Ας μου επιτραπεί αυτή τη φορά να ξεκινήσω την περιγραφή των πεπραγμένων κατά τις τέταρτες – και τελευταίες για αυτή την σεζόν – «Νύχτες Ραδιοφώνου» που διοργανώνει ο ραδιοσταθμός 105,5 Στο Κόκκινο... ανάποδα, αρχίζοντας δηλαδή από το τελευταίο κατά σειρά όνομα που εμφανίστηκε στο Θέατρο του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης την Δευτέρα και καταλήγοντας στο πρώτο. Και αυτό δεν είναι βέβαια μια ξαφνική ιδιοτροπία μου, οφείλεται σε έναν πολύ σοβαρό λόγο ο οποίος ελπίζω να γίνει κατανοητός στο τέλος του κειμένου χωρίς καν να χρειαστεί να τον εξηγήσω...

 

Ο Αλέξης Καλοφωλιάς που - μαζί με το πλέον πρόσφατο μέλος του γκρουπ, τον κιθαρίστα Στέφανο Φλώτσιο – εκπροσώπησε τους Last Drive οι οποίοι είχαν κάνει αυτή την φορά την επιλογή των ονομάτων για τις «Νύχτες Ραδιοφώνου» δεν προσπάθησε καθόλου να κρύψει ότι γνωρίζει πολύ καλά και επιπλέον είναι φίλος αλλά και έχει συνεργαστεί σε διάφορα επίπεδα με τον Δημήτρη Κοτσέλη των Microondas, κάτι που επιβεβαίωσε και ο τελευταίος με λίγα αλλά πολύ θερμά λόγια από την σκηνή. Είναι μάλλον επόμενο λοιπόν ότι οι Microondas (που ανατρέποντας το πρόγραμμα άλλαξαν αμοιβαία σειρά με τους Kid Flicks) είναι εκείνο από τα τρία ονόματα που έχει μεγαλύτερη σχέση και περισσότερες αναφορές στους Last Drive και όχι μόνον επειδή αμφότεροι εκκινούν από τα ίδια δύο σημεία, το blues και το punk.

 

Συνοπτικά οι Microondas παίζουν ένα «βρώμικο», σκληρό rock ’n’ roll που πριν και πάνω απ’ όλα βασίζεται στο παιχνίδι ανάμεσα στις δύο κιθάρες τους, την αρχετυπικά ρυθμική του Δ. Κοτσέλη και την lead του Παναγιώτη Παρασκευαϊδη, μίας αρκούντως ιδιόρρυθμης αλλά τελικά άκρως διασκεδαστικής επί σκηνής φυσιογνωμίας που δείχνει να ανήκει σε μιαν άλλη, περασμένη δεκαετία (ή και σε ένα δικό του σύμπαν...) και τα συνεχή σόλο του μπορεί ίσως να είναι ολίγον «δεινοσαυρικά» αλλά παράδοξα δεν ενοχλούν καθόλου. Η ντράμερ τους παρέχει τους λιτούς, κοφτούς και στακάτους ρυθμούς που είναι αυτό ακριβώς το οποίο είναι απαραίτητο στο ιδιότυπα μινιμαλιστικό ιδίωμα τους ενώ η φωνή του Δ. Κοτσέλη είναι επαρκώς δυναμική και λειτουργική. Οι καλύτερες στιγμές της εμφάνισης τους ήρθαν προς το τέλος της, όταν προστέθηκε και ο μπασίστας που συμμετέχει μόνο στα live τους, τότε ακριβώς όμως ήταν που θύμιζαν περισσότερο από ποτέ τους Last Drive και μάλιστα στην πρώιμη περίοδο τους.

