Ο κόσμος μέσα στο Αnodos Stage, την περασμένη Παρασκευή, θύμιζε τις παλιές καλές εποχές όπου η αναμονή της πρεμιέρας ηλέκτριζε ακόμη και τις χαιρετούρες που αντάλλασσαν οι φίλοι μεταξύ τους. Θετική αύρα να το πω; Καλή διάθεση; Δεν ξέρω ακριβώς τι, πάντως δεν είναι τυχαίο που η παρέα με τα νεαρά κορίτσια που βρίσκονταν στο πρώτο ανυψωμένο διάζωμα ακριβώς απέναντι από την σκηνή, είχαν αρχίσει να λικνίζονται και να τραγουδούν πριν ακόμη χαμηλώσουν τα φώτα… Παρατηρούσα και σκεφτόμουν. Η αίθουσα στο φουλ του δυναμικού της, παρέες μεγάλων, μπουλούκια νεαρών λες και ήρθαν όλοι έτοιμοι από καιρό, να είναι η νύχτα θερμή, για να ξορκίσουν το «κακό», να το νικήσουν...
Εύφορο το έδαφος για live, σίγουρα, αλλά πόσο εύκολα μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ η ζωηράδα και η φόρα της νύχτας όταν οι προσδοκίες είναι τόσο υψηλές –ακριβώς επειδή υπάρχει αυτή η τόσο βαθιά σχέση με τις δυο πρωταγωνίστριες. Σίγουρα, είναι ένα στοίχημα που κάθε φορά κερδίζεται ξανά, ένα exit poll που αναμετριέται με… εκατομμύρια χειροκροτήματα του παρελθόντος, εκατοντάδες σκηνικά χιλιόμετρα αλλά –και το κυριότερο- με έναν «μύθο» που τρέχει πάντα πιο γρήγορα από τα ίδια τα πρόσωπα.
Όλα αυτά μέχρι να χαμηλώσουν τα φώτα και να πάρουν τις θέσεις τους στη σκηνή οι Νouveau Sextet (που ήταν και στις περσινές εμφανίσεις της Χαρούλας) συν τους Δημήτρη Μπαρμπαγάλα (κιθάρα) και Παναγιώτη Τσεβά (ακορντεόν) και όλοι μαζί να δώσουν το σύνθημα της έναρξης με ένα ρυθμικό χειροκρότημα που «ανέβασε» ακόμη περισσότερο το ηλεκτρισμένο σκοτάδι και υποδέχτηκε δυναμικά τις δύο κυρίες. Το «Πες το κι έγινε» ήταν το πρώτο κομμάτι και έφτασε σε μας με τη «φόρτσα» της Τάνιας και από την φανερά αδυνατισμένη και ανανεωμένη εμφανισιακά (!) Χαρούλα που έτρεχε πάνω στη σκηνή.
Η καλή μέρα (λένε) από την αρχή φαίνεται κι εδώ - δεν είναι η ιδέα μας - η «χημεία» που κατέβηκε αμέσως στην πλατεία κι έφτασε μέχρι τις νεανικές παρέες στα μετόπισθεν, είχε την μυρωδιά πιπεράτου αρώματος. Μέσα στα πρώτα λεπτά του προγράμματος οι επιτυχίες εναλλάσσονταν η μια μετά την άλλη, από τις δύο κυρίες μαζί. Τραγούδια όπως τα «Αν μ’ αγαπάς», «Ο Τηλεφωνητής», «Μια Αγάπη Μικρή», «Τα Καρέλια», «Τα Πάντα» (απ’ τον τελευταίο δίσκο της Τάνιας), «Συναυλία» κλπ ζέσταναν αμέσως την αίθουσα και την προετοίμασαν για τις σόλο εμφανίσεις που ξεκίνησαν αμέσως μετά με την Τάνια και το «Εγώ για Δύο», το «Γυφτάκι», «Το Πάτωμα» (το είπε καταπληκτικά) την «Ζελατίνα» κ.ά.
