Δεν υπάρχουν και πολλά που να μην έχουν ειπωθεί για την Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας, την ορχήστρα της οποίας ηγείται ο Ανδρεάς Κατσιγιάννης. Η πολύχρονη –πολύ παραγωγική- δραστηριότητα, οι συνεργασίες με μεγάλα ονόματα του ελληνικού «πενταγράμμου» και κυρίως η ιδιαιτέρως επιμελημένη δισκογραφία με εκδόσεις που γνώρισαν και γνωρίζουν μεγάλη ανταπόκριση από το κοινό, έχουν προσδώσει μία περισπούδαστη θέση στα μουσικά πράγματα της χώρας σε αυτό το σχήμα, που διατηρεί υπό την σκέπη του μία σειρά από σπουδαίους σολίστες, κυρίως από το χώρο της παραδοσιακής μουσικής.

Η «Εστουδιαντίνα» μπορεί να καυχιέται πως έχει καταφέρει να θεωρείται μία Ορχήστρα υψηλών απαιτήσεων, ικανή να φέρει εις πέρας πολύ απαιτητικές παραγωγές, αλλά και δισκογραφικές καταγραφές. Σε αυτό το σημείο, δικαιολογεί πλήρως την ιστορική σύγκριση με τις εκ Σμύρνης ή εκ Κωνσταντινούπολης «Εστουδιαντίνες», οι οποίες επακριβώς αποτελούσαν ένα –τρόπο τινά- «μουσικό σπουδαστήριο», αποτελούμενο από έως 8 οργανοπαίχτες και 2-3 τραγουδιστές.

Τα σχήματα αυτά κυριάρχησαν στις ηχογραφήσεις, τα κέντρα διασκέδασης και τα μουσικά δρώμενα του μικρασιατικού, αλλά και του ελληνικού χώρου, πριν από το 1922. Είχαν, δηλαδή, έντονα λαϊκό χαρακτήρα και αποκτήσει τεράστια δημοφιλία. Σε αντιπαραβολή, η σύγχρονη «Εστουδιαντίνα», η οποία συστάθηκε πριν από 15 χρόνια, έχει πράγματι κερδίσει την αναγνώριση του κόσμου, κυρίως –ωστόσο- για τις εκλεπτυσμένες μουσικές παραγωγές και παραστάσεις.

Το αντίθετο, μία πιο «λαϊκή» εμφάνιση αποπειράθηκε να πραγματοποιήσει στο «Πέραν» το Σαββατοκύριακο πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα, με καλεσμένους – τραγουδιστές την Ασπασία Στρατηγού (το Σάββατο του Λαζάρου) και τον Μπάμπη Τσέρτο (την Κυριακή των Βαϊων). Επί σκηνής παρατάχθηκε ένα πιο ευέλικτο και μικρότερο σχήμα, από ό,τι έχουμε συνηθίσει, αποτελούμενο από τους Ανδρέα Κατσιγιάννη (σαντούρι), Κυριάκο Γκουβέντα (βιολί), Σταύρο Κουσκουρίδα (κλαρίνο), Δήμο Βουγιούκα (ακορντεόν) και Νίκο Μέρμηγκα (λαούτο και λάφτα).

Αρχικά, ακούστηκαν αποσπάσματα από τις δύο πρόσφατες εκδόσεις της Ορχήστρας (με ιδιαίτερη επιμέλεια του Ανδρεά Κατσιγιάννη) αφενός την «Εικόνα Αχειροποίητη», που «ακουμπά» πάνω στη γραφή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αφετέρου το cd «Ίμβρος– Τένεδος: Της Μνήμης και της Λήθης», που περιέχει μουσική για το ομότιτλο ντοκιμαντέρ.

Η συνέχεια περιλάμβανε επιλογές τόσο από τις πρώτες (και πιο δημοφιλείς) ηχογραφήσεις της «Εστουδιαντίνας», με ρεπερτόριο –κυρίως- από τη Σμύρνη, με προσθήκες από πολύ γνωστά παραδοσιακά τραγούδια («Θάλασσα λυπήσου», «Μήλο μου και μανταρίνι»), αλλά και ρεμπέτικα της πρώτης περιόδου, όπου τα «σαντουροβιόλια» κυριαρχούσαν («Μάγκικο Σκερτσόζικο», «Μαρίτσα Σμυρνιά», «Η πιο καλή γκαρσόνα» κ.α.).

Η καλεσμένη της πρώτης βραδιάς, Ασπασία Στρατηγού δεν χρειαζόταν τη συγκεκριμένη παράσταση για να μας συστηθεί ως μία από τις καλύτερες ερμηνεύτριες της νεότερης γενιάς. Πολύ καλή τραγουδίστρια, με εξαιρετική μουσική αντίληψη, χαμηλών τόνων, αλλά υψηλής συναίσθησης, η Στρατηγού έχει καταφέρει να κερδίσει το σεβασμό και απομένει η πορεία της σε δισκογραφία και εμφανίσεις, για να φανεί σε βάθος χρόνου εάν κερδίσει και τον θαυμασμό. Δίπλα στην «Εστουδιαντίνα» (της οποίας είναι δυνητικά συνεργάτης) έδωσε καλές ερμηνείες και προσπάθησε να δώσει και το στίγμα της. Το κατάφερε με το «Ωραία που’ ναι την αυγή», όπου κέρδισε (κυριολεκτικά) το χειροκρότημα, δεν το κατάφερε στο πορτογαλικό, «Cancao Dο mar», όχι γιατί δεν είχε καλή ερμηνεία, αλλά διότι είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να «απεμπλακεί» κανείς από τη «στάμπα» που έχουν αφήσει σε αυτό το τραγούδι η μεγάλη Amalia Rodrigues και η επίσης, σπουδαία Dulce Pontes.

Από τη μεριά της, η «Εστουδιαντίνα» χάρισε –για μία ακόμη φορά- μερικές πολύ καλές μουσικές ερμηνείες στο ρεπερτόριο που εκπορεύεται από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, αλλά και τον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων, μιας και μελωδίες όπως «Ο Καροτσέρης» έχουν ταξιδέψει στην Χερσόνησο, ανά τους αιώνες. Ο Κυριάκος Γκουβέντας ήταν και πάλι πληθωρικός και αποτέλεσε μία εξαιρετική μελωδική βάση μαζί με τους Σταύρο Κουσκουρίδα, Δήμο Βουγιούκα και Νίκο Μέρμηγκα, που ο καθένας ξεχωριστά είχε τις πολύ καλές στιγμές του, σε ταξίμια ή μουσικά μέρη.

Πάντως, αξίζει να σημειωθεί πως η φιλοξενία μιας ορχήστρας σαν την «Εστουδιαντίνα» υπήρξε φιλόδοξο εγχείρημα για ένα χώρο σαν το «Πέραν», μιας και πρόκειται για ένα σχήμα, που έχει συνηθίσει να αναπτύσσεται σε πιο ακαδημαϊκό περιβάλλον και υπό άλλες ηχητικές συνθήκες. Το «καφέ Αμάν της πόλης», ωστόσο, έχει αποδείξει πως δεν φοβάται τις προκλήσεις στην προσπάθεια να «χτίσει» ένα εξαιρετικό πρόγραμμα, βασισμένο στην παραδοσιακή μουσική…