Η εν μέσω «Αλκυονίδων Ημερών» σύναξη στο Up Stage του Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου, θα μπορούσε να είναι ένα από τα κορυφαία προγράμματα του φετινού χειμώνα… Διότι, ως ιδέα είναι –καταρχάς- πολύ θετική, όπως αποδεικνύεται στη μουσική σκηνή της Λ. Συγγρού και διαπιστώσαμε στην πρεμιέρα της 17ης Ιανουαρίου. Εκεί όπου «Τα λουλούδια της Ερήμου» αναδύουν –αναπόφευκτα- θελκτικά αρώματα και πως θα μπορούσε αλλιώς να συμβεί, εφόσον πρόκειται για μερικούς από τους κορυφαίους μουσικούς της εγχώριας σκηνής. Με αυτόφωτη παρουσία και αξία, με διαδρομή που έχουν «χτίσει» βήμα προς βήμα και συνέπεια ως προς τις επιλογές τους. Πάμε όμως να τα πιάσουμε ένα – ένα…

 

Τα θετικά

Πρόκειται για μία μουσική παράσταση, η οποία αντλεί την «καταγωγή» της στη σκηνή, που δημιούργησε την ελληνική worldκοινότητα, με απαρχή τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Κεντρική προσωπικότητα ήταν και συνεχίζει να είναι ο Haig Yazdjian. Ένας μουσικός, του οποίου η προσφορά είναι πολυσήμαντη και αυθύπαρκτη. Η δισκογραφία του μπορεί να συγκριθεί απευθείας με τις μεγάλες worldπαραγωγές παγκοσμίως, ωστόσο το ταξίδι της ζωής που τον έφερε στην Ελλάδα απέδωσε «μονοπάτια» στην περίφημη (απόλυτα παρούσα πλέον) γενιά μουσικών, που ξεπήδησε δειλά – δειλά την ίδια εποχή. Ο Yazdjian, λοιπόν, δεν είναι απλώς ένας πολύ σημαντικός συνθέτης και μουσικός, η αξία του οποίου ξεφεύγει πολύ από τα ελληνικά όρια, αλλά και ένας πόλος έμπνευσης και δημιουργίας μιας ολόκληρης μουσικής κοινότητας.

 

Εξού και η εξέλιξη τόσο του σχήματος που τον πλαισιώνει, το οποίο ξεκινώντας με εξίσου πολύ σημαντικές προσωπικότητες (Σιδηροκαστρίτης (τύμπανα), Λαμπράκης (νέυ) κλπ), στη συνέχεια «ανοίχτηκε» και υποδέχτηκε εξίσου σπουδαίους μουσικούς, που μπόλιασαν τα δικά τους χαρακτηριστικά στον προσωπικό, ιδιαίτερο ήχο που διακατέχει τη μουσική του Yazdjian. Για παράδειγμα, ο Πέτρος Βαρθακούρης (ενορχηστρωτής,όρθιο μπάσο, πλαγιαστό μπάσο, κιθάρα), που συμμετέχει και στο πρόγραμμα του UpStage και έχει επάνω του τη «βάση» ολόκληρης της ενορχήστρωσης, πολύ περισσότερο δε και ο μόνος –ίσως- τόσο σταθερός συνεργάτης του Αρμενοσύριου συνθέτη, όλα αυτά τα χρόνια, Βαγγέλης Καρίπης.

 

Η σημασία του να ακούς τον εκπληκτικό αυτό κρουστό εν δράσει μάλλον μας διαφεύγει συχνά –ως κοινό- αφού πρόκειται για έναν μουσικό, που στέκεται επίσης επάξια δίπλα στα πολύ μεγάλα ονόματα της διεθνούς world σκηνής. Το παίξιμό του με τα χρόνια, όχι μόνο δεν έχει παγιωθεί, αλλά αντιθέτως εμπλουτίζεται διαρκώς με νέα στοιχεία, πλάι στην κατακτημένη γνώση και δεξιοτεχνία. Κάτι που φάνηκε και στην τόσο μεστή εμφάνισή του στην πρεμιέρα του προγράμματος. Ειδική αναφορά, αξίζει να γίνει και στον Αστέριο Παπασταματάκη (πιάνο, keyboards) ενός μουσικού που είναι ικανός να αγγίξει και να αποδώσει την ουσία ενός προγράμματος ανά πάσα στιγμή, ως ένα σπουδαίο «πολυεργαλείο».

