Τριάντα ένα χρόνια μετά η Ελένη Καραΐνδρου επέστρεψε στο Ηρώδειο για την δεύτερη, επίσης πανηγυρική εμφάνιση που, αν δεν ήταν η αρχή τριημέρου, θα ήταν sold out. Το πρώτο μέρος της συναυλίας με τον γενικό τίτλο «Όλοι ελεύθεροι σαν τα πουλιά» και της οποίας την σκηνοθετική επιμέλεια είχε ο Αντώνης Αντύπας αποτελούσε το σύνολο του περιεχομένου του τελευταίου της CD «Tous Des Oiseaux», που κυκλοφόρησε στα τέλη της περυσινής χρονιάς. Περιέχει τη μουσική της για το θεατρικό έργο του La Colline που του έδωσε τον τίτλο και το soundtrack της για την ταινία του Ιρανού Payman Maad «Bomb, A Love Story». Δύο αρκετά συναφή μεταξύ τους έργα, όχι μόνο γιατί γράφτηκαν σε κοντινές χρονικές περιόδους αλλά κυρίως επειδή ως βασικό εκφραστικό μέσο της σε αυτά η δημιουργός επέλεξε ένας δεκατετραμελές σύνολο εγχόρδων.
Αν και η ιδιαιτερότητα της ημικυκλικής σκηνής του Ηρωδείου και η παρουσία σε αυτήν και αρκετών ακόμα μουσικών άλλαξε ελαφρά το στήσιμο του σε σχέση με προηγούμενες συναυλίες το σύνολο εγχόρδων έπαιξε άψογα αναδεικνύοντας τον συνθετικό πλούτο και την υψηλή ποιότητα αμφοτέρων των έργων. Σε σχεδόν συνεχή διάλογο με το πιάνο της δημιουργού που βρισκόταν στο κέντρο της σκηνής (η ίδια, όταν δεν ήταν αφοσιωμένη σε αυτό, απολάμβανε το παίξιμο των υπολοίπων καθώς είναι θεμελιώδες για την λειτουργία αυτού του σχήματος το να μην χρειάζεται μαέστρο, υπό μιαν έννοια... αυτοδιευθύνεται) απέδωσε με σαφήνεια, πολλή ζωντάνια, ακόμα και με δυναμισμό όπου ήταν απαραίτητος μια σειρά από θέματα τα οποία διαθέτουν όλα τα χαρακτηριστικά της γραφής της Καραϊνδρου αλλά και σημεία που τα διαφοροποιούν, διακριτικά μεν αλλά και αισθητά, σε σχέση με το παρελθόν.
Η γνωστή, κλασική με όλες τις έννοιες της λέξης, μελωδικότητα της συνθέτιδας είναι και με το παραπάνω παρούσα αλλά οι αρμονίες είναι και περισσότερες και πιο σύνθετες από παλαιότερα, τα εφέ των οργάνων συχνά αξιοποιούνται με αριστοτεχνικό τρόπο ενώ τα δύο κοντραμπάσα προσδίδουν σαφή έμφαση στο ρυθμικό σκέλος παρά την απουσία πλήρους σετ κρουστών. Καθοριστική βέβαια η συμβολή, όπως και σε όλη την διάρκεια της συναυλίας, των υπολοίπων μουσικών και εκλεκτών συνεργατών της, παλαιότερων και νεότερων, όπως ο Αλέξανδρος Μποτίνης που είναι το πρώτο βιολοντσέλο του συνόλου. Σε αυτό το μέρος των πρώτο λόγο είχαν οι δεξιοτέχνες των παραδοσιακών οργάνων (Σωκράτης Σινόπουλος πολίτικη λύρα και πολίτικο λαούτο, Στέφανος Δορμπαράκης κανονάκι, Νίκος Παραουλάκης νέι και Γιώργος Κοντογιάννης κρουστά και κρητική λύρα) και λιγότερο τα πνευστά.
