Η Jessika Kenney επέστρεψε την τελευταία ημέρα του «Tectonics Athens 2019» στην κεντρική σκηνή της ΣΙΩ για μιαν απολύτως solo performance, μόνον δηλαδή η φωνή της δίχως την παραμικρή συνοδεία ή υποστήριξη. Ηταν μια ακόμα καλύτερη ευκαιρία για να εκτιμήσουμε τις πάρα πολύ μεγάλες δυνατότητες της Αμερικανίδας ερμηνεύτριας αλλά και το πόσο έχει μελετήσει πολλές διαφορετικές φωνητικές κουλτούρες από όλα τον κόσμο. Συνδυάζοντας συνεχώς με έναν θαυμαστά προσωπικό τρόπο στοιχεία από αυτές και με μιαν αληθινά αψεγάδιαστη τεχνική κυριολεκτικά δημιουργεί κάτι που είναι αποκλειστικά δικό της και το ελέγχει πλήρως, από τελετουργικό μέχρι αληθινά μυσταγωγικό. Εχει πλέον απομακρυνθεί πάρα πολύ από το να τραγουδάει οποιεσδήποτε λέξεις, ακόμα και από κάθε «παραδοσιακή» έννοια ερμηνείας και έχει φτάσε να μετατρέψει τη φωνή της σε μουσικό όργανο. Αυτό δηλαδή που ανέκαθεν ήταν η ανθρώπινη φωνή και μάλιστα το τελειότερο όλων των οργάνων...
Ο Ρουμάνος συνθέτης Iancu Dumitrescu είναι ο κυριότερος ίσως Ευρωπαίος εκπρόσωπος της φασματικής μουσικής, του ρεύματος που αντί για την μελωδία και την αρμονία βασίζεται στις συχνότητες και ως κύριο εκφραστικό μέσο του έχει τα πολλά και διαφορετικά ηχοχρώματα. Η φασματική μουσική δεν μπορεί ποτέ να είναι συναρπαστική αλλά, όταν λειτουργεί, τα αποτελέσματα της μερικές φορές είναι πολύ όμορφα.
Το έργο που συνέθεσε εφέτος και ειδικά για την περίσταση ο Iancu Dumitrescu έχει τον τίτλο «For Nathalie Forget», είναι δηλαδή γραμμένο στην Γαλλίδα μουσικό που είναι ειδήμων του πρωτεϊκού synthesizer Ondes Martenot και έκλεψε την παράσταση με το έργο του Bernard Parmegiani που είχε παίξει στο Παλαιό Χρηματιστήριο. Θα περίμενε λοιπόν κανείς να ήταν ΚΑΙ το επίκεντρο του αλλά, όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν καθόλου έτσι. Ο Dumitrescu δεν είχε δώσει τον «πρώτο ρόλο» σε εκείνη αλλά στον Αμερικανό βιρτουόζο της βιόλας Eyvind Kang και τόσο το Ondes Martenot της με τις τόσες ηχοχρωματικές δυνατότητες του όσο και το πιάνο του επίσης Ρουμάνου Octav Avramescu με τις καθόλου ευκαταφρόνητες δικές του λειτουργούσαν μάλλον συμπληρωματικά. Φασματική μουσική δηλαδή με τα διαθέσιμα ηχοχρώματα να περιορίζονται αντί να αναδεικνύονται, κάτι τουλάχιστον οξύμωρο.
Αν αυτό δεν ήταν αρκετό ο Dumitrescu αποφάσισε την τελευταία στιγμή, αντί να παίξει και ο ίδιος πιάνο, να διευθύνει τους άλλους τρεις. Το έκανε μάλιστα με έναν τρόπο που θύμιζε περισσότερο…προπονητή ποδοσφαίρου παρά μαέστρο, στην δε περίπτωση του...δόλιου Eyvind Kang (τον είχε υποχρεώσει όχι μόνο να παίζει όρθιος αλλά και να μην σταματάει σχεδόν να περπατάει σε όλη την έκταση τη σκηνής, εκτελώντας επιπλέον μιαν ιδιότυπη...χορογραφία και όλα αυτά παίζοντας ταυτόχρονα με δύο δοξάρια και όχι ένα!) ίσως ακόμα και...fitness coach! Το αποτέλεσμα λοιπόν δεν μπορούσε παρά να είναι ένα έργο με πολύ περισσότερη αναίτια και ανώφελη θεατρικότητα παρά μουσική και η τελευταία, με την παντελή έλλειψη δομής της και την σχετική χαμηλή ένταση της, να καταλήγει υποτονική, αν όχι σχεδόν ανύπαρκτη.