 

Ο Θοδωρής Κοτονιάς και η Μάρθα Μαυροειδή είναι δύο «ετερόκλητες» μεταξύ τους –φαινομενικά- περιπτώσεις, ωστόσο αποτελούν εξέχοντα μέλη, ακριβώς αυτής της γενιάς μουσικών και τραγουδοποιών που άντλησαν πολλά από τη μουσική δραστηριότητα του (εν βρασμώ της δεκαετία του ’90) «Asante» και της πρώιμης δημιουργίας σχημάτων όπως του Haig Yazdjian. Στη συνέχεια ο καθένας τους τράβηξε έναν πολύ προσωπικό «δρόμο», που όμως διατηρεί τη «συγγένεια» με τις οικείες επιρροές.

 

Πιο συγκεκριμένα, ο Κοτονιάς δεν απλώς ένας εκπρόσωπος της «νεότερης» γενιάς τραγουδοποιών. Η μουσική και τα τραγούδια του έχουν καταφέρει να ξεχωρίσουν για το δικό τους, αναγνωρίσιμο ύφος και ηχόχρωμα, κυρίως δε για την τόσο γεμάτη ευγένεια προσέγγισή τους στην παραδοσιακή ποίηση και όχι μόνο την ελληνική. Ο Κοτονιάς, με ένα διακριτικό χαρμάνι από την ψυχεδέλεια του ’70, απλώνει τη γραφή του σε ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων που εκτείνονται από την παράδοση των σούφι, την ελληνική παραδοσιακή μουσική (εσχάτως το κρητικό ιδίωμα…), αλλά και τα βαλκανικά μουσικά ακούσματα.

 

Κάπου εκεί συναντιέται και με τη Μάρθα Μαυροειδή, που ωστόσο, έχει μία πολύ πιο ξεκάθαρη προσέγγιση προς τον Balkan ήχο με εντελώς διακριτά χαρακτηριστικά, που την έχουν ήδη επισημάνει –τα τελευταία χρόνια- στην διεθνή worldκοινότητα με εξαιρετικά αποτελέσματα. Διόλου τυχαίο. Πρόκειται για μία πολύ σημαντική μουσικό, που με σκληρή δουλειά και με σπουδαία (και ακαδημαϊκή) γνώση «έχτισε» ένα προσωπικό μουσικό ιδίωμα, που ευθέως χρησιμοποιεί τις επιρροές της από τη βουλγάρικη (κυρίως) μουσική, τα υπόλοιπα Βαλκάνια, αλλά και τα στοιχεία που με τον καιρό μαζεύει και αξιοποιεί μέσα από τις διεθνείς συνεργασίες της.

Τα αρνητικά

«Τα λουλούδια της Ερήμου» στην πρεμιέρα τους δεν ήταν δυνατόν να μην «ανθίσουν» -όπως ήδη επισημάνθηκε- δεν έβγαλαν ωστόσο όλα τους χρώματα. Οι θετικές προθέσεις και ο μουσικός πλούτος αυτών των ανθρώπων, απλώς δεν… κρύβεται, φάνηκε ωστόσο πως το τελικό αποτέλεσμα ήθελε λίγη περισσότερη δουλειά. Φυσικά, σε αυτό θα πρέπει να συνυπολογιστεί η ιδιαιτερότητα μιας πρεμιέρας και ειδικότερα το «στοίχημα» του χώρου, που περιβάλλεται από μαγαζιά –και όχι μουσικές σκηνές- με «ξένο» ύφος, ενώ ένα σοβαρό ζητούμενο αποτελεί η τοποθεσία.

 

Διότι είναι θέμα το γεγονός ότι για να επισκεφτείς το UpStage χρειάζεσαι μεταφορικό μέσο και να απομακρυνθείς από το κέντρο. Το κοινό που ακολουθεί τους συγκεκριμένους μουσικούς έχει συνηθίσει μία πιο «φιλική» πρόσβαση στη μουσική μυσταγωγία που αυτοί αποδίδουν. Θα ήταν –για παράδειγμα- εξαιρετική περίπτωση, η συγκεκριμένη μουσική σκηνή να βρίσκεται κάπου πιο κεντρικά, διότι πρόκειται για έναν καλό, μουσικό χώρο που προσφέρεται για την παρακολούθηση τέτοιου είδους προγραμμάτων. Επίσης, οι τιμές της παράστασης ίσως θα έπρεπε να αναθεωρηθούν προς τα –λιγάκι- κάτω. Δεν είναι παράλογες, αλλά ούτε και ελκυστικές.