 

Άλλο όμως θυμίζω και άλλο ανακαλώ...Οι Microondas έχουν σχεδόν τις ίδιες ικανότητες με εκείνες των Last Drive όταν ξεκινούσαν, γιατί λοιπόν τις αναδεικνύουν πολύ λιγότερο από εκείνους; Γιατί δεν καταφέρνουν να έχουν παρά ψήγματα μόνον από τις εσωτερικές δυναμικές και την ακατανίκητη (ειδικά στην πρώτη εποχή τους) ορμή των τελευταίων; Μήπως γιατί δεν διαθέτουν την αστείρευτη ενέργεια των αρχικών Last Drive; Ή γιατί δεν διαθέτουν την αυθεντική τρέλα και το θάρρος να φλερτάρουν ξεδιάντροπα με το κιτς των rock ‘n’ roll κλισέ όπως έκαναν οι Cramps, για να θυμηθώ και ένα μη ελληνικό όνομα στο οποίο βρίσκονται πολύ κοντά ενορχηστρωτικά, αισθητικά, ακόμα ίσως και φιλοσοφικά; Ή μήπως και τα δύο;

Για να μην παρεξηγηθώ αυτό που παρουσιάζουν στη σκηνή οι Microondas είναι αρκούντως δυναμικό και κυρίως πολύ, πολύ κεφάτο (και τα μικρά «ατυχήματα» τους, σπασμένες χορδές κ.λπ., μάλλον προσέθεταν παρά αφαιρούσαν σε αυτό). Οπως είπε μετά το πέρας της βραδιάς και ένας φίλος (και εξαίρετος μουσικός ο ίδιος) «θυμήθηκα τα νεανικά μου χρόνια, κάπως έτσι πρέπει να έπαιζαν και οι Dream Syndicate την εποχή του πρώτου τους δίσκου». «Και θα ήταν ακόμα καλύτερο με λίγες...ή μάλλον πολλές μπίρες», συμπλήρωσα εγώ πριν ξεσπάσουμε και οι δύο σε δυνατά γέλια. Άλλο όμως – αν και βέβαια πολύ ευχάριστο, θετικό, ακόμα και αξιέπαινο – είναι να παίζεις για το κέφι σου και για λίγους φίλους που διασκεδάζουν το ίδιο με εσένα και άλλο να σε συστήνει/προτείνει σε ένα ευρύτερο κοινό μια από τις πλέον εμβληματικές μπάντες του ελληνικού rock ή, για να το θέσω διαφορετικά, υπάρχει απόσταση ανάμεσα στο να γουστάρεις να βλέπεις ζωντανά ένα γκρουπ και να περνάς καλά μαζί του και σε ένα συγκρότημα που είναι καλό στις συναυλίες του. Και φοβάμαι ότι η απόσταση αυτή είναι αρκετά μεγάλη και ως εκ τούτου όχι και τόσο εύκολο να διανυθεί...

 

Προλογίζοντας τις εμφανίσεις ο Α. Καλοφωλιάς είπε – και συμφωνώ απόλυτα μαζί του - ότι «αν τα συγκροτήματα της δικής μας γενεάς ήθελαν να σπάσουν τα στεγανά τα σημερινά έχουν ως δεδομένο κάτι που είναι ταυτόχρονα απελευθερωτικό αλλά και πιο δύσκολο, την «αποενοχοποίηση» των όσων και όποιων επιρροών τους και την συνακόλουθη καλύτερη αφομοίωση τους». Αν λοιπόν αυτό είναι όντως το βασικό αίτημα, το εκπληρώνουν αληθινά και σε ποιο βαθμό οι Kid Flicks; Κατά την γνώμη μου αυτό συνδέεται και ανάγεται σε ένα άλλο ερώτημα, η ψυχεδέλεια είναι μόνο μια ψυχοσύνθεση και διάθεση της μουσικής έκφρασης; Αν ναι τότε ο («ηθικός αυτουργός» και επιμελητής του θεσμού «Νύχτες Ραδιοφώνου») Μάκης Μηλάτος έχει απόλυτο δίκιο να αποκαλεί τους Kid Flicks «ψυχεδελικούς». Αν όμως η ψυχεδέλεια είναι – παρά τις κατά χρόνους, ακόμα και τόπους, διαφορές – ένα ιδίωμα με την δική του διακριτή φύση, μορφή, γνωρίσματα, ακόμα και αρχές και κανόνες, έστω και αν ο βασικότερος είναι η ανατροπή των όποιων τέτοιων; Ας με συγχωρήσει ο φίλτατος Μάκης αλλά προσωπικά είμαι πεπεισμένος ότι ισχύει η δεύτερη εκδοχή και γι’ αυτό δεν μπορώ να συμμεριστώ την άποψη του για τους Kid Flicks...

