Κεντρική εκδήλωση του φεστιβάλ Tectonics είναι πάντα η συναυλία μιας συμφωνικής ορχήστρας της πόλης στην οποία διοργανώνεται με έργα νέα, σε αρκετές περιπτώσεις και παραγγελίες του φεστιβάλ ή και παλαιότερα αλλά πάντα με μιαν αποφασιστικά σύγχρονη κατεύθυνση και υπό την διεύθυνση φυσικά του ιδρυτή του Tectonics Ilan Volkov. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η ορχήστρα ήταν η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ και - λίγο ασυνήθιστα για το Tectonics - τα έργα στην πλειοψηφία τους, τρία από τα πέντε, Ελλήνων συνθετών. 

 

Το ξεκίνημα έγινε με το «Siheung Tablatures» που γράφτηκε ειδικά για το Tectonics εφέτος, ένα αρκετά ιδιόρρυθμο έργο αρχίζοντας από το ότι το μουσικό μέρος του έχει γραφτεί από τον Αμερικανό Eyvind Kang και το φωνητικό από την ομοεθνή του ερμηνεύτρια Jessika Kenney. Με τον πρώτο να συμμετέχει παίζοντας ένα τρίχορδο όργανο που το πρόγραμμα ανέφερε ως setar, έμοιαζε με ταμπουρά και με το ηχόχρωμα του  προσέθετε μιαν ανατολίτικη «πνοή» στο ακρόαμα το έργο ανήκει σε έναν ιδιότυπο «πριμιτιβιστικό» μινιμαλισμό με κύριο χαρακτηριστικό του το ότι τα έγχορδα δεν έπαιζαν καθόλου νότες αλλά αρμονικές σε όλη την διάρκεια του. Με ανάπτυξη τόσο περιορισμένη ώστε σε κάποια σημεία να φαίνεται σχεδόν στατικό διαθέτει όμως μια δική του γοητεία και μερικές πολύ όμορφες στιγμές. Μεγαλύτερο ατού του η ερμηνεία της Jessika Kenney η οποία κινείται σε ένα άλλο επίπεδο και σε βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί ένα άλλο έργο, παράλληλο με το μουσικό. Η σπουδαία αυτή πρωτοποριακή ερμηνεύτρια που ολοφάνερα έχει μελετήσει πολλές και διαφορετικές τεχνικές κέρδισε εύκολα το παιχνίδι, άλλοτε με σχεδόν τελετουργικούς βοκαλισμούς και άλλοτε με εντυπωσιακές φωνητικές «ακροβασίες», στις υψηλότερες και ακόμα περισσότερο στις χαμηλότερες οκτάβες.

 

Γραμμένο το ’14 και το ’15 το «Magna Ipsum Heimat Ut Enim Minen Vacuum» της νέας συνθέτιδας Γεωργίας Κουμαρά είναι ένα σύντομο αλλά μεστό έργο στο πλαίσιο μιας μετά-Στραβινσκικής πρωτοπορίας της δεκαετίας του ’50 και με σαφή γνώση της ορχήστρας και των δυναμικών της. Κορυφαία στιγμή του το εύρημα του...φωνητικού μέρους από αρκετούς/ές εκτελεστές/ιες των εγχόρδων που υπεκατέστησαν πανάξια μιαν αληθινή χορωδία!

 

Το «Reverb Music» (2015-2019) του επίσης πολύ νέου Ελληνοβρετανού James AlexandropoulosMcEwan έχει στο επίκεντρο του μια διερεύνηση της αρμονικής ανάπτυξης με πολλαπλές αρμονίες να εξελίσσονται εισχωρώντας η μια εντός της άλλης και όχι διαδοχικά ή έστω παράλληλα. Αν και το ενορχηστρωτικό εύρημα της αρχικά σαγηνευτικής αντίθεσης των pizzicati των δεύτερων βιολιών, των βιολών και των βιολοντσέλων με τα πρώτα βιολιά που παίζονταν με δοξάρι ίσως να εξαντλήθηκε μετά από ένα σημείο δεν παύει να είναι ένα έργο με αρκετά χαρίσματα, ενδιαφέρον αλλά και όμορφο δείγμα γραφής ενός ταλαντούχου δημιουργού.

