Ο BrendanPerry και η Lisa Gerrard. Σε δύο χρόνια θα συμπληρωθούν τέσσερις δεκαετίες από τότε που ένας αυτοδίδακτος punk κατά πρώτο λόγο μουσικός, ο οποίος αρχικά βρέθηκε στη Νέα Ζηλανδία και στη συνέχεια στη Μελβούρνη όπου συνάντησε την κόρη ενός ζεύγους Ιρλανδών μεταναστών και επίσης αυτοδίδακτη μουσικό εντός της εκεί πειραματικής σκηνής και σχημάτισαν τους Dead Can Dance. Μια διαδρομή (με διακοπή την προσωρινή διάλυση τους από το ’05 μέχρι το ’11) που έχει αποτυπωθεί σε εννέα μόλις album το πρώτο εκ των οποίων κυκλοφόρησε το ’84 και το τελευταίο πέρυσι.
Αρκετά τακτικοί επισκέπτες της χώρας μας και ιδιαίτερα αγαπητοί στο κοινό της με τη συγκεκριμένη συναυλία έδωσαν την ευκαιρία στον προσεκτικό ακροατή να έχει ένα πανόραμα του μουσικού κόσμου τους. Ήταν σαν να ήθελαν και οι ίδιοι να το κάνουν αυτό αρχίζοντας με ένα τραγούδι με αρκετά σκοτεινή ατμόσφαιρα, από αυτά που τους έκαναν «σημαίες» της εμβληματικής για τον goth(ic) ήχο της εποχής δισκογραφικής εταιρείας 4AD στο ξεκίνημα τους. Στη συνέχεια οι διαφορετικές πτυχές αυτού του κόσμου άρχισαν να ξεδιπλώνονται με επίκεντρο πάντα τις τόσο διαφορετικές και τόσο αλληλοσυμπληρούμενες φωνές των δύο - κυριολεκτικά και μεταφορικά – δημιουργών του.
Υπάρχουν μια σειρά τραγουδιών που εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια στο ρεπερτόριο τους και στα οποία οι ιρλανδικές ρίζες του Brendan Perry φαίνονται περισσότερο από ποτέ. Επί της ουσίας πρόκειται για κλασικές ιρλανδικές αφηγηματικές μπαλάντες, κατευθείαν απογόνους των μεσαιωνικών αναλόγων και εντός του πλαισίου της μεγάλης και πανάρχαιας κελτικής παράδοσης του ιδιώματος. Ερμηνευμένες με την βαρύτονη φωνή του, σε μεσαία τέμπο και με ιδιαίτερα λιτές ενορχηστρώσεις βασισμένες στις κιθάρες και στο ιρλανδικό μπουζούκι (που όσο μοιάζει με το γνωστό δικό μας σχεδόν και τόσο διαφορετικό ακούγεται!).
Μια άλλη σειρά τραγουδιών είναι η πλέον αρχετυπική ίσως των Dead Can Dance. Ηλεκτρονικές στον μεγαλύτερο βαθμό ενορχηστρώσεις και goth ατμόσφαιρες αλλά και έντονες πολυρυθμίες και πολλά modal στοιχεία να διασπούν ή να μπαίνουν εμβόλιμα σε τονικές, κάποτε ακόμα και λίγο – πολύ τυπικές «rock» μελωδίες.
Τα τελευταία προέρχονται τόσο από τα αναμενόμενα όργανα μιας μπάντας (κιθάρες, μπάσο και keyboards) όσο και από άλλα, όπως το προαναφερθέν ιρλανδικό μπουζούκι ή την κινεζική εκδοχή του σαντουριού που όχι μόνον παίζει η Lisa Gerrard αλλά και αποτελεί από τα «σήματα κατατεθέντα» του ήχου τους. Σε αυτά τα τραγούδια φαίνονται οι θρησκευτικές/μυσταγωγικές καταβολές του μεγαλύτερου μέρους της μουσικής τους, αυτό το υπόρρητο αρχέγονο στοιχείο της που συναντάμε στις θρησκευτικές τελετές διαχρονικά και σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου και στις κορυφαίες στιγμές της την κάνει να οδηγείται – με συνταξιδιώτη της τον ακροατή – σε μα σχεδόν μεταφυσική λύτρωση, αν όχι κάθαρση.
Η τελευταία κατηγορία τραγουδιών είναι ουσιαστικά προέκταση της δεύτερης. Σε αυτήν η φόρμα γίνεται ακόμα πιο ελεύθερη, τα world ρυθμικά αλλά και μελωδικά στοιχεία είναι ακόμα περισσότερα μα και «αναπνέουν» καλύτερα. Τον πρώτο λόγο έχει πλέον η ερμηνεία της Gerrard που δεν θα μπορούσε να διαπνέεται και να είναι βυθισμένη περισσότερα στα μελίσματα και τα υπόλοιπα μεσογειακά φωνητικά στοιχεία. Μια ιρλανδική εκδοχή της... Natacha Atlas, αν θα ήταν ποτέ δυνατόν να υπάρξει κάτι τέτοιο!
Όλα αυτά με την υποστήριξη και όχι απλή συνοδεία μιας εξαίρετης εξαμελούς μπάντας, δύο κιμπορντίστες, μπασίστας, ντράμερ, μιας κοπέλας στα φωνητικά και ενός πολυοργανίστα – cult φυσιογνωμίας (πανύψηλος, με ξυρισμένο κρανίο και γενειάδα) που θυμίζει... γκουρού και, όπως αποδείχθηκε, είναι ο αδελφός του Perry! Σημειωτέον ότι όλοι τους εκτός από το βασικό όργανο τους έπαιζαν και διάφορα είδη κρουστών, από κλασικά μέχρι ethnic και αυτοσχέδια, ακόμα και η δεύτερη ερμηνεύτρια η οποία επίσης συνέπραττε με keyboards, με αποτέλεσμα σε κάποιες στιγμές να υπήρχαν και πέντε ακόμα εκτελεστές κρουστών, ενδεικτικό του πόσο κεντρική θέση έχουν αυτά τα όργανα και συνολικά το ρυθμικό στοιχείο στην μουσική τους.
Μοναδική παραχώρηση τέλος στο goth φολκλόρ (άρα αναπόφευκτα και στο, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα, κιτς) του ξεκινήματος τους τα φορέματα – κάπες των δύο κυριών, κάτι ανάμεσα σε πριγκίπισσες του παραμυθιού και «βασίλισσες του χιονιού», αν υπάρχει τελικά καμία διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δύο.
Όπως κι αν έχει ο εξηντάχρονος πλέον Brendan Perry και η κατά δύο χρόνια νεότερη του Lisa Gerrard κάνουν αυτό που έκαναν πάντα με υποδειγματική συνέπεια και για αυτό καλύτερα από ποτέ, μια πρωτοποριακή επιμειξία δοσμένων ιδιωμάτων και ήχων διαμέσου της προσέγγισης δύο λαϊκών μεν εντέλει αλλά και «φωτισμένων» μουσικών. Είναι μια φόρμουλα σίγουρα πεπερασμένη και αρκετά περιορισμένη η οποία όμως δεν έχει εξαντληθεί και ούτε πρόκειται χάρη στην εργασία, τον μόχθο μα και την αγάπη που επενδύουν σε αυτήν οι δύο ιδρυτές, εμπνευστές και βασικοί λειτουργοί και όχι απλά συντελεστές της.
Ένας αληθινός δηλαδή «labor of love», όπως έλεγε και ένα από τα τραγούδια που έπαιξαν....