Ακόμα πιο καθοριστικοί ίσως στα λίγα κομμάτια που συμμετέχει οι ατμοσφαιρικοί βοκαλισμοί (και όχι τυπική ερμηνεία) της Σαβίνας Γιαννάτου Η ερμηνεύτρια ήταν το ίδιο υποβλητική όσο και στο CD που ήταν η πρώτη συνεργασία της με την δημιουργό. Έγινε όμως ακαριαία καθηλωτική στο σύντομο – και κατά μεγάλο ποσοστό αυτοσχεδιαστικό – a cappella μέρος της κάνοντας το κοινό να ξεσπάσει σε αυθόρμητο χειροκρότημα.
Το δεύτερο μέρος της συναυλίας αποτελείτο από επιλογές από όλο το μέχρι τώρα έργο της Καραϊνδρου, διασκευασμένων περισσότερο, λιγότερο και μερικές φορές καθόλου για το σύνολο εγχόρδων. Εδώ αντίστοιχα τα παραδοσιακά όργανα είχαν πολύ περιορισμένη συμμετοχή και αντίθετα πρωταγωνιστούσαν τα αγαπημένα της ξύλινα πνευστά (Βαγγέλης Χριστόπουλος όμποε, Στέλλα Γαδέδη φλάουτο, Ηλίας Σκορδίλης κλαρινέτο και Γιάννης Ευαγγελάτος φαγκότο) ενισχυμένων από το κόρνο του Κώστα Σίσκου ενώ πολύ πιο έντονη από το πρώτο μέρος ήταν η παρουσία του ακορντεόν του Ντίνου Χατζηιορδάνου που, μαζί με το μαντολίνο του Άρη Δημητριάδη, έδιναν εκείνο το ιδιαίτερο νοσταλγικό «χρώμα» το οποίο χαρακτηρίζει τόσα αποσπάσματα από τα soundtracks της για ταινίες του αείμνηστου Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Η Σαβίνα Γιαννάτου ερμηνεύοντας κανονικά πια τα ομότιτλα τραγούδια από τα soundtracks της ταινίας του Χριστόφορου Χριστοφή «Ρόζα» και της σειράς της αείμνηστης Τόνιας Μαρκετάκη «Η Τιμή Της Αγάπης» (που αντίστοιχα είχαν ερμηνεύσει για πρώτη φορά η ίδια η συνθέτιδα και η Δήμητρα Γαλάνη) και δύο ακόμα από τα λιγοστά που έχει γράψει η Καραϊνδρου απέδειξε για μιαν ακόμα φορά την απίστευτη σχεδόν ευκολία της να προσαρμόζεται σε οποιοδήποτε σχεδόν ιδίωμα και ρεπερτόριο διατηρώντας ακέραιο το τόσο προσωπικό ύφος της.
Ήταν μετά από το φινάλε της τόσο γενναιόδωρης από κάθε πλευρά – συνολική διάρκεια πάνω από τρεις ώρες! – συναυλίας που συνειδητοποιούσες ότι, παρά το μικρόφωνο το οποίο υπήρχε μπροστά της, σε όλη την διάρκεια της η Ελένη Καραϊνδρου δεν είπε ούτε μια λέξη, ούτε καν καλησπέρα ή καληνύχτα. Όχι φυσικά επειδή ο τόσο προσηνής αυτός άνθρωπος που ήταν διαθέσιμη για όσους και όσες ήθελαν να τη συναντήσουν μετά το τέλος διακατέχεται έστω και από υπόνοια σνομπισμού, ούτε καν όμως από υπερβολική σεμνότητα.
Πρόκειται για συνειδητή απόφαση η οποία συνίσταται στο ότι την στιγμή της πραγμάτωσης για έναν δημιουργό μιλάει το έργο του και μόνο, ακόμα και αν είναι στο μεγαλύτερο μέρος του οργανική μουσική, άρα τα δικά του λόγια περιττεύουν. Είναι μια στάση φιλοσοφική και ηθική, εντέλει μια στάση ζωής η οποία, όταν συνυπάρχει με το ταλέντο, έχει ως αποτέλεσμα σπουδαίο συνολικό έργο. Έργο που στη συγκεκριμένη περίπτωση η διαχρονικότητα του προσδίδει προστιθέμενη αξία και το κάνει να έχει απήχηση και σε πολλούς άλλους τόπους εκτός της Ελλάδας.