Κολλημένος για ώρα μέσα στο αμάξι, σε έναν κάθετο δρόμο προς το Θέατρο Πέτρας, ακούω μια παιδική φωνή από την αυλή ενός σπιτιού. Ένα αγοράκι, εκεί γύρω στα δώδεκα, βλέποντας απηυδισμένο όλη αυτήν την κίνηση μπροστά από το σπίτι του, αναφωνεί δυνατά: «Μα μάγια τους έχει κάνει αυτός ο μυτόγκας;» Με έναν ανεπίσημο υπολογισμό, 15.000 κόσμος -αν συνυπολογίσουμε και τους ανθρώπους των βράχων...- βρέθηκε χθες στο Θέατρο Πέτρας για να συμμετάσχει στη διπλή γιορτή του Παπακωνσταντίνου, 40 χρόνια στη δισκογραφία, 63 χρόνια ζωής. Μια βραδιά στον απόλυτο υπερθετικό.

Την ώρα που οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι κλεισμένοι σε ένα γραφείο επιδίδονταν σε πολιτικές κωλοτούμπες, χιλιάδες έτεροι σε ένα ανοικτό θέατρο χόρευαν εκστασιασμένα επί τεσσερισήμισι ώρες στο ρυθμό ενός ανθρώπου που αν μη τι άλλο έχει δείξει αξιομνημόνευτα συνεπή παρουσία όλα αυτά τα χρόνια. Δίχως αλλαξοπιστίες στη βασική του ιδεολογία, χωρίς λεκτικούς τυχοδιωκτισμούς και κομματικούς θώκους, χωρίς ανοικτές επιστολές διαμαρτυρίας και χοντροειδείς σατιρικούς υπαινιγμούς. Προικίζοντας ως αγωγός το ελληνικό τραγούδι με εκατοντάδες τραγούδια. Γαλουχώντας γενεές με τα μηνύματά τους, τα λόγια των μεγάλων ποιητών και στιχουργών. Συντηρώντας και αυτός με τις δυνάμεις του τη ραχοκοκαλιά του νεοελληνικού πολιτισμού, κιβωτός σε κάθε μικρό και μεγάλο χωριό της Ελλάδας, με αντίπαλο δέος το αδηφάγο τέρας της τηλεόρασης να κανιβαλίζει κάθε αισθητική και αξία. Δημιουργώντας, τέλος, ένα τεράστιο αριθμητικά κοινό, σε πραγματικά -και όχι διαδικτυακά μεγέθη- ανανεώνοντας συνεχώς τα κύτταρα και των δύο, σε ένα είδος μουσικής που δεν ήταν στο DNAμας...

Μετά όμως και τη χθεσινή του εμφάνιση, η επιστήμη και η φύση σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Και δεν είναι μόνο η αστείρευτη κίνησή του, αλλά και αυτή η φωνή που έχοντας ήδη βγάλει ένα ολόκληρο τετράωρο πρόγραμμα σχεδόν μόνος του, συνέχιζε να οργιάζει και να ξεσηκώνει με την εφηβική της πνοή, χωρίς ιατρικά
teamπίσω του και αλλαγές αίματος στα σανατόρια της Ελβετίας. Ό,τι κι αν του έχει καταλογιστεί ανά καιρούς -κυρίως για τις δισκογραφικές επιλογές της τελευταίας δεκαπενταετίας και για τον ορισμό της «ηλεκτρικής» σκηνής που εκπροσωπεί- κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το «μονοπώλιό» του στις ζωντανές εμφανίσεις. Ένα γεγονός όμως που προκαλεί αμφίθυμα συναισθήματα, αφού στο είδος του δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα καμία διάδοχος κατάσταση. Γιατί το κοινό μπορεί να αισθάνεται και με άλλους καλλιτέχνες το διονυσιασμό κάτω από τη σκηνή, όχι όμως με αυτόν τον τρόπο και με αυτό τον ήχο και κυρίως σε τέτοια αριθμητικά μεγέθη.


Δεν έχει κανένα νόημα να προχωρήσουμε σε μουσικοκριτική ανάλυση της βραδιάς. Αν, δηλαδή, η ροή του προγράμματος ήταν επιτυχημένη, αν υπήρχαν εκπλήξεις στο ρεπερτόριο, αν υπήρχε ενορχηστρωτικός πειραματισμός, αν ο Παπακωνσταντίνου σωματοποίησε με διαφορετικό τρόπο από ό,τι μας έχει συνηθίσει την ερμηνεία του, το γιατί άφησε εκτός τραγούδια-σύμβολα της δισκογραφικής του καριέρας ή αδίκησε δίσκους. Είναι δευτερεύουσας σημασίας. Κρατάμε ωστόσο ως tipsτην προβολή των σπάνιων οπτικοποιημένων ντοκουμέντων στο wall της σκηνής, το «συμβολικό» της αναμετάδοσης του προγράμματος της Ε.Ρ..Τ πριν την έναρξη της συναυλίας, το επίκαιρο τραγούδι από τα «Αγροτικά», «Γεια και χαρά σας βρε πατριώτες», την εξαιρετική ερμηνεία του στο εμβληματικό «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ» -ειδικά όταν το συγκρίνεις με τις νεότερες εκτελέσεις του-.

Μα πάνω από όλα, τη συγκίνηση και τα δάκρυά που προσπάθησε με κόπο να συγκρατήσει, όταν τα μεσάνυχτα, 15.000 κόσμος του τραγουδούσε «Χρόνια Πολλά», την ώρα που η μονάκριβη κόρη του, τού έφερνε την τούρτα επί σκηνής... Ναι, νεαρέ μου φίλε. 40 χρόνια μάγια αυτός ο μυτόγκας...Ραντεβού, λοιπόν, ξανά, σε 10 χρόνια, εκεί έξω από το σπίτι σου, στην οδό Ανατολικής Ρωμυλίας, οδεύοντας για την νέα επετειακή συναυλία του Παπακωνσταντίνου...Την ώρα που θα συνεδριάζουν οι τότε κυβερνητικοί εταίροι για τη σωτηρία της χώρας μας...