Πριν από ένα περίπου χρόνο κυκλοφόρησε η συνεργασία του Γιάννη Σπανού με τον Μανώλη Μητσιά πάνω στην ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη. Σε άλλες εποχές, για την Ελλάδα και για τη δισκογραφία, πιστεύω πως αυτή η έκδοση θα αποτελούσε καλλιτεχνικό γεγονός. Σήμερα, αναρωτιέμαι πόσοι άνθρωποι που έχουν ένα απλό ενδιαφέρον για το ελληνικό τραγούδι γνωρίζουν ότι υπάρχει αυτός ο δίσκος και ενδιαφέρθηκαν να τον αποκτήσουν, αλλά και πόσοι από αυτούς που τον προμηθεύτηκαν την περσινή χρονιά, όταν διανεμήθηκε με εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας, τον άκουσαν (αυτό ισχύει γενικότερα για τα cd που δίνονται με έντυπα).

Το βράδυ της Δευτέρας 2 Ιουνίου ο Μανώλης Μητσιάς με τον Γιάννη Σπανό στο πιάνο έπαιξαν όλα τα τραγούδια ζωντανά, αποδεικνύοντας ότι πρόκειται για μια σειρά μελοποιήσεων που έχουν, τα περισσότερα από αυτά, ως στόχο να τραγουδηθούν – ο ενορχηστρωτής και βασικός υπεύθυνος για το ηχόχρωμα των τραγουδιών του δίσκου Γιώργος Παγιάτης συνόδευσε στο πιάνο τον Μητσιά σε 2 από τα τραγούδια. 

 

Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στην εισήγησή του ανέπτυξε αυτό που γράφει και στο ένθετο της έκδοσης, ότι δηλαδή «ο Καβάφης τραγουδιέται». Περνώντας από την ετυμολογική ανάλυση της λέξης «τραγούδι», επεσήμανε τις μουσικές επιρροές του Σπανού από την παρισινή rive gauche της δεκαετίας του ’60, αναφέρθηκε στην ωριμότητα της φωνής του Μητσιά και στάθηκε στη σημασία των λέξεων του Καβάφη. Όπως είπε η κάθε λέξη είναι επιλεγμένη και ζυγισμένη με το ζυγό του παλιού φαρμακοποιού, κάτι που καθιστά ακόμα πιο δύσκολο, αλλά και ενδιαφέρον κατά την προσωπική μου άποψη, τη μελοποίηση του Καβάφη. 

 

Θεωρώ ότι ο Γιάννης Σπανός είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες «μελωδίστες» και συνάμα ένας από τους πιο ακομπλεξάριστους συνθέτες. Είτε μελοποιεί Καβάφη, είτε γράφει τη μελωδία του «Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο» ο σκοπός του είναι να γίνουν τραγούδια που θα περάσουν στον κόσμο. Σε όλο τον κόσμο. Γιατί ξέρει ότι το κάθε καλό τραγούδι, σε όποιο είδος και ρυθμό κι αν ανήκει, λειτουργεί όταν μπαίνει στα στόματα των ανθρώπων. Είτε τους συντροφεύει στα γλέντια τους, είτε στη μοναξιά τους. Είτε ξεσηκώνοντας παρέες, είτε συνοδεύοντας προσωπικές στιγμές. Γι’ αυτό και στο τέλος της βραδιάς, μετά τα τραγούδια του Καβάφη, δεν έλειψαν τα «Ποτέ ξανά», «Επειδή σ’ αγαπώ», «Πού να’βρω ένα ζεϊμπέκικο» και το «Μαρικάκι» (όλα σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου) από παλαιότερές τους συνεργασίες. 

 

Ο ίδιος ο Σπανός άλλωστε σε κείμενό του τον Ιούνιο του 2003 σημειώνει για τις επιλογές των ποιημάτων στις ανθολογίες του : «Ήθελα να ανακαλύψω άλλους, λιγότερο γνωστούς στο πλατύ κοινό, ποιητές...Το μέλημά μου ήταν να κάνω το ποίημα τραγούδι και όχι να οχυρωθώ πίσω από το όνομα ενός ποιητή για να έχω επιτυχία. Έτσι βγήκε το «Χριστινάκι» του Ρώτα, το «Ήρθες εψές» και τα «Άσπρα καράβια» του Σκίπη. Πρώτα τα τραγούδησε ο κόσμος και μετά έμαθε ότι ήταν ποιήματα». 

 

Δε θα πρωτοτυπήσω γράφοντας για τη μεστότητα, την ωριμότητα, την αναγνωρισιμότητα της φωνής του Μανώλη Μητσιά. Είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά εκείνα που προσδίδουν κύρος και ξεχωριστή οντότητα στα τραγούδια που ερμηνεύει. Θαυμάζω όμως για άλλη μια φορά τη διάθεσή του να τραγουδήσει έργα και να κάνει δίσκους γνωρίζοντας πως δε φέρουν από την αρχή την εγγύηση της επιτυχίας και τη σιγουριά της εμπορικότητας, προσδοκώντας όμως στη, σε βάθος χρόνου, ανακάλυψη και δικαίωσή τους. Και τονίζω το «για άλλη μια φορά», γιατί και στη δισκογραφία του Μητσιά βρίσκεις κι άλλα τέτοια παραδείγματα, αλλά και γιατί από αυτούς τους χορτασμένους και γεμάτους από την αποδοχή του κόσμου καλλιτέχνες περιμένεις ανάλογες κινήσεις ή και πειραματισμούς ακόμη. 

 

Θα ήταν άδικο όμως να κλείσει αυτό το σημείωμα χωρίς να επισημανθεί το όνομα του Γιώργου Μακράκη στη διεύθυνση παραγωγής και αυτής της δουλειάς. Πόσα χρωστάμε σ’ αυτό τον άνθρωπο... Η διορατικότητα και η οξυδέρκειά του, οι γνώσεις και η αφοσίωσή του, το ένστικτο και η αισθητική του έχουν αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα τους σε τόσες σημαντικές δισκογραφικές εκδόσεις που φέρουν την υπογραφή του κι έχουν ανοίξει δρόμους στην πορεία της ελληνικής μουσικής των τελευταίων δεκαετιών. 

 

Έγραψα στο ξεκίνημα πως, σε άλλες εποχές, η συγκεκριμένη κυκλοφορία θα αποτελούσε δισκογραφικό γεγονός. Σήμερα έχουμε βρει τη λύση. Τα φορτώνουμε όλα στην κρίση. Την οικονομική. Μήπως είναι καιρός να ασχοληθούμε και με την πολιτιστική;