 

Αφήνοντας όμως τους θεωρητικούς προβληματισμούς και διαφωνίες, τι συμβαίνει ως προς την συναυλιακή εμπειρία των Kid Flicks; Κάτι πολύ παράξενο, θα έλεγα, τόσο παράξενο που ίσως ούτε καν ο «εγκέφαλος», ψυχή και μέχρι κάποια στιγμή μοναδικό μέλος τους Νίκος Δερβίσης να μην μπορεί να εξηγήσει...Τί ακριβώς θέλει να κάνει, μία electronica με σκληρές κιθάρες τύπου, για παράδειγμα, Kasabian ή μία νεωτερική μεν αλλά πάντως rock φόρμα μετά ηλεκτρονικών; Στην δεύτερη περίπτωση η (τόσο έντονα...) lo-fi αισθητική αναδεικνύει το ακρόαμα, στην πρώτη λειτουργεί αναχαιτιστικά ως προς αυτό...Εμεινα με την απορία καθώς και ο ίδιος ο Ν. Δερβίσης δείχνει να μην μπορεί – ή και να μην θέλει – να αποφασίσει προς ποιαν θέλει τελικά να κινηθεί.

 

Ακόμα όμως και μια τέτοια «αμηχανία» μπορεί να αποβεί πολύ αποδοτική δημιουργικά αν υπάρχει ένα απολύτως συγκεκριμένο συνολικό concept, όπως για παράδειγμα με τους – με την ευρύτατη έννοια συναφείς των Kid Flicks – Atari Teenage Riot του Alec Empire όπου το μόνο ζητούμενο ήταν το εφ’ όλης της ύλης σαρωτικό ιδεολογικό και ηχητικό αποτέλεσμα. Υπάρχει όμως μια τόσο συγκροτημένη σύλληψη πίσω από τα live των Kid Flicks; Η ιδέα των δύο ντράμερ (άντρας – γυναίκα) είναι πολύ ενδιαφέρουσα, μουσικά μα ακόμα και οπτικά, αλλά αξιοποιείται σε πολύ μικρό βαθμό καθώς (αυτο;)περιορίζονται στο να παίζουν επάνω στα προηχογραφημένα ρυθμικά μέρη κάνοντας απλά «γεμίσματα». Ο μπασίστας – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έπαιζε καλά, ενισχύοντας δεόντως τις ηλεκτρονικές basslines – με το ιδιότυπο κινητικό «show» του λειτουργούσε περισσότερο ως το οπτικό επίκεντρο παρά ως μουσικός, αναπληρώνοντας ίσως έτσι και την σχεδόν πλήρη ακινησία του Ν. Δερβίση ο οποίος έμοιαζε καθηλωμένος, αν όχι...παγιδευμένος, ανάμεσα στην κιθάρα του (που την έπαιζε ελάχιστα, πιθανόν γιατί απλά δεν προλάβαινε) και τον υπολογιστή και τα υπόλοιπα ηλεκτρονικά μέσα με τα οποία έπρεπε να ασχολείται συνέχεια για να διαμορφώνει τον ήχο. Τελικά η φωνή του και το μπάσο ήταν μάλλον τα μόνα πραγματικά ζωντανά στοιχεία της εμφάνισης τους....