Η Χαρούλα έκανε την έκπληξη και ξεκίνησε με Ζαμπέτα και «Μάλιστα Κύριε». Η συνέχεια με το δικό της «Για ένα ταγκό» (με το νοσταλγικό ακορντεόν του Τσεβά να έχει τον πρώτο λόγο), την «Μάγισσα», «Το κύμα», «Τρελή κι αδέσποτη», «Πίστα από Φώσφορο» κ.ά.
Εύκολα πράγματα θα πείτε. Με ένα ρεπερτόριο που περνάει από κομβικά σημεία της ιστορίας του τραγουδιού μας, ε δεν είναι δα και δύσκολο να παρασυρθεί η αίθουσα.
Λάθος. Γιατί το «παζλ» απ’ το οποίο χτίζεται ένα λάιβ, εκτός από επαγγελματισμό και σημασία στη «λεπτομέρεια» (αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι) πέρα από τις δουλεμένες ενορχηστρώσεις, τα ωραία φώτα, τη σωστή ροή και τις έξυπνες εναλλαγές, οφείλει να πείθει με το «κλίμα» του κι αυτό έχει να κάνει με τους ίδιους τους πρωταγωνιστές και την σχέση που έχουν μεταξύ τους. «Πόζες» ή στημένη οικειότητα στο ελληνικό τραγούδι δεν περνάει εύκολα. Ακόμα κι όταν προέρχεται από κορυφαίους καλλιτέχνες που ξέρουν να πείθουν.
Όταν, λόγου χάριν, σε ένα «θεατρικό» ενσταντανέ, όπως εκείνο όπου η Χαρούλα έφερε το σκαμπό της και κάθισε στο κέντρο της σκηνής ενώ ο Σωτήρης Λεμονίδης αυτοσχεδίαζε με την κιθάρα του πάνω στο «Βλέμμα σου το γκρίζο» και συνέχισαν μαζί στο « Να ζήσω η να πεθάνω» έχοντας και τα κρουστά του Κώστα Μερετάκη κοντά τους, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο αν η «συνομιλία» τους δεν έκρυβε τη χημεία μιας δεμένης παρέας που έχει βρει τα σημεία της.
Το ίδιο ίσχυσε και στο Β μέρος του προγράμματος όπου Αλεξίου και Τσανακλίδου ήταν όλη την ώρα μαζί. Από το «Καίγομαι Καίγομαι» μέχρι το «Χαρικλάκι» και από την «Γκαρσόνα» και το «Αυτή η νύχτα μένει» μέχρι το «Όλα σε θυμίζουν» και το «Μαμά Γερνάω» οι δυο τραγουδίστριες δεν έχασαν δευτερόλεπτο επαφής μεταξύ τους, εναλλάσσοντας η μία τραγούδια της άλλης, παλιά λαϊκά, έντεχνα, κομμάτια που έκαναν όλη την αίθουσα να τραγουδάει μαζί. Κι ενώ όλο αυτό μοιάζει όπως το περιγράφω απλά με ένα κομψό γλέντι για εκτόνωση και φυγή στα περασμένα, υπήρχε- και ήταν όλη την ώρα παρόν- η αίσθηση ότι τίποτα δεν ήταν τυχαίο και (το κυριότερο) ότι βλέπαμε δύο εμβληματικές τραγουδίστριες σε μια από τις καλύτερες τους στιγμές – τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια…
Ωραία έκπληξη στο πρώτο μέρος ήταν και όταν ο θαμώνας Βασίλης Παπακωνσταντίνου πήρε το μικρόφωνο από τα χέρια της Τάνιας για να την συνοδεύσει στο «Αγαπάω κι αδιαφορώ» ξεσηκώνοντας τις ιαχές της «γαλαρίας», ενώ αργότερα ο αδελφός της Χαρούλας, Γιώργος Σαρρής, δοκίμασε να θυμηθεί τις «Νταλίκες» του συγκινώντας τους πάντες (και κυρίως όσους γνωρίζουν τις δυσκολίες του).
Πρεμιέρα γαρ και οι εκπλήξεις είναι σχεδόν πάντα εντός προγράμματος. Αυτό που δεν είναι, είναι να βγαίνεις στο φινάλε στο κρύο της νύχτας και να χαμογελάς. Χαρούλα – Τάνια σημειώσατε συν. Πολλά συν!