Οχι όμως μόνον απολύτως υπαρκτό αλλά και εξαιρετικά γοητευτικό ήταν αυτό που παρουσίασαν στο δεύτερο μέρος οι Αμερικανοί Matmos. Για σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια το δίδυμο των M. C. Schmidt and Drew Daniel είναι μια από τις πλέον ιδιαίτερες και ενδιαφέρουσες περιπτώσεις της electronica και το απέδειξαν για άλλη μια φορά. Με ύφος αλλά και στιλ nerds, ειδικά ο άκρως επικοινωνιακός για τα δεδομένα του ιδιώματος και όχι μόνον M. C. Schmidt, καθισμένοι αντικριστά σε ένα τραπέζι μπροστά στα laptop και τα ελάχιστα κλαβιέ τους σα να ήταν στο γραφείο τους και όχι να έπαιζαν ζωντανά μουσική, με άφθονο πηγαίο χιούμορ και αυτοσατιρικοί (αλλά όχι αυτοσαρκαζόμενοι!) συνεχώς οι Matmos δεν παίρνουν άθολου στα σοβαρά τους εαυτούς τους ακριβώς γιατί αντιμετωπίζουν τόσο σοβαρά αυτό που κάνουν.
Η μουσική τους δεν δημιουργείται σε κενό «δοκιμαστικού σωλήνα» αλλά εμπνέεται από τον σημερινό κόσμο εντός του οποίου ζουν, τόσο τα υλικά στοιχεία του (το πλαστικό που κυριαρχεί παντού) όσο και τις κοινωνικές συμπεριφορές (η αστυνομική βία ως αντιπροσωπευτική της γενικότερης αλλά και ως σχόλιο του τι σημαίνει «στολή» και εντέλει εξουσία) και το τονίζουν με τα βίντεο τα οποία προβάλλονται κατά την διάρκεια των εμφανίσεων τους. Συχνά χρησιμοποιούν τον ήχο καθημερινών αντικειμένων όπως μιας άδειας φιάλης νερού για ψύκτη ή ενός πλαστικού δοχείου δύο τεμαχίων ως σημείο εκκίνησης των κομματιών τους, μερικές φορές διατηρώντας τον και στη συνέχεια υπό την μορφή sample σαν βάση τους. Όλα αυτά σε ένα πλαίσιο αγάπης και γνώσης για την ευρύτερη αφρομαερικανική μουσική παράδοση, funk, soul μα και jazz, που προσδίδει στους ρυθμούς και τις μελωδίες τους μια φυσική «ευλυγισία» και πλαστικότητα και δεν αφήνει ακόμα και τους πλέον μετρονομικούς από τους πρώτους να γίνουν «μηχανικοί» και ψυχροί.
Οι Matmos έχουν όλη την διάθεση για ηχητική εξερεύνηση και την αίσθηση των ανοιχτών μουσικών οριζόντων του πρώιμου techno, του Ντιτρόιτ και όχι μόνον αλλά μαζί με τη γνώση των τόσων τεχνολογικών και άλλων εξελίξεων στα τριάντα χρόνια που έχουν περάσει από τότε. Επί της ουσίας κάνουν, με έναν δικό τους τρόπο και χρησιμοποιώντας ως μέσα οργανικά κομμάτια και τον ίδιο τον ήχο, έναν πολύ εύστοχο κοινωνικό, ακόμα και πολιτικό σχολιασμό.Το ευφυέστερο δε της υπόθεσης είναι ότι το πράττουν χρησιμοποιώντας τα ίδια τα προϊόντα της τεχνολογίας ενός πολιτισμού που πλέον αποθεώνει την ύλη ξεχνώντας όλα τα άλλα, σα να λένε «να, για αυτό μόνον είναι κατάλληλα τούτα τα εντελώς άχρηστα μέσα στην δήθεν τόση χρησιμότητα τους σκουπίδια»!