Το πρόγραμμα

«Τα λουλούδια της Ερήμου» περιλαμβάνουν τις σημαντικότερες «στιγμές» των καλλιτεχνών και δημιουργών που στελεχώνουν το πρόγραμμα, με πυρήνα τη δισκογραφία του Haig Yazdjian. Μπορεί κανείς να ακούσει την εξαιρετική εισαγωγή με το «Yeraz», συνοδεία με σάζι από τη Μάρθας Μαυροειδή, ακολούθως το «Ov Siroun», όπου γκρουβάρουν η Μαυροειδή και ο Βαρθακούρης και να ολοκληρωθεί η «γέφυρα» με τον «Ποταμό» του Κοτονιά (ο οποίος παίζει γιουκαλίλι και νέυ).

 

Πολύ καλές στιγμές το ντουέτο του Yazdjian με τον Κοτονιά στο Bingeol και στο «Habrban» («Μυστικά πως σ’ αγαπώ»). Επίσης, εξαιρετική η Μαυροειδή (καταρχάς στις «απαντήσεις» που έδινε με το σάζι και τη λάφτα της στον Yazdjian) στα «νησιώτικης» προέλευσης τραγούδια που ερμήνευσε («Το άρωμα»), αλλά επίσης στα αποσπάσματα από τη δική της δισκογραφία που μας «χάρισε». Ο Yazdjian από την πλευρά του, ήταν στο επίκεντρο –ούτως ή άλλως- συμμετείχε σε μουσικούς «διαλόγους» με τον Κοτονιά, τη Μαυροειδή, αλλά και τους υπόλοιπους μουσικούς, που ο καθένας τους πήρε χώρο στο πρόγραμμα.

 

Η εισαγωγή του στην έναρξη του β’ μέρους (ταξίμι πριν τραγουδήσει το «Προσφυγάκι») ήταν καταπληκτική, όπως και η απόφασή του να ικανοποιήσει μέρος του κοινού (που σχεδόν γέμισε το UpStage) και να ακουστούν παραδοσιακά τραγούδια όπως το «Από ξένο τόπο» (ένα κομμάτι που εμφανίζεται στις παραδόσεις σχεδόν όλων των φυλών που βρέχει η Μεσόγειος) ή τα «Λιανοχορταρούδια». Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό, τα υπέροχα τραγούδια του Κοτονιά τραγουδήθηκαν μαζί με το κοινό, η «Άνοιξη» ήρθε και πάλι… επιβλητική, όσο και μυστικιστικά, αλλά τα «Κλειδιά» φάνηκε πως έχουν κιόλας ξεχωρίσει από το καινούργιο υλικό του τραγουδοποιού που αναμένεται να κυκλοφορήσει τους επόμενους μήνες. Ξεχώρισε επίσης, ο ίδιος ο Κοτονιάς για το –πάντα ιδιαίτερο- τραγούδισμά του.


Συμπέρασμα

Πρόκειται για ένα πρόγραμμα που συγκεντρώνει τα βασικά συστατικά της καλής μουσικής δημιουργίας των τελευταίων χρόνων. Ο Yazdjian δικαίως πρωτοστατεί, καθώς η μουσική του δίνει το «χαλί» και στους υπόλοιπους, ενώ μιας και το ‘φερε η κουβέντα (από την παραγγελιά μιας κυρίας από το κοινό), το όνομα της Βιτάλη καλώς και μνημονεύεται δίπλα σε αυτό του Haig (με αφορμή την τόσο επιτυχημένη συνεργασία τους προ ολίγων χρόνων), ωστόσο δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρίζει έναν τόσο σημαντικό μουσικό.
Έναν άνθρωπο, του οποίου η μουσική είναι τόσο δυνατή, ώστε να δυσκολεύεται να βρει αντάξιό της ελληνικό στίχο για να επενδυθεί. Παρά τις δισκογραφικές απόπειρες πχ στο δίσκο «Amalur»…