 

Έχω ξαναγράψει πρόσφατα – και με αφορμή και πάλι τις «Νύχτες Ραδιοφώνου» - ότι ζούμε πλέον στην εποχή της προσωπικότητας και, είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι, ακόμα και οι όποιες συλλογικότητες καθορίζονται από την παρουσία ενός ή ακόμα καλύτερα περισσότερων τέτοιων. Καλώς ή κακώς αυτό ισχύει πια - και περισσότερο από ποτέ – και για τα μουσικά συγκροτήματα, ακόμα και τα καλύτερα ως σύνολο έχουν ανάγκη από μιαν ισχυρή και εμπνευσμένη προσωπικότητα που να εμπνέει και να κατευθύνει τα υπόλοιπα μέλη. Στην περίπτωση των Kid Flicks η προσωπικότητα αυτή προφανώς είναι ο Ν. Δερβίσης και γι’ αυτό το όλο πρόβλημα μου για το live τους εντοπίζεται σε εκείνον...Για να το πω όσο πιο απλά γίνεται πιστεύω ακράδαντα ότι στο μυαλό του Νίκου βρίσκεται ένα πρωτότυπο και πάρα πολύ ενδιαφέρον, κάποτε ακόμα και συναρπαστικό μουσικό σύμπαν το οποίο όταν βρίσκεται μόνος του στο στούντιο του πετυχαίνει σε πολύ μεγάλο βαθμό να το υλοποιεί στα κομμάτια του. Το θέμα είναι να βρει τον δρόμο για να το μεταφέρει στη σκηνή και τον τρόπο για να ενσωματώσει σε αυτό και τους τρεις μουσικούς που συνεργάζονται μαζί του, αν το θέλει είναι στο χέρι του και μόνο να το κατορθώσει...

 

Θα μπορούσα να περιορίσω το σχόλιο μου για τους Deadfile στο ότι αδικούν κατάφωρα τους εαυτούς τους χαρακτηρίζοντας αυτό που παίζουν ως post rock καθώς στην πραγματικότητα είναι... post everything! Αν τώρα θέλετε επεξήγηση θα σας πω ότι μπορεί μεν το «rock τμήμα» τους (οι δύο κιθάρες, το μπάσο και τα ντραμς) με τη συνοδεία των εκ των ουκ άνευ ηλεκτρονικών συχνοτήτων να κινούνται ως επί το πλείστον σε post rock μονοπάτια αλλά παράλληλα – και πολλές φορές ταυτόχρονα – τα πνευστά πηγαίνουν τσάρκα σε ένα μεγάλο μέρος της Ιστορίας της jazz, το βιολί και το τσέλο διαγράφουν τροχιές ανάμεσα στην παράδοση της κλασικής και της μετά-κλασικής μουσικής και οι δύο γυναικείες (μία βασική και μια συνοδευτική, συν μια τρίτη σε μερικές περιπτώσεις που καλύπτει περισσότερο την περιοχή της soul) και η ανδρική φωνή μετέρχονται άπασες σχεδόν τις blues προσεγγίσεις χωρίς όμως αυτό να εμποδίζει διόλου τις κοπέλες να μεταπηδούν ακαριαία στην κελτική παράδοση φέρνοντας κάποιες στιγμές στο νου μέχρι και τους Dead Can Dance, όλα αυτά με την άψογη υποστήριξη ενός θαυμάσιου και αξιοθαύμαστα ευέλικτου ντράμερ και ενώ ένα γλυκύτατο μέσα στην μελαγχολία του ιμπρεσιονιστικό, ενίοτε και σαγηνευτικά μινιμαλιστικό, πιάνο χαράζει το περίγραμμα και ταυτόχρονα συγκρατεί όλα αυτά τα τόσο ετερογενή στοιχεία σε ένα ενιαίο σύνολο και όχι ένα, ευτυχές έστω, συνονθύλευμα. Ναι, αυτή τη φορά το ζητούμενο των «πλήρως αποενοχοποιημένων και αφομοιωμένων επιρροών» εκπληρώθηκε και με το παραπάνω...

