» για το τελευταίο, κατ’ αρχήν τον Βασίλη Λύκο που απέδωσε άψογα το ιδιαίτερα δύσκολο έργο για σόλο βιολοντσέλο του Σύριου Zaid Jabri το οποίο εξερευνούσε τις δυνατότητες του οργάνου και ταυτόχρονα αναδείκνυε την φύση, την εκφραστική γκάμα αλλά και τον χαρακτηριστικό «ρόλο» του ο οποίος συχνά παραγνωρίζεται δίπλα στα πιο «θεαματικά» ίσως από τεχνικής πλευράς της «οικογένειας» του, το βιολί και την βιόλα. Το πρώτο μέρος τελείωσε με ένα ενδιαφέρον έργο της Τουρκάλας (!) συνθέτιδας Zeynep Gedizlioglou.
Μετά το διάλειμμα μας περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη, ένα από τα έργα του πολύ σπουδαίου Έλληνα πρωτοποριακού συνθέτη Μιχάλη Αδάμη (1929-2013). Με την χαρακτηριστική τεχνοτροπία του Αδάμη που αξιοποιούσε ευφυέστατα την βυζαντινή υμνολογία στα πλαίσια απολύτως συγχρόνων φορμών το Ροδανόν ήταν και από τις καλύτερες στιγμές της βραδιάς, χάρη και στην συμμετοχή της επαρκέστατης Ελληνικής Βυζαντινής Χορωδίας και κυρίως του θαυμάσιου ψάλτη Αναστάσιου Στέλλα.
Το ιδιαιτέρως «ανήσυχο» μορφολογικά και ενορχητρωτικά έργο του νεότερου εκ όλων των συνθετών Δημήτρη Σκύλλα που ακολούθησε ήταν η δεύτερη ευκαιρία μετά από εκείνο της Gedizlioglou – και σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό από εκείνο - για να δείξει την πολύ μεγάλη αξία του ο Δημήτρης Δεσύλλας. Ακόμα περισσότερο ίσως όμως συνέβη αυτό στο έργο του Ιορδανού (αν και ζει και εργάζεται στην Γερμανία) Saed Haddad και στο φινάλε της συναυλίας, ένα έργο του Λιβανέζου Zad Moultaka. Σε αμφότερα αυτά ο Δ. Δεσύλλας ανταποκρίθηκε με υποδειγματική άνεση και φυσικά εκπληκτική τεχνική στα ιδιαίτερα απαιτητικά για εκείνον μέρη των κρουστών, μάλιστα όχι μόνο των ρυθμικών όπως οι περισσότεροι άλλοι αλλά και των μελωδικών, του βιμπράφωνου και του ξυλόφωνου!
Για άλλη μια φορά λοιπόν το Kyklos Ensemble απέδειξε ότι ξέρει και μπορεί να υπερβαίνει τα «εσκαμμένα» της επιλογής ρεπερτορίου αλλά και τα...προβλέψιμα από εκτελεστικής πλευράς για ένα ορχηστρικό σύνολο του είδους του. Και το ότι είμαι σίγουρος πως θα συνεχίσει να το κάνει είναι - μαζί φυσικά με τις πολύ υψηλό επίπεδο ως μονάδων των μουσικών που το αποτελούν το οποίο προφανώς λειτουργεί ως πολλαπλάσια προστιθέμενη αξία για την ομάδα τους - και με το παραπάνω ικανός λόγος για να εξακολουθήσω να το παρακολουθώ με την δέουσα προσοχή...