30 χρόνια από το θάνατο του Βασίλη Τσιτσάνη, «ένας μεγάλος καλλιτέχνης», κατά τον Νίκο Γκάτσο, «που αν ο νεοπλουτικός μας σνομπισμός και η τάση της εποχής μας να κατασκευάζει είδωλα δεν τον είχαν παρασύρει σ' έναν ισοπεδωτικό επαγγελματισμό, θα μπορούσε να ήταν ισάξιος του Μακρυγιάννη, του Θεόφιλου ή των ανώνυμων δημιουργών του δημοτικού τραγουδιού στη διαμόρφωση μιας νεοελληνικής λαϊκής έκφρασης τόσο απαραίτητης για την εθνική και φυλετικής μας αυτοτέλεια» και ο Σταύρος Ξαρχάκος ανοίγει εκ νέου τους «λογαριασμούς» του με τον συνθέτη, μέσα από μια σχέση η οποία απέκτησε μουσικά σάρκα και οστά, το 1995, με την πρώτη συναυλία του με την ΚΟΕΜ, με τον τίτλο: «Τσιτσάνη Διάλογοι - Μυστικές συναντήσεις του νεαρού από τα Τρίκαλα» και τη γνωστή συναυλιακή και δισκογραφική συνέχειά της.
Το στοίχημα των φετινών παραστάσεων ήταν, κατά τη γνώμη μου, διπλό. Από τη μια μεριά το πώς θα βρισκόταν η χρυσή ενορχηστρωτική τομή, λόγω επιλογής χώρου, ώστε η παράσταση να αναδείξει μεν τον μουσικό πλούτο του Τσιτσάνη με τον ευφάνταστο τρόπο του Ξαρχάκου, αλλά σε ρεαλιστικές συνθήκες, ογκώδες λαϊκό κέντρο γαρ και όχι μια αίθουσα συναυλιών ή ένα αρχαίο Ωδείο.
Τουτέστιν: ποτά, τσιγάρα, φωτογράφοι, διάθεση τραγουδιού και διασκέδασης. Το στοίχημα αυτό μάλλον χάθηκε ή για να το πω πιο διαφορετικά, το «πείραμα» δεν λειτούργησε, τουλάχιστον στην πρεμιέρα. Η πλάστιγγα έγειρε περισσότερο στην πλευρά της εκ νέου ακρόασης των τραγουδιών του Τσιτσάνη, με μια πιο κλασική ηχοτροπία, έστω και λιγότερο «πειραματικά» από τους «Διαλόγους», παρά ως ένα καλώς εννοούμενο λαϊκό ακρόαμα με τη μέθεξη του κοινού δεδομένου οτι οι εξωτερικές συνθήκες ευνοούσαν το αντίστροφο.
Η δεκαμελής ορχήστρα, βεβαίως, με τους εξαιρετικούς σολίστες, όπως πάντα στις συναυλίες του Ξαρχάκου, στιβαρή και καλοκουρδισμένη στο ρόλο της. Αξίζουν να αναφερθούν τα μέλη της ονομαστικά: Νεοκλής Νεοφυτίδης (πιάνο), Βασίλης Δρογκάρης (ακορντεόν), Σωτήρης Μαργώνης (Βιολί), Μανώλης Πάππος (μπουζούκι-φωνή), Ηρακλής Ζάκκας (μπουζούκι), Αρίστος Βαμβακούσης (μπουζούκι), Διαμαντής Σιδερίδης (μπουζούκι, μπαγλαμά, τζουρά, τσουμπούς), Νίκος Σαμπαζιώτης (κιθάρα), Δημήτρης Σιάμπος (κιθάρα) και Χάρης Μέρμηγκας (Κοντραμπάσο). Τα τραγούδια δε του Τσιτσάνη κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα της δισκογραφίας του, από τις κορυφές του μέχρι λιγότερο ακουσμένα και με μια πλούσια γεύση της ποικιλίας των λαϊκών ρυθμών του και των λαμπρών ταξιμιών και εισαγωγών του.