 

Υπάρχει αιτία για αυτό το επίτευγμα που στην πράξη είναι απείρως δυσκολότερο από όσο δείχνει η περιγραφή του; Σαφώς και ναι και δεν είναι άλλη από τον μουσικό που καθόταν μόνος του στο βάθος της σκηνής σχεδόν κρυμμένος πίσω από τα πληκτροφόρα όργανα και τον υπολογιστή του, όχι απλά μη θέλοντας να προβάλλει τον εαυτό του αλλά προσπαθώντας συνειδητά να περνάει απαρατήρητος μέσα στο σχήμα ενώ την ίδια στιγμή όχι μόνον επέβλεπε αλλά και έλεγχε απόλυτα ακόμα και το παραμικρό που παιζόταν και ακουγόταν. Για άλλη μια φορά έχουμε να κάνουμε με τον κανόνα της ισχυρής προσωπικότητας, είναι ο ταλαντούχος στο έπακρο συνθέτης και ενορχηστρωτής Βασίλης Παγκράτης εκείνος που – έχοντας στο μυαλό του ένα απολύτως ξεκάθαρο όραμα – οργανώνει και σχεδόν «δίνει φτερά» στα υπόλοιπα έντεκα μέλη των Deadfile, το σπανιότατο εκείνο είδος του δημιουργού που γνωρίζει πολύ καλά ότι, όταν φτάνει η στιγμή της εκτέλεσης και αν συμμετέχει και ο ίδιος σε αυτή, πρέπει και οφείλει να γίνει ένα ακόμα απλό μέρος του συνόλου, αν φυσικά πιστεύει στο έργο του και τον ενδιαφέρει τόσο ώστε να θέλει να παρουσιαστεί και να αναδειχθεί έτσι όπως του αρμόζει. Και το γεγονός ότι το έργο αυτό δημιουργείται και υλοποιείται στην Κέρκυρα που (παρ’ όλη την παράδοση των Επτανήσων στην μουσική και την ύπαρξη πλέον εκεί και του τμήματος μουσικολογίας του Ιονίου πανεπιστημίου) είναι περιφέρεια και αρκετά μακριά από το αθηναϊκό επίκεντρο για εμένα τουλάχιστον του προσδίδει ακόμα μεγαλύτερη αξία...

 

Είναι δηλαδή τέλειοι οι Deadfile; Θα ήταν ψέμα να το πω αυτό, το μουσικό όραμα του Βασίλη Παγκράτη είναι τόσο φιλόδοξο και – με την καλύτερη έννοια της λέξης – μεγαλεπήβολο ώστε σε κάποια σημεία ακόμα τον υπερβαίνει. Οι ενορχηστρώσεις χρειάζονται επιπλέον δουλειά, οι ομάδες των οργάνων πρέπει να δεθούν καλύτερα μεταξύ τους, τα φωνητικά κυρίως αλλά και κάποια από τα όργανα να ενσωματωθούν περισσότερο σε αυτό τον παλλόμενο, βιωματικό, γήινο και ταυτόχρονα υπερβατικό ήχο...Για κάποιους άλλους αυτά μπορεί να ήταν άνευ ουσίας λεπτομέρειες, στην περίπτωση όμως των Deadfile οι επισημάνσεις έχουν μεγάλη σημασία καθώς η μουσική που γεννιέται στην ψυχή και στο μυαλό του Β. Παγκράτη είναι ήδη μοναδική και αφοπλιστικά γοητευτική και έχει όλες τις δυνατότητες για να γίνει εκρηκτικά ανανεωτική και αληθινά πανέμορφη. Το μόνο που απαιτείται είναι περισσότερος κόπος και προσπάθεια και κάτι μου λέει ότι είναι μόνο θέμα χρόνου για τον ίδιο και τα υπόλοιπα μέλη των Deadfile να τα καταβάλλουν...

 

Πέραν όμως από επιμέρους επιφυλάξεις και αντιρρήσεις ο θεσμός «Νύχτες Ραδιοφώνου» είναι όχι μόνο πολύ θετικός αλλά και λίαν χρήσιμος για την ελληνική μουσική του σήμερα οπότε ήδη περιμένω με ανυπομονησία τις επιλογές/προτάσεις της Δήμητρας Γαλάνη στην πρώτη εκδήλωση του για τη νέα σεζόν στις αρχές του φθινοπώρου!