Όσοι και όσες λένε με περισσότερο ή λιγότερο θαυμασμό για το πόσο ξεχωριστές είναι πάντα οι εμφανίσεις της Μαρίας Παπαγεωργίου μάλλον δεν γνωρίζουν ή έχουν ξεχάσει την τεράστια διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε δύο πράγματα. Είναι εντελώς διαφορετικά το «κάνω (πραγματοποιώ, αν θέλουμε να μιλάμε σωστά ελληνικά) μιαν ακόμα συναυλία» - έστω και αν αυτή είναι πάρα πολύ καλή από πάσης πλευράς - και το «ανεβαίνω στη σκηνή γα να τραγουδήσω και να παίξω, να μοιραστώ δηλαδή με το εκάστοτε κοινό κάποια πράγματα που έχω μέσα μου και με ωθούν στο να κάνω μουσική και το τελευταίο με την σειρά του να εισπράξει όσα από αυτά θέλει και αισθάνεται και ίσως στη συνέχεια να τα κάνει δικά του». Η Μαρία Παπαγεωργίου είναι από τους λίγους και λίγες που ανήκουν στην δεύτερη κατηγορία, τι δεν καταλαβαίνεις;
Για αυτόν το έναν και μοναδικό απλούστατο λόγο οι εμφανίσεις της είναι πάντα τόσο ξεχωριστές και προφανώς η εν λόγω, στον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής, δεν θα μπορούσε να είναι εξαίρεση. Αντίθετα όπως αποδείχθηκε ο ανοιχτός χώρος – και ειδικά ο συγκεκριμένος – της ταιριάζει πάρα πολύ. Ενστικτωδώς ή μη η ίδια και οι εξαίρετοι μουσικοί που την συντροφεύουν στην σκηνή αλλά και στις τελευταίες ηχογραφήσεις της είχαν προετοιμάσει και προσαρμόσει έτσι το πρόγραμμα τους ώστε να είναι κυριολεκτικά ιδανικό για αυτόν. Αν και άκουσα δηλαδή έναν – δυο από ατούς, μετά το τέλος της συναυλίας στο backstage, να αναρωτιούνται δυνατά μήπως ήταν υπερβολικά, περισσότερο από όσο θα έπρεπε, «χαμηλών τόνων» μπορώ να τους διαβεβαιώσω ότι, για εμένα τουλάχιστον, αυτό δεν ίσχυε καθόλου. Αλλωστε, όπως γνωρίζουν πολύ καλά και οι ίδιοι, ακόμα και καθαρά τεχνικά η ένταση είναι μικρότερης σημασίας από τις σωστές δυναμικές. Κα αυτές ήταν άριστα μελετημένες όχι μόνο για τον συγκεκριμένο χώρο ως προς κάθε παράμετρο του αλλά και την χρονική στιγμή της ημέρας κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η συναυλία.
Η ενορχηστρωτική λιτότητα, αν δεν κατανοείς το γιατί αλλά και το πως την χρησιμοποιείς, μπορεί να είναι δίκοπο μαχαίρι, είτε να αναδεικνύει την ουσία των τραγουδιών και την ερμηνεία τους είτε να αφήνει μιαν ακόμα και τέλεια φωνή μόνη της να αναζητεί στήριγμα μέσα σε ένα άδειο ηχητικό περιβάλλον. Σε αυτή την περίπτωση η απουσία των ντραμς και άλλων κρουστών (πλην του νταουλιού της ίδιας της Μαρίας στο τελευταίο μέρος και της μπότας που χρησιμοποίησε σε λίγα άλλα σημεία) όχι μόνο δεν αφαιρούσε τίποτα αλλά ήταν και ενδεδειγμένη, για να μην πω και απαραίτητη στις συγκεκριμένες συνθήκες. Η λιτότητα απαιτεί πριν από όλα την σωστή αξιοποίηση του χώρου μεταξύ των οργάνων και γύρω από αυτά, «μυστικό» που ο υπεύθυνος των ενορχηστρώσεων Σταύρος Ρουμελιώτης ολοφάνερα γνωρίζει πολύ καλά. Ο κυρίως ρυθμικός τρόπος που έπαιζε την ηλεκτρική κιθάρα του και οι λούπες τις οποίες έφτιαχνε με αυτήν δημιουργούσαν ένα μικρής μεν έκτασης αλλά επαρκέστατο για την περίσταση «ηχητικό τείχος». Αυτό το συμπλήρωναν τα δύο έγχορδα που λειτουργούσαν με απόλυτη σύμπνοια, πραγματικά ως μικρό σύνολο τέτοιων. Το βιολοντσέλο της Σοφίας Ευκλείδου όχι απλά συναντούσε αλλά και «συνομιλούσε» συνεχώς με το κοντραμπάσο του Ντίνου Μάνου και μόνον ένας πρώτιστα jazz εκτελεστής του οργάνου όπως εκείνος θα μπορούσε να εναλλάσσεται διαρκώς με τέτοια άνεση, ταχύτητα αλλά και υποδειγματική αρτιότητα ανάμεσα στον μελωδικό και τον ρυθμικό ρόλο τους οποίους του είχε αναθέσει εξίσου ο Ρουμελιώτης.
Το σύνολο «αγκάλιαζε» την φωνή (και την ακουστική κιθάρα) της Μαρίας όσο ακριβώς χρειαζόταν δίχως να την...πνίγει ούτε για μα στιγμή. Ετσι αυτή ήταν σε θέση να ερμηνεύσει, άριστα όπως πάντα, ένα άκρως πολυσυλλεκτικό πρόγραμμα που ξεκινούσε από το προσωπικό ρεπερτόριο της, περνούσε σε εμπνευσμένες διασκευές λίγων ξένων τραγουδιών και αρκετές επανεκτελέσεις με όλη την σημασία της λέξης αλλά και απόλυτο σεβασμό στο πνεύμα των πρωτοτύπων περισσότερο ή λιγότερο γνωστών ελληνικών. Κατέληξε με μερικά παραδοσιακά, μοιρολόγια και μη, με ακόμα πιο λιτές ενορχηστρώσεις, με το νταούλι της να πρωταγωνιστεί σχεδόν όσο και η φωνή της και μοναδική άλλη συνοδεία το βιολοντσέλο. Παρά τον τόσο πλουραλισμό όμως η κοινή αισθητική, ύφος αλά και ήθος εξασφάλιζαν όχι μόνο την ομοιογένεια αλλά και μια σπάνια εσωτερική ενότητα του προγράμματος.
Η Μαρία Παπαγεωργίου είναι ένας άνθρωπος που μέσα της είναι ελεύθερος να ορίζει τον εαυτό της, να ελέγχει μόνον η ίδια το τι σκέφτεται αλλά και το τι νιώθει. Αυτή την ελευθερία την εξωτερικεύει με αυτό που κάνει, με τα τραγούδια τα οποία γράφει και όλα όσα ερμηνεύει και πριν από όλα, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο ορατό, με την θέληση και επιθυμία της να συνομιλήσει με το κοινό και όχι να του επιβάλλει οτιδήποτε, ούτε καν τις θαυμάσιες ερμηνείες της.