 

Η αρχή του δεύτερου μέρους έγινε με το κυριολεκτικά απολαυστικό «Tropic» (1969) του Γιάννη Ιωαννίδη. Ένα έργο που πενήντα ένα χρόνια από την σύνθεση του δεν έχει απολέσει τίποτα από την υψηλή έμπνευση, την πρωτοτυπία μα και την ομορφιά του. Από τα πρώτα μέτρα του αποκαλύπτει την εις βάθος γνώση του δημιουργού όχι μόνον της κλασικής παράδοσης αλλά και ενός πολύ μεγάλου μέρους της μουσικής του εικοστού αιώνα η οποία του επιτρέπει να κινείται με άνεση στα απώτατα όρια της τονικότητας διευρύνοντας τα, κάποτε ακόμα και τεντώνοντας τα κατά το δοκούν. Σε όλη την διάρκεια του όμως δείχνει και το πόσο κατέχει ο συνθέτης όλη την ηχοχρωματική και την δυναμική παλέτα της ορχήστρας με αποτέλεσμα να την χρησιμοποιεί με μια σπάνια πραγματικά σιγουριά, βεβαιότητα και συγκρότηση. Μια πολύ ανθρώπινη, ακόμα και συγκινητική, στιγμή μετά το φινάλε του έργου ήταν η μικρή τούρτα με το ένα κεράκι που είχαν ως έκπληξη οι διοργανωτές στον θαλερότατο δημιουργό καθώς ήταν η ημέρα των ογδοηκοστών ενάτων γενεθλίων του και ενώ η ορχήστρα έπαιζε το «Happy Birthday To You»! Ο πλέον αρμόζον τρόπος ευχής σε έναν άξιο συνθέτη και δάσκαλο και από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μουσικής πρωτοπορίας στη χώρα μας.

 

Το γραμμένο ειδικά για το «Athens Tectonics 2019» «Epexēgēsis» (2018 – ’19) του Ισραηλοοσουηδού Dror Feiler σε κείμενο του Παλαιστινιοσυροσουηδού ποιητή Ghayath Almadhoun το οποίο ερμήνευσε ο – ηγέτης των Einstürzende Neubauten και «δεξί χέρι» του Nick Cave ως μόνιμος κιθαρίστας των Bad Seeds - Blixa Bargeld θεωρητικά επρόκειτο να είναι το tour de force της βραδιάς αλλά, υπό μιαν έννοια, εξίσου συνέβη αυτό όσο και όχι. Το αγγλικό κείμενο που μιλάει για τον αγώνα των Παλαιστινίων εναντίον της ισραηλινής κατοχής είναι καταρχήν υπερβολικά μεγάλο σε έκταση, η βαριά γερμανική προφορά του Bargeld το έκανε δυσνόητο στο μεγαλύτερο μέρος του και έφτανε σχεδόν να επισκιάζει την ορχήστρα. Το περισσότερο ή λιγότερο ακραίο καθαρά φωνητικό σκέλος της ερμηνείας του τελευταίου «έδενε» βέβαια πολύ καλά με τον «υποσυνείδητο σχολιασμό» που του έκανε το ολοκάθαρο noise το οποίο παρήγαγαν όλα τα είδη σαξοφώνων και τα ηλεκτρονικά του ίδιου του Feiler και αμφότερα αυτά επικοινωνούσαν με το κύριο μέρος, δηλαδή το ορχηστρικό.  Από την άλλη όμως το τελευταίο δεν ήταν παρά ένας ατονικός πυρήνας με ελάχιστη ή και καθόλου ανάπτυξη και μόνο στοιχείο ποικιλίας την διαδοχή των συνεχών κρεσέντο των διαφορετικών οικογενειών οργάνων πάνω σε έναν ακατάπαυστα καταιγιστικό ρυθμό.

 

Εν κατακλείδι ένα αναμφίβολα πολύ δυνατό αλλά και άνισο στο σύνολο του, παρά κάποια πολύ καλά επιμέρους στοιχεία και σημεία, έργο, χαρακτηριστικό πιθανότατα του ιδιαίτερα πολιτικοποιημένου εξηνταοκτάχρονου συνθέτη ο οποίος εξακολουθεί να ταυτίζεται και να εκπροσωπεί τις θεωρίες αλλά και τις πρακτικές της «εικονοκλαστικής» πρωτοπορίας της δεκαετίας του ’70. Σε βαθμό που μερικές φορές να γίνονται αγκυλώσεις...