Η γνωριμία τους αριθμεί σαράντα χρόνια, η συνεργασία τους όμως (συναυλιακά και δισκογραφικά) ουσιαστικά μόνο δέκα (1974-1984). Πολλοί οι λόγοι αυτής της διαφοροποιημένης πορείας, αντικείμενο, όμως, έρευνας, πλέον, σε αρχειακό επίπεδο. Αυτό που έχει συγχρονικό ενδιαφέρον είναι ότι ζώντος του Μική Θεοδωράκη και δρώντος του Βασίλη Παπακωνσταντίνου γίναμε μάρτυρες μιας ιστορικής συναυλίας ακόμα κι αν αυτή άργησε τουλάχιστον είκοσι χρόνια...
Χρησιμοποιώ τον όρο “ιστορική” όχι ως αξιολογικό προσδιορισμό της συναυλίας, αλλά ως γεγονός το οποίο εξαιτίας των ασφυκτικών χρονικών προσδιορισμών της ζωής αυτόματα ανάγεται σε “μαρτυρία”. Οι νεότεροι θεατές με τα μαύρα μπλουζάκια «Βασίλης Παπακωνσταντίνου» πήραν μια «εικονική» γεύση της σεισμικής δόνησης των συναυλιών του Θεοδωράκη και οι μεγαλύτεροι θεατές αναπόλησαν τα χρόνια της νεότητάς τους κάνοντας ίσως παράλληλα και έναν απολογισμό.
Οι δρόμοι, όμως, που τους έφεραν στο αρχαίο θέατρο ήταν χωριστοί και συνέχισαν να είναι και μετά την έξοδό τους. Γιατί αυτές οι παράλληλες γενιές όσο περνά ο καιρός, όλο και πιο δύσκολα, θεωρώ, οτι θα βρίσκουν κάποιο σημείο τομής σε τέτοιες συναυλίες. Κάτι που θα τους ενώνει από κοινού με τον πυρήνα των τραγουδιών και όχι με τον εκάστοτε ερμηνευτή ή τις μνήμες τους. Αρκετά, δηλαδή, από τα τραγούδια της συναυλίας που ακούστηκαν και που είχαν χρόνια να ακουστούν (από τα «Τραγούδια του Αγώνα», τον «Εχθρό λαό», «Της Εξορίας», τον «Καρυωτάκη») έχουν ασφαλώς ειδικό σημασιολογικό φορτίο, το οποίο όμως η κοινωνικο-πολιτικο-μουσική τριακονταετία που προηγήθηκε το έκανε ακόμα «ειδικότερο» σε σημείο που να ηχούν ως «μουσειακά», ενώ θα μπορούσαν να έχουν έναν πιο ενεργητικό ρόλο ακόμα και αν δεν εφάπτονται της καθημερινότητάς μας -όσο κι αν προσπαθούμε να βρούμε αντιστοιχίες βλ. δικτάτορες/ δανειστές.
Μια λύση για έναν τέτοιο οργανικό ρόλο, θα ήταν η ενορχηστρωτική αναδημιουργία των τραγουδιών. Με σεβασμό στο παρελθόν και χωρίς το άγχος του φρέσκου ήχου που επιφέρει άλλα δεινά. Κάτι που δεν επιτεύχθηκε ούτε σε αυτή τη βραδιά στο Ηρώδειο. Η Λαϊκή Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης έπαιξε τα τραγούδια με το γνώριμο ήχο της και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τα ερμήνευσε ακολουθώντας το «πρωτότυπο» υπερβάλλοντας μάλιστα εαυτόν δεδομένης της δυσκολίας των τραγουδιών (π.χ. «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις») αλλά και της φωνητικής κόπωσης εξαιτίας των πολυάριθμων θερινών συναυλιών που προηγήθηκαν.
Στις γνώριμες, από τα προγράμματά του, μπαλάντες του Θεοδωράκη τα πράγματα βεβαίως ήταν πιο οικεία και εύκολα για όλους. Όπως και να έχει, όμως, η συγκίνηση και κυρίως η συναίσθηση του Παπακωνσταντίνου ήταν ορατές ακόμα και από τις τελευταίες σειρές των καθισμάτων χωρίς να χρειάζονται τα φωτογραφικά φλας, που άστραψαν κατά τον εναγκαλισμό του με τον συνθέτη, -και που φιγουράρουν ως είδηση- για να πιστοποιήσουν το γεγονός.
Οι δύο τραγουδίστριες που τον συνόδευσαν, η Σοφία Παπάζογλου και η Μπέττυ Χαρλαύτη στάθηκαν αξιοπρεπώς στα λαικό-λυρικά τραγούδια που αντίστοιχα ερμήνευσαν, με την Παπάζογλου να έχει μια επιπρόσθετη δυσκολία εξαιτίας του αναστήματος των τραγουδιών που κλήθηκε να τραγουδήσει, τις «Άπονες Εξουσίες», και το «Στα Περβόλια».
Για την ιστορία, τέλος, να σημειώσουμε ότι συναυλία διοργανώθηκε από το Σωματείο Φίλων Κοινωνικής Παιδιατρικής & Ιατρικής "Ανοιχτή Αγκαλιά", στο πλαίσιο των δράσεων και κοινωνικών εκδηλώσεών του, και τέλεσε υπό την αιγίδα του Γενικού Νοσοκομείου Παίδων Αθηνών «Π. & Α. Κυριακού». Τα έσοδα της εκδήλωσης θα διατεθούν για τον εκσυγχρονισμό εξοπλισμού μηχανικής υποστήριξης της Μονάδας Πρόωρων Νεογνών του Νοσοκομείου Παίδων Π. & Α. Κυριακού.