https://www.musicpaper.gr/we-saw/item/4346-ksarxakos-vitali-saia-iera-odos#sigProId7d64d119dd
Το δεύτερο στοίχημα ήταν η παρουσία της Ελένης Βιτάλη όχι ασφαλώς γιατί χρειαζόταν να δώσει διαπιστευτήρια της αξίας της, αλλά για το πώς θα λειτουργούσε υπό την μπαγκέτα του Ξαρχάκου. Και αυτό ήταν κερδισμένο στοίχημα. Ο αυθορμητισμός της φωνής και η σκηνική εξωστρέφεια της Βιτάλη συνάντησαν την πειθαρχία και την ακρίβεια του Ξαρχάκου (είτε ως αύρα είτε ως φυσική παρουσία του επί σκηνής στο «Ρεμπέτικο») και το αποτέλεσμα που αποτυπώθηκε σε τραγούδια-ορόσημα όπως «Σαν απόκληρος γυρίζω», «Κάποια μάνα αναστενάζει», «Αχάριστη» κ.ά. ήταν εξόχως ενδιαφέρον. Σ' αυτό συνετέλεσε και η επιλογή του συνθέτη να «πειραματιστεί» σε αυτά τα τραγούδια περισσότερο ενορχηστρωτικά- αν και από τα πλέον δημοφιλή και με αναμενόμενες προσδοκίες από το κοινό- ή να μην επιλέξει τη Βιτάλη σε τραγούδια -που σε ένα δικό της πρόγραμμα θα «σήκωναν το μαγαζί»- όπως το «Καίγομαι» ή η «Μπουρνοβαλιά» από το «Ρεμπέτικο».
Η Ηρώ Σαΐα, με ισότιμη χρονικά παρουσία επί σκηνής, ανέλαβε το δύσκολο ρόλο τόσο να «ζεστάνει» το κοινό όσο και να ερμηνεύσει -ως λαϊκή τραγουδίστρια- τα τραγούδια του Τσιτσάνη εμφανώς καθοδηγούμενη σκηνικά και ερμηνευτικά από τον Ξαρχάκο. Τεχνικά έφερε εις πέρας το ρόλο της. Ωστόσο δεν θεωρώ πως βρισκόταν στα «χωράφια» της, είτε λόγω συναφών εμπειριών είτε λόγω ιδιοσυγκρασίας. Με άλλα λόγια, δεν είναι το ρεπερτόριο στο οποίο μπορεί να ξεδιπλώσει το ταλέντο, την αισθαντικότητα και τη θεατρικότητά της. Οι εκδορές των λαϊκών τραγουδιών του Τσιτσάνη χρειάζονταν ένα άλλο «αίμα», μια άλλη λιγότερο «λυγερή» φωνή και παρουσία ακόμα κι αν αυτή υστερούσε σε τεχνικό επίπεδο.
Κλείνω με μια παρατήρηση που δεν αφορά το πρόγραμμα και τους συντελεστές του. Ελπίζω στις επόμενες παραστάσεις η παρουσία των «επωνύμων» να προκαλέσει μικρότερο δημοσιογραφικό θόρυβο και να αναδειχτεί η ουσία της παράστασης, «η νεοελληνική λαϊκή έκφραση του Τσιτσάνη τόσο απαραίτητη για την εθνική (όχι εθνικιστική) και φυλετική μας αυτοτέλεια».
«Τα λαϊκά τραγούδια μοιάζουν με πουλιά / μαύρα περήφανα έρημα ωραία και προδομένα / μέσ’ απ’ τα σπλάχνα των τσιτσάνηδων πετάγονται καθώς / μέσ’ απ’ τα σπλάχνα του εργάτη: Σας μισώ/ μέσ’ απ΄τα σπλάχνα του φαντάρου: Δε θέλω/ καθώς μέσ’ απ’ τα σπλάχνα του εραστή πετάγεται: Τι μπορώ / να κάνω για σένα αγάπη μου; Και κλαίει…» Θωμάς Γκόρπας
* Οι παραστάσεις Νυν και αεί... Τσιτσάνης κάθε Παρασκευή και Σάββατο στην Ιερά Οδό στις 22:30.